…του Πούσκιν και του Τσαϊκόφσκι
Ο Αλεξάντερ Πούσκιν είναι ο
μεγαλύτερος Ρώσος λογοτέχνης και ποιητής και θεωρείται ο πατέρας της ρωσικής
λογοτεχνίας και όχι άδικα. Ο Πούσκιν γεννήθηκε στην Μόσα το 1799 από Ρώσους
ευγενείς και στο σπίτι τους -όπως όλη η ρωσική αριστοκρατία της εποχής- μιλούσαν γαλλικά. Ο μικρός
Αλεξάντερ έμαθε την μητρική του γλώσσα από την αγαπημένη του παραμάνα, η οποία
τον μεγάλωσε και του καλλιέργησε την αγάπη για την ρώσικη ποίηση και παράδοση.
Σε ηλικία δώδεκα ετών μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη και φοίτησε στο Λύκειο
του Τσάρκογε Σελό, που υπήρξε φυτώριο ποιητών και φιλελεύθερων πνευμάτων. Στις
αρχές του 19ου αιώνα στην Ρωσία οι ευγενείς και οι μορφωμένοι
μιλούσαν και έγραφαν στα γαλλικά και ο απλός λαός χρησιμοποιούσε αρκετές
διαφορετικές διαλέκτους: σλαβονικά, γαλλοποιημένα ρώσικα, αρχαϊκά. Ο Πούσκιν
από πολύ νεαρή ηλικία σατίρισε την λανθασμένη χρήση της ρωσικής γλώσσας στο
ποίημα του «Ο ίσκιος του Φονβίζιν». Το μεγάλο επίτευγμα του Πούσκιν ως
λογοτέχνη είναι η ενοποίηση του διάσπαρτου, ρώσικου, γλωσσικού δυναμικού, δεν
έγραψε απλά λογοτεχνία, εφηύρε και διαμόρφωσε από την αρχή την γλώσσα, έγινε
γλωσσοπλάστης.
Αμέσως μετά το Λύκειο ο Πούσκιν
διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών και στον ελεύθερο χρόνο του σύχναζε σε
λογοτεχνικούς κύκλους. Το 1818 γράφει το πρώτο, μεγάλο ποιητικό του έργο, το
«Ρουσλάν και Λιουντμίλα». Ακολουθούν «Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου» και «Η πηγή του Μπαχτσέ Σαράϊ», και στα δύο
ποιήματα περιγράφεται ο απελπισμένος, ανεκπλήρωτος έρωτας.
Τον Δεκέμβριο του 1825 έγιναν
εξεγέρσεις και στην Μόσχα αλλά και στην Αγία Πετρούπολη κατά του Τσάρου με
αιτήματα την παροχή συντάγματος και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Ο Πούσκιν,
όπως και πολλοί άλλοι φίλοι και ομοϊδεάτες του, έγινε στόχος των αρχών και γλύτωσε την εξορία στην Σιβηρία μόνο λόγω
της καλής του φήμης ως ποιητής. Παρόλα αυτά έμεινε υπό κράτηση στην εξοχική,
πατρική του κατοικία, έως και τον Σεπτέμβριο του 1826. Γυρίζοντας στην Μόσχα
έγραψε τα: «Μότσαρτ και Σαλιέρι», «Ο πέτρινος επισκέπτης», «Μπορίς Γκοντουνόφ»,
πολλά πεζογραφήματα, ποιήματα και άρθρα. Παντρεύτηκε την Ναταλία Γκοντσάροβα
και εγκαταστάθηκε μαζί της στην Αγία Πετρούπολη. Σκοτώθηκε νεότατος το 1837 σε
μονομαχία, υπερασπιζόμενος την τιμή της γυναίκας του από έναν επίδοξο εραστή
της. Η αγάπη και η εκτίμηση που τρέφει για αυτόν ο ρώσικος λαός αποτυπώνεται
στα λόγια της μεταφράστριας Ναντιέζνα Τρέφη: «Ενώ οι Άγγλοι είναι περήφανοι για
τον Σαίξπηρ τους, οι Γερμανοί για τον Γκαίτε, οι Γάλλοι για τον Ρακίνα κ.τ.λ. ,
οι Ρώσοι αγαπούν τον Πούσκιν τους. Κάθε παιδί που μεγαλώνει στον κόσμο μαθαίνει
ν’ αγαπά την μουσική, την φύση, τη θάλασσα, τον ουρανό. Στην Ρωσία έχουν μια
εντολή παραπάνω: ν’ αγαπούν τον Πούσκιν.»
