Στη διάρκεια της
Σαρακοστής, που είναι μια περίοδος μετανοίας η οποία τηρείται από όλες τις
μεγάλες Χριστιανικές Ομολογίες, προσφέρεται η ευκαιρία στους πιστούς να
μιμηθούν την Μαρία της Βηθανίας και να επικεντρωθούν στο μοναδικό πράγμα που
χρειάζεται για τον αποκλεισμό, για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον, των πολλών
περισπασμών της ζωής που μειώνουν το πνευματικό σθένος και τελικά το
κατασβήνουν.
Σε αυτό το όμορφο
περιστατικό της Βηθανίας, όπως έχει καταγραφεί από τον Αγ. Λουκά (10, 38-42), υπάρχει
κατ’ αρχάς η φυσική ερμηνεία. Η Μάρθα, που είναι σχολαστική νοικοκυρά, επιθυμεί
να προσφέρει στον Χριστό και στους μαθητές Του ένα άξιο καλωσόρισμα, κι αυτό
σημαίνει διάφορα πιάτα με εδέσματα σ’ ένα γεύμα. Εξοργίστηκε δε που η αδελφή
της η Μαρία κάθεται κοντά στα πόδια του Ιησού αντί να την βοηθά. Με ήπια
παρατήρηση (που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επίπληξη στην παρούσα περίσταση)
ο Χριστός υπονοεί πως ένα πιάτο πραγματικά θα αρκούσε έτσι ώστε η Μάρθα, όπως
και η Μαρία, θα μπορούσε να είχε ακούσει στα λόγια Του και να συνέβαλε σε μια
πνευματική συζήτηση. Η μυστική ερμηνεία αυτού του κειμένου, από διάφορους
συγγραφείς, προσδιορίζει το “unum necessarium” (το ένα αναγκαίο πράγμα) ως την οδό της νοερής
προσευχής, χωρίς κοσμική δραστηριότητα, και βλέπει έτσι τη ζωή της περισυλλογής
ως μια υψηλότερη κατάσταση από τη ζωή της δράσης.
Είναι πράγματι υψηλότερη,
με την έννοια ότι είναι πιο δύσκολη, αλλά δεν είναι εκ φύσεως καλύτερη, καθώς το
θέμα σε τελική ανάλυση είναι ζήτημα κλίσης. Τελικά, έχει κάποιος κλιθεί σε
μυστική ενατένιση, ή τα χαρίσματα και η ιδιοσυγκρασία ενός ατόμου υποδεικνύουν
ότι προορίζεται να ασχοληθεί με τα ενεργά έργα της φιλανθρωπίας;
Το ιδανικό είναι ένας
λεπτός συνδυασμός των δύο κλίσεων, να είναι δηλαδή κανείς σε θέση να καθίσει
ακίνητος κοντά στα πόδια του Χριστού σε βαθιά μυστική κοινωνία μαζί Του, και να
επιτύχει καλά έργα στο πνεύμα αυτής της προσευχής της ένωσης. Αυτός είναι κι ο
λόγος που αυτό το συγκεκριμένο κείμενο από το Ευαγγέλιο του Λουκά (11, 27-28)
αναγινώσκεται στις Θεομητορικές Εορτές και στην Κοίμηση της Θεοτόκου (όπως
συνέβαινε στην Ρωμαϊκή Εκκλησία μέχρι το 1950), αφού η Μεγαλόχαρη Παρθένος είχε
κρατήσει πράγματι αυτή την τέλεια ισορροπία. «Η δε Μαριάμ πάντα συνετήρει τα
ρήματα ταύτα συμβάλλουσα εν τη καρδία αυτής» (Λουκά 2, 19). Όμως αυτή ήταν
επίσης η Μητέρα και η επιμελής νοικοκυρά της Ναζαρέτ που ανάθρεψε τον Υιό του
Θεού, μέχρι την ημέρα που εμφανίσθηκε επίσημα στον Ισραήλ.
