Monday, 16 September 2013

Ἀναγνώσεις 2

Μαρίας Κοτοπούλη, Γιὰ τοῦ Ἀλέξανδρου τὴ χάρη, Μυθιστόρημα, Καστανιώτης, Ἀθήνα 2002 σσ. 332

Τὸ θαυμάσιο αὐτὸ μυθιστόρημα μπορεῖ νὰ τὸ ἐκτιμήσει κανεὶς μονάχα ἀπό τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ συγγραφέας του ἐπισκέφθηκε καὶ μελέτησε ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ πηγῶν, ὥστε τὰ ὅσα λέει νὰ μὴν εἶναι μονάχα μυθιστόρημα, ἀλλὰ νὰ βασίζονται σὲ πραγματικὰ γεγονότα. Κι ἔτσι εἶναι. Γιατὶ ἡ κ. Κοτοπούλη θέλησε νὰ παρουσιάσει τὸν Ἀλέξανδρό της (σελ.126), μὲ ὅλο του τὸ μεγαλεῖο μέν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ὅποιες του ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ἔτσι ὥστε νὰ μᾶς χαρίσει μιὰ προσωπογραφία του πέρα γιὰ πέρα ἀνθρώπινη.   «Σὲ μιὰ ἄκρη τοῦ δρόμου βρῆκε ὁ δικός μας βασιλιᾶς (δηλ. ὁ Ἀλέξανδρος) τὸ νεκρὸ πιὰ  Δαρεῖο μὲ μόνο συμπαραστάτη τὸ σκύλο του. Στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸν ἐχθρό του σιωπηλός, τὸν κοίταξε καὶ ἔκλαψε γιὰ τὸ ἄδοξο τέλος του» (σελ. 170-171). Αὐτὸ κι ἄν λέει πολλά.

Ὅμως ἄς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπό τὴν ἀρχή. Ἡ Ἀλκυόνη, μιὰ νεαρὴ κοπέλα, μεταμορφώνεται σὲ ἀγόρι καὶ κατακτᾶ τὴ φιλία τοῦ Μακεδόνα Βασιλιά. Εἶναι παροῦσα στὴ δολοφονία τοῦ πατέρα του Φιλίππου, στὴν ἀνάδειξη τοῦ Ἀλεξάνδρου ὡς διαδόχου τοῦ θρόνου τῶν Μακεδόνων καὶ σὲ κάθε φάση τῆς μετέπειτα σύντομης ἀλλὰ καὶ ἔνδοξης διαδρομῆς τοῦ νέου Βασιλιά. 


Ὁ ρόλος τῆς Ἀλκυόνης -ποὺ συστήνεται ὡς Ἀλέξανδρος (σελ. 13)- εἶναι στὸ νὰ συνοδεύει τὸν Μακεδόνα Βασιλιὰ καὶ νὰ «κρατᾶ ἠμερολόγιο» (σελ. 44). Κι ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα τὰ πράγματα ἐξελίσσονται ὅπως τὰ γνωρίζουμε ἀπο τὴν ἱστορία, ὅμως μὲ μιὰ ἄλλη ὀπτικὴ. Γιατὶ ἡ Ἀλκυόνη / Ἀλέξανδρος ἐκτὸς ἀπό τὴ φιλία εἶχε καὶ τὸν κρυφὸ ἔρωτα μέσα της γιὰ τὸ γοητευτικὸ Βασιλιά, ἔρωτα γνήσιο, καθάριο καὶ ὑπέροχο. Σὰν τὸν ἔρωτα ἑνὸς ἄλλου Ἀλέξανδρου, ἀσφαλῶς νεώτερου,  ποὺ τὸν θυμᾶται καὶ τὸν μνημονεύει. Γιατὶ ἄν κάτι τὸ σημαντικὸ κρύβει τὸ βιβλίο τῆς κ. Κοτοπούλη εἶναι ἡ διαχρονικότητά του: δηλ. τὸ νὰ ἐμφανίζει πρόσωπα καὶ γεγονότα πολὺ νεώτερα τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὅπως τὸν Ἀλ. Παπαδιαμάντη π.χ., ποὺ ἀνάφερα, τοῦ Χριστοῦ (σελ. 139), τοῦ Γκάντι (σελ. 279), τοῦ Σαίξπηρ (σελ. 304) κ.ἄ. Αὐτὸ κατὰ τὴ γνώμη μου σοφὰ γίνεται ἀπό μέρους τῆς συγγραφέως, γιατὶ δὲν θέλει νὰ διαψεύσει τὴ  «θαλασσινὴ Γοργόνα ποὺ ψιθυρίζει ὅτι ζεῖ» ὁ Μ. Ἀλέξανδρος (σελ. 11). Τὴ θαλασσινὴ Γοργόνα κι ὄχι μόνο... Καὶ γιὰ νὰ συνεχίσω μὲ τὸν ἔρωτα τῆς Ἀλκυόνης, παραθέτω αὐτὸ τὸ τρυφερὸ κομμάτι ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς σ. ποὺ ἀναφέρεται στὸν Παπαδιαμαντη.  «Καὶ ὅλη τὴν ὥρα ποὺ μιλοῦσε (ὁ Μ. Ἀλέξανδρος)  τὸ μυαλό μου ἔτρεχε στὸν ἄλλο Ἀλέξανδρο καὶ ἔβλεπα ἀπό τὸ πλάι ὅτι <ἡ βαρκούλα ἐπάτει ἐπί τῆς ξηρᾶς καὶ ἐταλαντεύετο ἐπί τῆς θαλάσσης, μὲ τὴν πρώραν χωμένην εἰς τὴν ἄμμον, μὲ τὴν πρύμνα σαλευομένην ἀπό τὸ κῦμα, βαρκούλα ἐλαφρά, κομψή, ὀξύπρωρος, χωροῦσα τέσσαρας ἤ πέντε ἀνθρώπους>. Καὶ τὸν Ἀλέξανδρο νὰ μὲ κρατᾶ στὴν τρυφερὴ ἀγκαλιά του καὶ ν᾿ ἁρμενίζουμε κι οἱ δυό μας στ᾿ ἀνοιχτὰ μέσα στὴ μικρὴ βαρκούλα...» (σελ. 83).

