«Τὰ Χριστούγεννα εἶναι Μνήμη...»
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος
Ἀπὸ τὸ θαμπὸ τὸ χτὲς, τὸ ἀχνοφωτισμένο σὰν Μοναστηριακὸ
Καθολικὸ στὸν χειμωνιάτικο Ὄρθρο, ἔρχονται κι αὐτὲς οἱ εἰκόνες, νὰ στολίσουν κι
ἐφέτος τὴ Γιορτή, νὰ ξορκίσουν τὴν κατήφεια, νὰ γεμίσουν τὴν ψυχὴ μὲ γαλήνη καὶ
φῶς. Εἰκόνες χλωμές, ὅπως οἱ παλιὲς φωτογραφίες, κρυσταλλωμένες εἰκόνες, ποὺ τὶς
κοιτάζεις καὶ δακρύζεις. Γιατὶ σὲ μιὰ γωνιά τους εἶσαι κι ἐσύ, σὲ μικρή, παιδικὴ
ἡλικία κι ἀγναντεύεις, ἀποταμιεύεις σκηνὲς καὶ πρόσωπα, βιώνεις στιγμὲς ποὺ
κυριολεκτικὰ σὲ σφράγισαν. Καὶ δὲν εἶναι λίγες οἱ εἰκόνες αὐτές... Κι ευτυχῶς, δηλαδή, γιατὶ σὲ γεμίζουν αὐτὲς τὶς ἄχρωμες
μέρες ποὺ περνᾶμε μὲ τὰ πολλὰ καὶ ποικίλα φῶτα, μὲ τοὺς στολισμοὺς καὶ τὴ
γιορτινὴ ἀτμόσφαιρα, πού, δυστυχῶς, εἶναι δίχως Γιορτή.
Ἔτσι κι ἐφέτος ξανάζησες στὸν θαθὺ τὸν Ὄρθρο τῶν
Χριστουγέννων ἐκείνη τὴ λιτανεία τῶν συγχωριανῶν σου ποὺ μὲ τὰ λιτὰ ἀναμμένα
φανάρια τους ἀνέβαιναν τὸ παλιὸ τὸ καλτερίμι νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησιὰ γιὰ νὰ
κάμουν Χριστούγεννα. Ἄκουγες μονάχα τὶς νυσταγμένες φωνές τους μέσα στὴν ἥσυχη
χειμωνιάτικη νύχτα κι ἔβλεπες τὸ χαμηλωμένο τὸ φῶς τοῦ φαναριοῦ τους νὰ
θρυμματίζει τὸ σκοτάδι καὶ νὰ ὁδηγεῖ τὰ κουρασμένα τὰ βήματα τῶν βασανισμένων
χωρικῶν στὴν ὁλόφωτη τὴν ἐκκλησιά. Γιατὶ δὲν «κνεύονταν»[1] νὰ
σηκωθοῦν μέσα στὴν κρύα νύχτα καὶ νὰ περπατήσουν μέχρι τὴν ἐκκλησιά τους, ποὺ δὲν
ἦταν γιὰ κάποιους καὶ τόσο κοντά. Ἦταν ἀρκετὴ ἡ ἀπόσταση, ποτὲ ὅμως δὲν τὴν ὑπολόγισαν,
γιατὶ ἡ ἀπόσταση τῆς καρδιᾶς τους ἀπὸ τὸ Θεὸ ἦταν σχεδὸν μηδαμινή.
Τὰ σπίτια ἦταν μικρά, φτωχικὰ καὶ στολισμένα μὲ ἁπλότητα
καὶ νοικοκυρωσύνη. Δὲν ὑπῆρχε ἴχνος κοπασμοῦ καὶ νεοπλουτισμοῦ -αὐτὰ ἦλθαν πολὺ
ἀργότερα- γιατὶ δὲν ὑπῆρχε καὶ κανένας λόγος γιὰ κάτι τέτοιο. Ἔτσι καