Μια από τις μεγαλύτερες
απολαύσεις που μας προσφέρει απλόχερα η Ελλάδα κατά την διάρκεια των
καλοκαιριών είναι οι επανεκδόσεις παλιών κινηματογραφικών ταινιών στα
τραγουδισμένα από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, θερινά σινεμά, σε αυτούς τους υπέροχους
μαγικούς χώρους που μοσχοβολούν «αγιόκλημα και γιασεμιά».
Μέσα σ’ ένα τέτοιο θερινό σινεμά,
πρόσφατα είχα την χαρά να παρακολουθήσω το αριστούργημα του Σίντνει Λιούμετ «Οι δώδεκα
ένορκοι». Πρόκειται για την πρώτη ταινία του σκηνοθέτη, η οποία προβλήθηκε το
1957 και απέσπασε την Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και τρεις
υποψηφιότητες για Όσκαρ (καλύτερης ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερου
σεναρίου). Πρωταγωνιστούν οι: Χένρι Φόντα, Λι. Τζ. Κομπ, Τζακ Γούωρντεν. Το
σενάριο είναι του Ρέτζιναλντ Ρόουζ και
βασίζεται πάνω σε θεατρικό έργο. Άλλωστε όλη η ταινία διαδραματίζεται σε ένα
κλειστό δωμάτιο, στον χώρο που συγκεντρώνονται οι ένορκοι για να βγάλουν την
ετυμηγορία τους.
Η ταινία ξεκινά με περατωμένη την
ακροαματική διαδικασία, ο Πρόεδρος του δικαστηρίου καλεί τους δώδεκα ενόρκους
να αποσυρθούν προκειμένου να αποφασίσουν για την ενοχή ή όχι του
κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος είναι ένας δεκαοχτάχρονος λατινοαμερικάνος που
δικάζεται για την δολοφονία του βίαιου πατέρα του. Μέσα από τα λεγόμενα των ενόρκων καταλαβαίνουμε ότι
υπάρχουν δύο μάρτυρες κατηγορίας: ο ηλικιωμένος συγκάτοικος του κάτω ορόφου ο οποίος άκουσε έναν γδούπο
και φωνές και η γειτόνισσα της απέναντι πολυκατοικίας που είδε την σκηνή του
εγκλήματος ανάμεσα από ένα διερχόμενο τρένο. Αρχικά η απόφαση των ενόρκων
φαίνεται αρκετά εύκολη: ο νεαρός κατηγορούμενος είναι μετανάστης, φτωχός, με
άσχημο παρελθόν, προέρχεται από τις κατώτατες κοινωνικές κατηγορίες της πόλης. Φυσικά
και έκανε το έγκλημα και για αυτόν τον λόγο του αξίζει η θανάτωση στην
ηλεκτρική καρέκλα. Οι δώδεκα ένορκοι ψηφίζουν και οι έντεκα κρίνουν τον νεαρό
κατηγορούμενο ένοχο. Υπάρχει όμως ένας, ο 8ος ένορκος, ο οποίος ψηφίζει «αθώος»,
όχι επειδή έχει κάποιο ελαφρυντικό στοιχείο να αντιπαραθέσει αλλά μόνο και μόνο
επειδή πιστεύει ότι η ζωή ενός ανθρώπου είναι ιερή και ότι η απόφαση της
θανάτωσής του δεν μπορεί να ληφθεί μέσα σε πέντε λεπτά αβασάνιστα. Ο 8ος ένορκος (σημειωτέον ότι καθ’ όλη την διάρκεια της
ταινίας δεν μας αποκαλύπτονται τα ονόματα των ενόρκων, σιγά σιγά μαθαίνουμε
μέσα από τις συζητήσεις τους τα επαγγέλματά τους και άλλα στοιχεία της
προσωπικότητάς τους, αλλά όχι τα ονόματά τους- τα οποία δεν παίζουν άλλωστε
κανένα ρόλο) πιστεύει ότι η δίκη διεξήχθη βιαστικά και ότι κανείς δεν μπήκε
στον κόπο να εξετάσει ενδελεχώς τα στοιχεία, όλα έγιναν απλοποιημένα και
