Μιὰ ἐπίσκεψη
σὲ χώρους ἀγαπημένους
Χρόνια εἶχα νὰ ἐπισκεφτῶ τὸ καλύβι τοῦ μπάρμπα τοῦ
Βαγγέλη στὶς Καλύβες. Ἕνα μοναχικὸ σπιτάκι πάνω ἀπό τὴ θάλασσα, χτισμένο ἀνάμεσα
στὶς ἀμυγδαλιὲς καὶ στὶς συκιές καὶ στὴ μεγάλη τὴ βερυκοκιά, ποὺ σήμερα δὲν ὑπάρχει.
Τὸ καλύβι αὐτὸ ἔχει δεθεῖ μὲ τὸν πολύτιμο καιρὸ τῆς
παιδικῆς μου ἡλικίας, τότε δηλαδὴ ποὺ μὲ τὴ συγχωρεμένη τὴ γιαγιά μου Σοφία
πηγαίναμε νὰ μαζέψουμε τὰ ἀμύγδαλα στὸ γειτονικὸ τὸ χτήμα μας, στὴν Ἁρμυνόπετρα.
Κι ἦταν ἐκεῖνες οἱ μέρες τοῦ Αὐγούστου ἀπό τὶς πλέον εὐλογημένες ποὺ ἔζησα, παρ᾿
ὅλη τὴν κούραση -νὰ τινάξεις τὰ ἀμύγδαλα, νὰ τὰ μαζέψεις ἀπό κάτω, νὰ τὰ
ξεφλουδίσεις καὶ μετὰ νὰ τὰ λιάσεις. Ὡστόσο ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ξεχρέωνε ἡ μεσημβρινὴ ἀνάπαυλα
κάτω ἀπό τὴ μεγαλη βερυκοκιὰ, ποὺ ὅπως εἶπα σήμερα δὲν ὑπάρχει, δίπλα στὸ
καλύβι τοῦ μπάρμπα Βαγγέλη τοῦ Βλάχου (Εὐαγγελινοῦ). Γιατὶ ἐκεῖ μαζεύονταν ὅλη ἡ
οἰκογένεια νὰ ξεφλουδίσουν κι αὐτοὶ τὸ δικό τους τὸ μαξούλι καὶ μαζί τους
πηγαίναμε συντροφιὰ κι ἐμεῖς. Ἐγὼ κι ἡ γιαγιά. Συναζόμασταν λοιπόν, κάτω ἀπό τὸν
βαθὺ τὸν ἴσκιο τῆς μεγάλης βερυκοκιᾶς, ἡ θειὰ τὸ Ἀναστασῶ, ἡ μητέρα δηλαδὴ τοῦ
μπάρμπα-Βαγγέλη, ἡ θειὰ ἡ Οὺρανία ἡ μητέρα τῆς θειᾶς Μαρίας τῆς Βλάχενας,
συζύγου τοῦ μπάρμπα Βαγγέλη, πολλὲς φορὲς ἡ θειὰ ἡ Κοκκίτσα ἡ Πάτραινα κ.ἄ. Οἱ
πιὸ πολλοὶ συγχωρεμενοι σήμερα. Μαζί μας καὶ τὰ Βλαχάκια, τὰ παιδιὰ δηλ. τῆς οἰκογένειας,
ὁ Γιῶργος κι ὁ Τάσος.
Στὴ μνήμη διατηρεῖται πάντα ἡ νοικοκυροσύνη ποὺ
διέκρινε τὸ καλύβι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἦταν μιὰ μικρὴ ὁργανωμένη κοινωνία. Μὲ τὸ
σπίτι ποὺ μέναμε τὰ βράδυα, τὸ φοῦρνο-μαγειρεῖο, τὸν ὑπαίθριο νεροχύτη, τὴν
καλύβα γιὰ τὰ ζωντανά κ.λ.π. Πιὸ κάτω, σιμὰ στὸ κῦμα, ἦταν τὸ πηγάδι μὲ τὸ
δροσερὸ νερὸ ποὺ εὐωδίαζε νοτισμένο χῶμα καὶ δίπλα του ὁ κῆπος μὲ τὰ ὀπωρικά.
Σιμὰ δὲ στὴν ἄμμο ἦταν τὸ παλιὸ τὸ τσαρδάκι μὲ τὸ φελούκι τοῦ μπάρμπα-Βαγγέλη
γιὰ τὸ ψάρεμα.
Τὰ χρόνια πέρασαν καὶ ἔφυγε ὁ μπάρμπα-Βαγγέλης.
Ξεράθηκε ἡ βερυκοκιά, μία-μία ξηραίνονται κι οἱ ἀμυγδαλιές, ἔπεσε ἡ κρεβατιὰ μὲ
τὸ κλήμα ποὺ σκιάζε τὴν αὐλὴ τοῦ καλυβιοῦ ὅπου κάθονταν τὰ βράδυα κάτω ἀπό τ᾿ ἀστέρια
κι ἀγνάντευαν τὶς λάμπες, τὶς ψαρόβαρκες δηλ. ποὺ ψάρευαν ζαργάνες. Ὁ φοῦρνος
καὶ τὸ λιτὸ τὸ μαγερειὸ χάλασαν,τὸ πηγάδι ἐγκαταλείφτηκε, τὸ φελούκι πωλήθηκε
καὶ στὸ καλύβι κανεὶς δὲ ματακάθησε...
Ώστόσο στὴ μνήμη ἀπομένει πάντα φωτεινό, μὲ κείνη τὴν
εὐωδιὰ ἀπό ἁρμύρα, φρέσκο καφὲ καὶ φρεσκοπλυμένο σταφύλι νὰ ζωογονεῖ ἀκόμα τὴν
ψυχή.
π. Κων. Ν. Καλλιανος
No comments:
Post a Comment