(Μνῆμες καὶ βιώματα)
Στοὺς
συμμαθητὲς μου στὸ παλιὸ Β΄ Γυμνάσιο, εὐκαιρία συνάντησης...
Τὸ φθινοπωρινὸ ἐκεῖνο βράδυ τοῦ Σεπτεμβρίου
τοῦ 1963, ἀπομένει στὴ μνήμη φωτισμένο μὲ τὸ παγωμένο, γαλατένιο φῶς
ποὺ κατέβαζαν τὰ μεγάλα φῶτα τῆς προκυμαίας, καθὼς τὸ καράβι, τὸ
«Κύκνος», διπλάρωνε στὸ μουράγιο τοῦ Βόλου κι ἐμεῖς δειλὰ-δειλὰ ἀποβιβαζόμασταν
στὴ νέα πραγματικότητα: ἐκείνης τῶν σπουδῶν, τῆς μάθησης, τῆς καλλιέργειας.
Τῶν φώτων δηλαδὴ, ποὺ προσπορίζουν οἱ γνώσεις καὶ τὰ γράμματα. (Καμμιὰ
φορὰ σκέφτομαι, πὼς τὰ φῶτα ἐκεῖνα συγγενεύουν μὲ τὰ δυνατὰ τὰ φῶτα
τῆς παραλίας, φῶτα ὡστόσο, ποὺ δέ συγκρίνονται μὲ τὸ τρεμουλιαστὸ,
ταπεινὸ καὶ χαμηλὸ φῶς τῆς λάμπας τοῦ πετρελαίου, τὸ ὁποῖο μέχρι τότε
γνώριζα. Γιατὶ τὰ ἡλεκτρικὰ τὰ πρωτοεῖδα στὸ Βόλο καὶ κατάλαβα ὅτι τυφλώνουν,
καὶ κυρίως τυφλώνουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ εἰσχωρεῖ τὸ μικρόβιο
τῆς ἀλλαζονείας, ἀντίθετα μὲ τὰ ἄλλα, ποὺ συντηροῦν μέσα σου τὸν χαμηλό
καὶ ταπεινὸ τρόπο τῆς προσέγγισης τοῦ κόσμου, τοῦ συνανθρώπου καὶ φυσικὰ
τοῦ Θεοῦ).
Αὐτὸ τὸ φῶς, τὸ ὁμολογῶ, ποτὲ μου δὲν τὸ χάρηκα, ὅπως
δὲ χαιρόμουν τὴν κάθε φορὰ ποὺ ἤμουν ἀναγκασμένος νὰ φύγω ἀπὸ τὸ λιτὸ
καὶ ἀπέριττο περιβάλλον τοῦ χωριοῦ μου, παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ Βόλος ἐκείνου
τοῦ καιροῦ ἦταν μιὰ ἄλλη προέκτασή του. Γιατὶ εἶχε λιγοστὰ αὐτοκίνητα,
κάμποσα ποδήλατα καὶ φυσικὰ ἐκείνη τὴν ἁπλότητα καὶ τὴ γραφικότητα,
ὤστε νὰ μᾶς φαίνεται πὼς κάπου σιμὰ μας εἶναι καὶ τὸ μικρὸ κι ἄσημο χωριὸ.
Θυμᾶμαι, λοιπὸν, πὼς μόλις κατεβήκαμε ἀπὸ τὸ
πλοῖο πήραμε ἕνα ἀπὸ τ᾿ ἀμαξάκια ποὺ ἦταν σταθευμένα στὴν παραλία
καὶ πήγαμε στὸ γνωστὸ μας ξενοδοχεῖο: τὸ ξενοδοχεῖο τῶν Κληματιανῶν
«Ἡ Εὐρώπη», Ἰἀσονος καὶ Κοραῆ γωνία. Στὰ παιδικὰ μάτια ἐντύπωση
ἔκαναν τὰ κατανυκτικὰ φωτάκια ποὺ εἶχαν δίπλα τους τ᾿ ἁμαξάκια, καθὼς
καὶ ἐκεῖνο τὸ καμπάνισμα, ποὺ θύμιζε τὸν ἦχο ἀπὸ καμπανάκι κάποιου
ταπεινοῦ ἐξωκκλησιοῦ. Μόνο ποὺ αὐτὰ ἦταν τοῦ ὀνείρου, γιατὶ ἡ
πραγματικότητα ἦταν διαφορετικὴ καὶ πολὺ σκληρὴ κάποτε…
Τὸ ξενοδοχεῖο εἶχε μιὰ παράξενη μυρωδιὰ ἀπὸ
ἀπορρυπαντικὸ, σαπούνι ἀπὸ φτηνὸ ἄρωμα, καὶ τσιγάρο. Οἱ σκάλες ἦταν