Ο Πούσκιν άρχισε να γράφει το
αριστούργημα της καριέρας του, το ποίημα «Ευγένιος Ονέγκιν» το 1823 και το τελείωσε οκτώ χρόνια αργότερα,
το 1831. Στην Ρωσία του 19ου αιώνα ένας αριστοκράτης από την Αγία Πετρούπολη,
ο Ευγένιος Ονέγκιν, κληρονομεί τα κτήματα του θείου του στην επαρχία και
εγκαθίσταται σε αυτά. Εκεί θα γνωριστεί με τον ρομαντικό ποιητή Λένσκι και την
οικογένεια Λάριν: την μητέρα με τις δύο κόρες της, την Όλγα και την Τατιάνα. Ο
Λένσκι είναι ερωτευμένος με την Όλγα, μια πεζή, πρακτική και συνετή κοπέλα. Η
Τατιάνα εν αντιθέσει με την αδελφή της είναι ονειροπόλα, ρομαντική, μελαγχολική.
Βρίσκεται σε μια συνεχή αναζήτηση της άπιαστης ομορφιάς και προσπαθεί να την
βρει μέσα από τις σελίδες των μυθιστορημάτων. Στο πρόσωπο του Ονέγκιν, η
Τατιάνα θα βρει το ιδανικό που ονειρευόταν τόσα χρόνια και δεν θα διστάσει να
του εκφράσει ανοιχτά και ξεκάθαρα τον έρωτά της. Ο Ονέγκιν παρά την φανερή
συμπάθεια και θαυμασμό που εκφράζει απέναντί της, θα την αρνηθεί ευγενικά
εξηγώντας της ότι δεν είναι φτιαγμένος για οικογενειακή ζωή και δεσμεύσεις.
Στην διάρκεια ενός χορού ο Ονέγκιν από
πείσμα φλερτάρει με την Όλγα και ο Λένσκι πληγωμένος τον καλεί σε μονομαχία
κατά την οποία σκοτώνεται. Ο Ονέγκιν νιώθοντας αφόρητες τύψεις για τον θάνατο
του φίλου του και την γενική συμπεριφορά του εγκαταλείπει την Ρωσία και επί
χρόνια ταξιδεύει στο εξωτερικό προσπαθώντας να γιατρέψει τις πληγές του. Έπειτα
από χρόνια επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη όπου βρίσκει ξανά την Τατιάνα
παντρεμένη πλέον με έναν ευγενή, μακρινό συγγενή του. Εντυπωσιάζεται από την
μεταμόρφωση της Τατιάνας που από μια νεαρή, χωριατοπούλα έχει γίνει μια ευγενής
που κινείται με χάρη και άνεση στους αριστοκρατικούς κύκλους. Της εκφράζει τον
έρωτά του και την καλεί να θυμηθεί τα αισθήματά της για αυτόν, να εγκαταλείψει
τον άντρα της και να ζήσουν μαζί. Είναι όμως η σειρά της Τατιάνας να τον
αρνηθεί. Ο Ονέγκιν συνειδητοποιώντας την εκούσια καταδίκη του και την απώλεια
του έρωτα στην ζωή του σπαράζει. Το έργο τελειώνει εδώ αφήνοντας στην φαντασία του
αναγνώστη το τι θα γίνει στο μέλλον, αν και ο ποιητής δεν αφήνει πολλά
περιθώρια ευτυχίας για τους πρωταγωνιστές του.