γρήγορα με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να μην εκμεταλλευτεί το δικαίωμα της
υπεράσπισης και το δικαίωμα «αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίον». Καλεί λοιπόν τους υπόλοιπους ενόρκους να πράξουν ως
μια μικρή κοινωνία, να αφιερώσουν λίγα λεπτά από τον πολύτιμο χρόνο τους και να εξετάσουν ξανά από την αρχή όλα τα
στοιχεία της δίκης. Σιγά σιγά τα ενοχοποιητικά στοιχεία καταρρίπτονται: ο
ηλικιωμένος συγκάτοικος άκουσε μεν φωνές και θορύβους αλλά αυτό δεν αποδεικνύει
ότι ο γιος σκότωσε τον πατέρα, η γειτόνισσα δεν είχε καλή θέα λόγω του
διερχόμενου συρμού, το μαχαίρι με το οποίο τελέστη η δολοφονία βρίσκεται εύκολα
σε όλα τα κοντινά καταστήματα και μπορούσε να το προμηθευτεί ο οποιοσδήποτε. Μέσα
από τον διάλογο και τα λογικά επιχειρήματα οι ένορκοι αμφιβάλλουν και οι ψήφοι
σχετικά με την ενοχή του νεαρού αλλάζουν. Μετά από μερικές ώρες συζήτησης,
έντονων διαλόγων και ανταλλαγής
επιχειρημάτων οι δώδεκα ένορκοι θα αποφανθούν επί της αθωότητας του νεαρού.
Ποτέ δεν θα μάθουμε αν όντως ο
νεαρός κατηγορούμενος ήταν όντως αθώος ή ένοχος. Ποτέ δεν θα μάθουμε ποιος σκότωσε τον βίαιο πατέρα. Και δεν έχει και
τόση σημασία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας στην αγγλική γλώσσα
είναι «12 angry men»,
δηλαδή «δώδεκα θυμωμένοι άνθρωποι». Οι
ένορκοι μπαίνοντας στην αίθουσα συνεδριάσεων είναι έτοιμοι να ενοχοποιήσουν τον
κατηγορούμενο. Για μια φορά στην ζωή τους τους δίνεται η δυνατότητα να κρίνουν,
να πάρουν μια σημαντική απόφαση, να νιώσουν δυνατοί και κυρίαρχοι. Και επιλέγουν τον εύκολο
δρόμο της προκατάληψης, της έλλειψης διαλόγου, των βιαστικών και άκοπων
αποφάσεων.
Υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή
της ταινίας όπου ένας από τους ενόρκους, ίσως ο πιο προκατειλημμένος και
ξενοφοβικός από όλους, κατηγορεί με πείσμα όλους τους νεαρούς μετανάστες αδιαφορώντας
για τα στοιχεία της δίκης, αδιαφορώντας για την αλήθεια, αδιαφορώντας για τα
επιχειρήματα και τον διάλογο. Οι υπόλοιποι ένορκοι σηκώνονται από τις θέσεις
τους και χωρίς να πούνε τίποτα απλά απομακρύνονται από το τραπέζι, γυρίζουν το
βλέμμα τους αλλού, τον αγνοούν. Είναι ίσως η ύστατη προσπάθεια να αποκόψουν από
την μικρή κοινωνία τους το ρατσιστικό στοιχείο.
Η ζωή είναι δύσκολη και πολλές
φορές μας φαίνεται άδικη. Αυτό όμως δεν
μας δίνει το δικαίωμα να χάνουμε την
ανθρωπιά μας, δεν μας δίνει το δικαίωμα να κατακρίνουμε τους άλλους, δεν μας
δίνει το δικαίωμα να ψάχνουμε αποδιοπομπαίους τράγους, δεν μας δίνει το
δικαίωμα να γινόμαστε μικρόψυχοι. Η δύναμή μας δοκιμάζεται όταν η ζωή γίνεται
δύσκολη και αντανακλά στην μεγαλοψυχία μας.
Εύη
Ρούτουλα
No comments:
Post a Comment