μεγάλες καὶ φαρδιὲς μὲ τὸν Νικήτα, τὸν ὑπάλληλο, νὰ μᾶς βοηθάει χαμογελαστὸς, ὥστε νὰ
τακτοποιηθοῦμε στὰ ψηλοντάβανα δωμάτια μὲ τὰ λευκὰ σεντόνια ποὺ ὅταν
τ᾿ ἄγγιζες, νόμιζες πὼς τσαλάκωνες χαρτὶ. Μάλιστα αὐτὸς ὁ ἦχος, ὅπως
ὁ ἦχος τῶν φορτηγῶν ποὺ μέσα στὴ βαθειὰ νύχτα περνοῦσαν ἀπὸ κάτω ἀπὸ
τὰ παράθυρά μας, μὲ ἀκολουθεῖ ἀκόμα μέχρι σήμερα. Γιατὶ πρώτη φορὰ
ἄκουγα μεγάλα αὐτοκίνητα νὰ περνοῦν μὲ ὀρμὴ καὶ βουὴ πάνω στὸ δρόμο,
βουὴ ποὺ σιγὰ-σιγὰ χάνονταν γιὰ νἄρθει στὴ συνέχεια κάποι᾿ ἄλλη. (Ἀργότερα,
ὅταν διάβασα τὸ ποίημα «Σοφοὶ δὲ προσιόντων» τοῦ Κ.Π. Καβάφη, συνειδητοποίησα
πλέον, πὼς πολλὲς φορὲς στὴ ζωὴ μου θὰ ξαναντήσω αὐτὴ τὴ «μυστικὴ βοὴ»,
ὅμως θὰ ἦταν κάτι τὸ διαφορετικὸ ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔζησα τὴν πρώτη μου
βραδυὰ στὸ Βόλο. Ἴσως καὶ κάτι τὸ τραγικὸ, γιατὶ πάντα μέσα στὴ δύνη
τῶν γεγονότων ποὺ πλησιάζουν, πλησιάζει κι ὁ θάνατος, ἤ ἔστω καὶ ὁ ὅποιος
ἀκρωτηριασμὸς τῆς ψυχῆς...).
Ὡστόσο πρέπει νὰ ὁμολογήσω, πὼς αὐτὸ ποὺ μ᾿ ἐνόχλησε,
καὶ ἀπὸ τότε δὲν μπόρεσα νὰ τὸ ἀποβάλλω, ἦταν ὁ φωτισμὸς τοῦ δωματίου
μ᾿ ἐκεῖνο τὸ γυμνὸ ἡλεκτρικὸ γλόμπο ποὺ μᾶς ἔριχνε ἕνα ἀρρωστημένο
φῶς, ἐνῶ εἶχε πάνω του ἕνα κίτρινο,
γυάλινο κάλυμμα, ποὺ μὲ ἔθλιβε ἀφάνταστα. (Τὸν ἴδιο φωτισμὸ θυμᾶμαι
νὰ τὸν ξανάζησα στὸ Στρατὸ καὶ σὲ κάποιο Νοσοκομεῖο, μὲ τὴν ἴδια ἤ
τὴν ἴσως περισσότερο παγωμένη αἴσθηση καὶ πίκρα).
Τὸ σπίτι ποὺ θὰ καθόμουν ἦταν στὴν ὁδὸ Δημάρχου
Γεωργιάδου, ποὺ τότε ἦταν ἄστρωτη, δίχως ἄσφαλτο δηλαδὴ. Αὐτὸ τὸ
σπίτι, λοιπόν, ἦταν μιὰ μονοκατοικία μὲ μικρὰ καὶ λιτὰ δωμάτια.
Πρέπει δὲ νὰ χτίστηκε μετὰ τοὺς σεισμοὺς, γιατὶ σὲ τίποτε δὲ θύμιζε κάποια
παλιὰ, πέτρινα σπίτια τοῦ παλιοῦ τοῦ Βόλου. Φυσικὰ, σὲ τίποτε δὲ θύμιζε τὸ σπίτι μας στὸ χωριὸ, γιατὶ ἦταν κάπως
σκοτεινὸ καὶ ἀρκετὰ κρύο. Πάντως αὐτὸ ποὺ χαράχτηκε στὴ μνήμη μου εἶναι
ἡ γειτονιὰ ἐκείνη, ποὺ εἶχε ἀρκετὴ ἡσυχία καὶ γραφικότητα. Θυμᾶμαι
π.χ. τὸ ἀπέναντι σπίτι μὲ τὴ βαρειὰ σιδερένια πόρτα τοῦ κήπου, τὰ ὡραῖα
καὶ πλατιὰ σκαλοπάτια ποὺ ὁδηγοῦσαν μέσα στὸ σπίτι, ὅπως ἐπίσης καὶ
τὰ δέντρα ποὺ εἶχε. Προσπάθησα νὰ τὸ ξαναβρῶ μετὰ ἀπὸ χρόνια αὐτὸ τὸ
σπίτι. Δὲν τὰ κατάφερα, γιατὶ εἶχε ἐξαφανιστεῖ, ὅπως τόσα καὶ τόσα
τοῦ Βὀλου τῶν ἐφηβικῶν μου χρόνων...