Ο Τσαϊκόφσκι γνώρισε το έργο του
Πούσκιν το 1877, εκείνη την εποχή ο μουσουργούς δούλευε την 4η συμφωνία
του και αναζητούσε υλικό για να γράψει μια καινούρια όπερα. Όταν διάβασε τον
Ευγένιο Ονέγκιν ενθουσιάστηκε, επιθυμούσε να γράψει ένα έργο με αληθινούς,
ανθρώπινους χαρακτήρες. Χαρακτηριστικά έγραψε σε επιστολή στον αδελφό του,
Μόδεστο: «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι με το θέμα, πόσο ευτυχής που
ξέφυγα από Φαραώ, Αφρικανές πριγκίπισσες, δηλητηριασμούς και τα παρόμοια. Τι πλούτος ποίησης υπάρχει στον Ονέγκιν! Είναι σαφές ότι η όπερα
θα έχει λίγη δράση, πολύ λίγη σκηνική παρουσία, όμως οι ελλείψεις αυτές θα
εξισορροπούνται από τον μεγάλο ποιητικό πλούτο, την αληθοφάνεια και την
απλότητα των συμβαινόντων καθώς και από την μεγαλοφυία των στίχων του Πούσκιν.»
Ο Τσαϊκόφσκι σύντομα παθιάστηκε στην
κυριολεξία με το ποίημα, αγάπησε τον αγνό έρωτα της Τατιάνας και αντιπάθησε τον
ψυχρό, άκαρδο και ξιπασμένο Ονέγκιν. Εν αντιθέσει με τον Ονέγκιν του Πούσκιν,
που είναι ικανός για κάθε είδους συναισθήματα και αντιδράσεις, ο Ονέγκιν του
Τσαικόφσκι είναι μονοδιάστατος και ψυχρός. Στο επίκεντρο της όπερας του
Τσαικόφσκι είναι η Τατιάνα, αγνή, απροστάτευτη και πληγωμένη, στην ποίηση του
Πούσκιν στο πιο ωραίο, ερωτικό γράμμα που έχει ποτέ γραφτεί: «Τώρα το ξέρω,
εξαρτάται από την θέλησή σας, να με τιμωρήσετε με την περιφρόνησή σας», ο
Τσαικόφσκι θα προσθέσει στην απελπισιά της Τατιάνας τα δικά του λόγια: «Παντού,
παντού μπροστά μου, ο πειρασμός μου ο μοιραίος.» Ο Πούσκιν αγαπά και λυπάται
και τους δύο ήρωές του, στο τέλος του έργου δεν είμαστε πλέον σίγουροι ποιος
από τους δύο είναι ο θύτης και ποιος το θύμα, ποιος τελικά αγάπησε πιο πολύ και
πιο αληθινά τον άλλον, ποιος από τους δύο φέρεται πιο σκληρά με την άρνησή του.
Στο ποίημα του Πούσκιν ο Ονέγκιν είναι βυρωνικός και αυτοκαταστροφικός,
κλωτσάει την ευτυχία του, προσπαθεί να αποφύγει την μονομαχία με τον φίλο του
μέχρι την τελευταία στιγμή, η Τατιάνα βασανίζεται και παλεύει με τον εαυτό της
για να μην δοθεί στον Ονέγκιν και να διατηρήσει τον εγωϊσμό της. Στην όπερα του Τσαϊκόφσκι ο Ονέγκιν είναι
υπερφίαλος και ψυχρός, δεν διστάζει να σκοτώσει τον ίδιο του τον φίλο για ένα
καπρίτσιο και η Τατιάνα αγνή και καλή, αποκρούει τον έρωτα για να διασώσει την
τιμή της. Το ηθικό δίδαγμα του Τσαϊκόφσκι είναι αναπόφευκτο και ίσως λίγο
σκληρό: όποιος περιφρονεί τιμωρείται.
Εύη
Ρούτουλα
No comments:
Post a Comment