Ἀπό τὸ μισοφωτισμένο βάθος τοῦ Χρόνου προβάλλουν οἱ εὐλογημένες Μορφὲς τοῦ παπποῦ καὶ τῆς γιαγιᾶς κι ἀνοίγουν τὴ θύρα τῶν ἱερῶν ἀναμνήσεων. Κι εἶναι ἀναμφίβολα τοῦτο τὸ εἰσοδικό, μιὰ ἐπιστροφὴ στὸν καιρὸ τὸν εὐλογημένο τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὅπου τὰ πρόσωπα αὐτὰ υπῆρξαν οἱ ἀκρογώνιοι λίθοι τοῦ μετέπειτα βίου. Γιατὶ ὁ παπποῦς καὶ ἡ γιαγιὰ εἶναι δεμένοι μὲ τὶς τρυφερώτερες στιγμὲς, τὶς πιὸ ἀκριβὲς καὶ εὐλογημένες τῶν χρόνων ἐκείνων τῶν χλωρῶν, ὅπου ἐγγράφονται στὴν ψυχὴ οἱ πλέον ἀλησμόνητες καὶ κορυφαῖες μνῆμες.
Γιατὶ τώρα, ποὺ τὰ χρόνια πέρασαν καὶ θάφτηκαν κάτω ἀπό τὴ στάχτη τοῦ καιροῦ οἱ μέρες τῆς νιότης, τώρα ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς εἰκόνες θαυμαστές, ἀείφωτες καὶ φορτισμένες ἀπό συγκίνηση καὶ ρῖγος.
Κάποιες ἀπό αὐτὲς ἀναθυμᾶμαι καὶ συγκινοῦμαι, καθὼς τὸ φθινόπωρο, μὲ τὶς νοσταλγικές του ὧρες, πάντα μᾶς φέρνει σιμὰ σὲ πρόσωπα ἀγαπημένα, μακρυνὰ πρόσωπα ποὺ μᾶς λείπουν τόσο...
Πάντα θυμᾶμαι τὸν παπποῦ σιμὰ στὴν παραστιά, στὸ τζάκι τὸ παλιό, νὰ συνδαυλίζει τὴ φωτιὰ καὶ νὰ τὴν προσέχει. Σὰν νὰ τὸν βλέπω μὲ τὴ «μασά» στὸ χέρι νὰ ξεχωρίζει τὰ κάρβουνα ἀπὸ τὰ ξύλα. Πρόσεχε πολὺ τὴ φωτιά. Τὴν ἀγαποῦσε καὶ τὴν κοιταζε μὲ τὶς ὦρες... Τότε δὲν καταλάβαινα τίποτε, ὅμως πολὺ ἀργότερα ὅταν διάβασα τὴν ὑπέροχη νουβέλα τοῦ Σ. Μυριβήλη, «Τὰ Παγανά», τὸ θυμήθηκα. Γιατὶ ἐκεῖ ὁ Μυριβήλης κάνει λόγο γιὰ τὸν σοφὸ καθηγητή, τὸν Παρασκευά, ποὺ ἄκουγε τὶς φωνὲς τοῦ δάσους οἱ ὁποῖες ὑψώνονταν ἀπὸ τὰ καμμένα ξύλα στὸ τζάκι. Ἴσως αὐτὲς τὶς φωνές, φωνὲς μοναχικὲς κι ἁγνὲς ν᾿ ἄκουγε κι ὁ παπποῦς. Ποιός ξέρει...
Ὅμως ὀ παπποῦς ὁ Νικολάκης, ὁ παλιὸς τοῦ χωριοῦ μας φούρναρης, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔμαθε πῶς νὰ λέω τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ μάλιστα τὸ πῶς νὰ τὸ ἀπαγγέλω στὴν Ἐκκλησία τὶς Κυριακές ἤ τὶς γιορτές. Κι ἥμουν
τότε στὴν πρώτη ἤ Δευτέρα τάξη τοῦ Δημοτικοῦ.
Ἀπό τὴν ἄλλη ἡ
γιαγιὰ ἡ Σοφία μὲ δίδαξε τὸ πῶς νὰ ἀγαπῶ καὶ νὰ σέβομαι τὴ γῆς, τὰ δέντρα, τοὺς
καρπούς, τὰ φυτά. Μὲ ἔπαιρνε μαζί της στὰ χτήματα, κόβαμε χορτάρι γιὰ τὶς
γίδες, σπάρτα γιὰ νὰ λιάσουμε τὰ σῦκα καὶ τὰ δαμάσκηνα, ἀλλὰ καὶ νὰ μαζέψουμε τὰ ἀμύγδαλα, τὰ
σταφύλια καὶ τὶς ἐλιές. Ήταν παλιὰ ἀγρότισσα καὶ εἶχε ἐργαστεῖ πολὺ στὰ νειάτα
της. Μέχρι καὶ «στρέμμα» ἔβγαζε, γιὰ νὰ φυτευτοῦν τὰ νέα τὰ κλήματα.
Τὴ θυμᾶμαι
δίπλα στὴν παραστιὰ νὰ πλέκει τὸ «τσουράπι», τὶς κάλτσες δηλαδή, τὶς μάλλινες ἤ
τὶς βαμβακερές. Εἶχε τὸ νῆμα ἀπό τὸν ὦμο της, φοροῦσε κάτι ἁπλᾶ στρογγυλὰ γυαλιὰκια
ἔπλεκε... Μὲχρι νὰ περάσει ἡ ὥρα νὰ πᾶμε γιὰ ὕπνο.
Κάποτε ὅμως ὅλα
τέλειωσαν. Ὁ παπποῦς σταμάτησε νὰ συνδαυλίζει τὴ φωτιά, ἡ ὁποία ἐντωμεταξὺ ἔσβυσε,
ἡ γιαγιὰ ἀπόκαμε καὶ δὲν ξαναπῆγε στὰ χτήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ πλέξιμό της κάποια στιγμὴ
σταμάτησε κι ἀπόμεινε ἀτέλειωτο... Γιατὶ
ἀποκοιμήθηκαν κι οἱ δυό τους τὸν Ὕπνο τὸν Αἰώνιο, ἀλλὰ καὶ φυσίζωο, περιμένοντας,
ὅπως ὅλοι μας, νὰ σαλπίσει ὁ Ἄγγελος τὴν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τὴν τῆς Ἐγέρσεως Ἠμέρα.
Μέχρι τότε ὅμως
θὰ στέκουν ἀπέναντι μου -κρυσταλλωμένες Μορφὲς- στὶς παλιές φωτογραφίες καὶ θὰ
θυμίζουν στιγμὲς περιούσιες κι ἀνεπανάληπες ποὺ ἔζησα σιμά τους. Στιγμὲς ποὺ
πάντα συγκινοῦν καὶ συνάμα ἡρεμοῦν τὴν ψυχή.
(Ἀπόσπασμα ἀνέκδοτου
κειμένου)
π. Κων. Ν. Καλλιανός