Η μία έκφανση είναι
συμπληρωματική της άλλης, αλλά όπως κι εμείς ως άτομα συμπληρώνουμε ο ένας τον
άλλον σε προσωπικό επίπεδο, υπάρχουν μερικοί που έχουν αποκλειστική έφεση στην
προσευχή, ενώ άλλοι έχουν ροπή προς όσο γίνεται μεγαλύτερη δραστηριότητα και
αφιερώνουν μόνο λίγο χρόνο για προσευχή και περισυλλογή. Αυτό προβλέπεται από
τους κλασικούς κανόνες της μοναστικής ζωής, ιδιαίτερα του ασκητισμού, όπου
έχουμε τους ερημίτες ή αναχωρητές, οι οποίοι θεωρούνται ως η κορυφή της
θρησκευτικής αφιέρωσης. Σ’ αυτούς όμως απαγορεύεται να εισέλθουν στον χώρο
αυτό, μέχρις ότου, αφού ζήσουν με άσκηση φιλανθρωπίας και με καλά έργα στην
κοινωνία, να βεβαιωθεί η αξιωσύνη τους γι’ αυτή την υψηλή αποστολή.
Επίσης δε, σ’ αυτή τη ζωή
των αναχωρητών και της βαθιάς εσωτερικής προσευχής δεν εισέρχεται κανείς για
λόγους εγωϊστικούς. Είναι περισσότερο θα λέγαμε μια ταπεινή υιοθέτηση της ικεσίας
του Χριστού από την Αρχιερατική προσευχή, «υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν» (Ιω.
17, 19), και αυτή η ζωή είναι μάλλον εξωστρεφής κι όχι εσωστρεφής, εμπεριέχοντας
και αγκαλιάζοντας όλους.
Αυτή η λειτουργία της
ζωής της περισυλλογής καταδεικνύεται σαφώς στο θεσμό των Στάρετς ή Γερόντων,
ειδικά στον Ρωσικό μοναχισμό. Η ονομασία Όπτινα έρχεται αμέσως στο νου στην
παρούσα συνάφεια. Ο π. Αμβρόσιος, ο π. Λεωνίδας, κι επίσης ένας από τους
ελκυστικότερους Αγίους, ο Σεραφείμ του Σάρωφ. Αυτές οι προφητικές μορφές,
ευγενικοί ασκητές και ιεροί αθλητές, δεν έχασαν ποτέ την επαφή τους με την
ανθρωπότητα. Αντίθετα μάλιστα, η επικοινωνία τους με το υπερφυσικό τους έκανε
να αποκτήσουν επίγνωση της ανάγκης που έχει η πάσχουσα κτίση, κι επειδή ήταν
θεοσεβέστατοι γνώριζαν πότε, που και πως να είναι χρήσιμοι.
Και το έργο που πρέπει να
αναληφθεί είναι, όπως περιγράφεται από τον Προφήτη Ησαΐα, «έργο παράδοξο και θα
εκτελέσει την πράξη του, πράξη μυστηριώδη» (28, 21), και δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί παρά μόνο με απευθείας κλήση του Θεού και κάτω από την υπακοή
σε κάποιον που, θεωρητικά τουλάχιστον, γνωρίζει την πράξη της πνευματικής ζωής
στην υψηλότερη έκφρασή της. Όμως ο κόσμος θα χρειάζεται πάντοτε τέτοιους
ανθρώπους που θα εισέρχονται στο πεδίο μάχης της πνευματικότητας,
αντιμετωπίζοντας μαζικές δαιμονικές δυνάμεις, μη πτοούμενοι από φόβο ούτε από εμπαιγμό,
διερχόμενοι «από ποτάμια που δεν καταποντίζουν, από φωτιές που δεν καίνε, από
φλόγες που δεν αποτεφρώνουν» (Ησ. 43, 2).
Η Σαρακοστή θα πρέπει να
σημαίνει για όλους συμμετοχή στην αναζήτηση για το “unum necessarium”, σε διάφορους
φυσικά βαθμούς έντασης για τον καθένα. Γεθσημανή και Γολγοθάς προηγούνται του
θαύματος του κενού μνημείου. Μόνο εκείνος που θα χάσει τη ζωή του θα την σώσει.
Κι όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, εκείνος που θα χάσει τη ζωή του για το Θεό θα
την σώσει, αφού δοκιμασθεί και καθαρθεί μέσα από την ανανεωμένη, αφοσιωμένη και
εξαγνισμένη διακονία του προς τους συναθρώπους του.
+
Αρχιμ. Βαρνάβας Burton
Orthodox Leaflet, Απρίλιος 1968, No. 36,
σσ. 2-4
Μετάφραση: Πρωτοπρ. Αναστάσιος Δ. Σαλαπάτας
No comments:
Post a Comment