Ὑπάρχουν πολλλὲς τέτοιες περιγραφές, ἀμείωτου κάλλους καὶ θαυμασμοῦ, ποὺ χρειάζεται μὲ ὑπομονὴ ν᾿ ἀναζητήσει ὁ ἀναγνώστης καὶ νὰ χαρεῖ μιὰ γραφὴ ὑπέροχη, συγκινητικὴ καὶ μὲ ἱστορικὴ συνέπεια εἰπομένη. Μὲ κορυφαία τὴν περιγραφὴ τῶν τελευταίων στιγμῶν τοῦ θρυλικοῦ Μακεδόνα. Ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἀνάλωνε τὸν ἑαυτό του σὲ συμπόσια καὶ κραιπάλες (σελ. 314-15), ποὺ λησμόνησε τὸν πειθαρχημένο στρατιώτη, τότε ποὺ κατέκρινε τὸν πατέρα του γιὰ τὶς ἄσωτες συμποσιακές του συνήθεις (σελ. 314). Ἀποτέλεσμα αὐτῶν ἦταν ἡ ἐξασθένιση τοῦ ὀργανισμοῦ του, ποὺ τὴν ἐπιβάρυνε τὸ ἐλῶδες κλίμα τῆς Βαβυλώνας (σελ.316).

Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἀρχίζει μιὰ καθοδικὴ πορεία, ἡ ὁποία περατώνεται μὲ τὸ θάνατου τοῦ Μακεδόνα Βασιλιά, στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ 323. Καὶ γιὰ νὰ δώσει ἔμφαση στὸ κοσμοϊστορικὸ αὐτὸ γεγονὸς ἡ σ. παραθέτει ἀπὸ τὴν περίφημη φυλλάδα τοῦ Μεγαλέξανδρου μιὰ παράγραφο, ποὺ σημασιοδοτεῖ καὶ ἐξαίρει τὴ Μορφὴ τοῦ τραγικοῦ Ἡρωα καὶ Βασιλιά. «Ἐκείνην τὴν ὥραν εἶδαν ἕνα Ἀστέρα ὁποῦ ἐκατέβαινεν ἀπό τὸν Οὐρανόν, πηγαίνωντας εἰς  τῆς  θαλάσσης τὰ μέρη, καὶ ἕνα ἀετὸν ὁποῦ τὸν ἀκολουθοῦσεν. Ὁπόταν ὁ ἀστέρας ἔφθασεν εἰς τὴν θάλασσαν, εὐθὺς  ἐξεψύχησεν ὁ ἀνδρειωμένος και δικαιοκρίτης Ἀλέξανδρος» (Ἡ φυλλάδα τοῦ Μεγαλέξανδρου, ἐπ. Γ. Βελουδῆς, Ἑρμῆς, Αθήνα 1977, σελ. 115). Γιὰ νὰ συνεχίσει καὶ νὰ κλείσει ἡ συγγραφέας μὲ τὸ μότο «Γονάτισε πάνω στὴν πυρωμένη ἄμμο. <Ποτέ, ποτὲ κανένας ἄνδρας δὲν θὰ πάρει τὴ θέση σου μέσα στὴ μνήμη μου καὶ μέσα στὴ καρδιά μου» σιγοτραγούδησε (πάνω στὸν τάφο τοῦ Ἀλέξανδρου ἡ Ἀλκυόνη). Τότε εἶδε ἔνα μικρὸ νάρδο τῆς ἐρήμου, ποὺ πότιζαν τὰ δάκρυά της, νὰ μεγαλώνει. Τὸν ἔκοψε καὶ τὸν ἀπόθεσε πάνω στὸν τάφο του, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ μὴ μαραθεῖ ποτέ. , ἔψαλε σιγανά. Τὰ μάτια της στέγνωσαν... Εἶχε μάθει πιὰ νὰ ἀκούει τὴ σιωπή, μιὰ παράξενη σιωπή» (σελ.325). Τὴ σιωπή, δηλαδή, τὸ ὅριο τῆς λέξης. Τὸ σύνορο μὲ τὸν οὐρανό.

π. Κων. Ν. Καλλιανός (30Αὔγ. & 15 Σεπτ.  2013)

1 comment:

Α. Παπαγιάννης said...

Στη 2η παράγραφο υποθέτω ότι θέλει να πει "μεταμφιέζεται" και όχι "μεταμορφώνεται" σε αγόρι... Έχει κάποια διαφορά.