Σὲ ὥρα νοσταγικὴ, ὅπως εἶναι ἡ ὥρα τοῦ δειλινοῦ, μὲ τὶς ποικιλίες τῶν
χρωμάτων ν᾿ ἀντιφεγγίζουν παντοῦ, ἡ ἐπίσκεψη στὸ Κοιμητήριο εἶναι μιὰ σπάνια
περιήγηση καὶ παράλληλα διδαχὴ, σὲ χώρους, ὅπου ἡ Μνήμη, ἡ νοσταλγία καὶ ἡ
ποίηση διαπιστώνουν τὸ εὔκρατο τοῦ τοπίου καὶ ἀνοίγονται μέσα σου ἀπὸ πολλούς
δρόμους. Γιατὶ ἡ ὥρα αὐτὴ, ὅπου τ` ἀπόβραδο δηλώνει τὸ τέλος τῆς μέρας καὶ
προεικονίζει τὰ εἰσόδια τοῦ νυχτερινοῦ σταδίου, μὲ τὸ σκότος νὰ κυκλώνει τὸν
κάθε χῶρο, πολὺ δὲ περισσότερο αὐτὸν, ἀποδεικνύεται κι ὁ δείκτης τῆς εὐαισθησίας μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοῦτες τὶς σεπτὲς ὧρες, μαζὶ
μὲ τὴν ὅποια εὐπρέπεια / φροντίδα κάνουμε στὸ μνῆμα τοῦ δικοῦ μας ἀνθρώπου,
πασχίζουμε νὰ τοῦ ἀφήσουμε συντροφιὰ γιὰ τὴ νύχτα, τὸ ἰλαρὸ τὸ φῶς τοῦ
καντηλιοῦ, σιμὰ στὸ σταυρὸ του, ὅπου κυρίως ἀναγράφεται καὶ τὸ ὄνομά του.
Ἴσως νὰ εἶναι ἀδύναμο, λιγοστὸ
καὶ «νυσταλέον» (Ἀλ. Παπαδιαμάντης) τὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ, ποὺ φωτίζει ἕνα γύρω
τὸ μνῆμα, ὡστόσο παραμένει ἐλπίδα καὶ ἀναψυχὴ στὸ σκοτάδι ποὺ δηλώνει φόβο,
πίκρα καὶ ἀδυναμία.
Εδώ αναπαύονται οι πρόγονοί μας. |
Ἀνάβουμε λοιπὸν τὸ καντήλι
ἀφήνοντας τὸ παρήγορο ἐκεῖνο φῶς νὰ συντροφεύει τὸν ἄνθρωπό μας, ποὺ ἀναπαύεται ἐκεῖ, ἐπειδὴ ξέρουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει περίπτωση αὐτὴ
ἡ ψυχὴ νὰ μὴν φέγγει ὡσὰν ταπεινὸ κερὶ μὲσα στὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ. Ἕνα κερὶ ποὺ ἐξάπαντος φωτίζει καὶ τὰ δικὰ μας τὰ
βήματα στὸ βίο αὐτὸ. Γιατὶ οἱ ἀγαπημένοι
μας πάντα σκύβουν ἀπὸ τὸ χῶρο ἐκεῖνο ποὺ ἀναπαύονται καὶ μᾶς κοιτάζουν
σιωπηλοὶ, αὐστηροὶ, μὲ ἔγνοια πάντοτε· ὅπως κι ἐμεῖς πράττουμε συνειδητὰ,
κάποτε πικραμένα, γιὰ κείνους, ὅταν τὰ δειλινὰ ἐπισκεπόμαστε τὸ Κοιμητήριο
φροντίζοντας νὰ εὐπρεπίζουμε τὸν τόπο
καὶ παράλληλα νὰ προσφέρουμε φρέσκα ἄνθη, γιὰ να κρατᾶνε τὴ δροσιὰ τῆς νύχτας
καὶ συνάμα νὰ μαζεύουν τὶς πενιχρὲς ἀνταύγειες ἀπὸ τὸ φῶς ποῦ καίει. Τὸ ὅποιο
φῶς…
Ἀναμφίβολα,
καθὼς σιωπηλὰ καὶ μὲ ἰδιαίτερη συγκίνηση
ἐπεξεργάζεσαι ὅλο αὐτὸ τὸ ὑλικὸ ποὺ σοῦ προσφέρεται, γλυστρᾶνε ἀπό μέσα σου,
ὅπως τὰ δάκρυα, κάποιες μνῆμες, ποὺ κρατήθηκαν βαθειὰ στὴν ψυχὴ, δεμένες ἄρρηκτα μὲ κάποιες γιορτὲς. Ἔτσι θυμᾶσαι ἐκεῖνα τὰ ἀνοιξιάτικα ἀπόβραδα,
ὅταν τέλειωνε ἡ ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ἤ τῶν Νυμφίων, καὶ στὸ Κοιμητήριο,
ποὺ βρισκόταν δίπλα στὴν παλιὰ τὴν ἐκκλησιὰ,
φεγγοβολοῦσαν τὰ καντήλια στὰ μνήματα, ὅπως τὰ κεριὰ στὸ μανουάλι, ὅπως τ᾿
ἀστέρια στὸ νυχτερινὸ οὐρανὸ. Καὶ δὲν ἔνοιωθε κανεὶς φόβο, γαιτὶ ἦταν βέβαιος
πὼς οἱ ψυχὲς τῶν δικῶν τους ἀνθρώπων τοῦ φωτίζουν τὸν ὅποιο νυχτωμένο δρόμο. Μὲ
τὶς πρεσβεῖες τους, μὲ τὴν ἔγνοια τους, μὲ τὴν τρυφερότητα ποὺ κράτησαν ὡς
μοναδικὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς τους.
Οἱ ὧρες τοῦ δειλινοῦ στὸ Κοιμητήριο εἶναι ἀπὸ
τῖς πιὸ κερδισμένες μας ὧρες, γιατὶ ἀποδεικνύουν τὴν ταμιευμένη μας εὐαισθησία,
φιλοτιμία καὶ στοργὴ ποὺ δείχνουμε σὲ κείνους ποὺ σιωπηλοὶ περιμένουν νὰ τοὺς
μνημονεύουμε, νὰ τοὺς τιμᾶμε καὶ πάντα νὰ εὐχόμαστε, ὅπως εἶναι συντροφιὰ «μετὰ
τῶν Ἀγίων»...
π. Κων. Ν.
Καλλιανὸς
No comments:
Post a Comment