Κάθε πρωΐ ποὺ
πηγαίναμε στὸ Σχολεῖο συναντούσαμε στοὺς δρόμους κάρα, μικρὰ καὶ μεγάλα,
λιγοστὰ αὐτοκίνητα καὶ ποδήλατα, μ᾿ ἐκεῖνα τὰ εὔηχα κουδούνια
ποὺ εἶχαν προσαρμοσμένα πάνω στὸ βραχίονα τοῦ τιμονιοῦ. Χαρακτηριστικός,
μάλιστα, ἦταν ὁ ἦχος ποὺ ἄφηναν οἱ ρόδες, καθὼς περνοῦσαν πάνω ἀπ᾿
τούς χωματόδρομους. Ἦταν κάτι σὰν τὸ ἄλεσμα τοῦ σιταριοῦ στοὺς χερόμυλους
τοῦ χωριοῦ μου, σὰν τὸ ἀργὸ περπάτημα πάνω στὴν ἅμμο... Μάλιστα αὐτὸ
ποὺ θυμᾶμαι εἶναι τὰ ποδήλατα κάποιων καθηγητῶν μας, παλιὰ ποδήλατα,
σκουριασμένα μὲ τὴ σχάρα πίσω τους
νὰ κρατεῖ τὸ χαρτοφύλακά τους, ἐνῶ τὰ παντελόνια τους τὰ συγκρατοῦσε
ἐκεῖνο τὸ στρογγυλὸ μεταλλικὸ ἔλασμα, γιὰ νὰ μὴν μπερδεύονται στὸ
πεντάλισμα.
Ὅμως τὰ πιὸ συγκινητικὰ καὶ τὰ πλέον γραφικὰ
ποὺ κράτησα μέσα μου ἦταν τὰ μικρὰ τὰ κάρα μὲ τὰ φροῦτα καὶ τὰ λαχανικὰ,
ποὺ τὰ σέρνανε μικρὰ γαϊδουράκια, σιγὰ-σιγὰ, μέσα στοὺς μεγάλους
δρόμους τῆς πόλης. Ἀκόμα θυμᾶμαι πὼς ἦταν γερμένα πρὸς τὰ πίσω αὐτὰ
τὰ κάρα μὲ τὰ λαχανικὰ νὰ στάζουν -νερὸ ἤ νυχτερινὴ δροσιὰ, ἄραγε;-
στοὺς δρόμους. Μοσχομύριζε τότε ὁ Βόλος φρέκο σταφύλι καὶ γνήσια ντομάτα,
ποὺ ἔρχονταν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴ μυρωδιὰ τῆς θάλασσας, τὴν ὁποία κόμιζαν
τὰ ψαράδικα τὰ κάρα, που γυρόφερναν τοὺς δρόμους. Κι ἔβλεπες νὰ περνοῦν
αὐτὰ τὰ ταπεινὰ τὰ κάρα ἀπὸ μπροστὰ ἀπὸ τὰ σπίτια, ἔχοντας τὶς παλάντζες
κρεμασμένες στὸ πίσω μέρος τους, ἐνῶ ὁ μανάβης, ποὺ κρατοῦσε συνήθως
τὸ ζῶο ἀπὸ μπροστὰ, ἀπό τά γκέμια, φώναζε μὲ βραχὴ ἤ ψιλὴ, ἀλλὰ μακρόσυρτη
φωνὴ, «Ὁ μαναααάβηηης... ὁ ψαραααααααᾶς». Ἀκόμα καὶ τὶς βροχερὲς
τὶς μέρες τοὺς συναντοῦσες μὲ τ᾿ ἀδιάβροχα καὶ τὶς γαλότσες νὰ κυνηγοῦν
τὸ μεροκάματο. Κι ἔτρεχε τὸ νερὸ στ᾿ αὐλάκια τῶν παιδεμένων τους
προσώπων, ποὺ ἄν τὰ κοιτοῦσες θὰ διέκρινες
τὴ μελαγχολία τοῦ τίμιου βιοπαλαιστή, ποὺ ἔψαχνε νὰ βρεῖ τρόπους νὰ
θρέψει φαμίλια, νὰ παντρέψει κορίτσια, νὰ σπουδάσει παιδιὰ...
Καμμιὰ φορὰ ποὺ σεργιανῶ σ᾿ αὐτοὺς τούς δρόμους, ὅταν
βρεθῶ στὸ Βόλο, αὐτὸ ποὺ νοσταλγῶ νὰ ξαναδῶ, μαζὶ μὲ πολλὰ ἄλλα, εἶναι αὐτὰ τὰ ἐξαφανισμένα ταπεινὰ κάρα μὲ τὰ κουρασμένα γαϊδουράκια
καὶ τούς παιδεμένους τοὺς μανάβηδες. Δυστυχῶς, χάθηκαν, ὅπως τόσα ἄλλα...
π. Κων. Ν. Καλλιανὸς
No comments:
Post a Comment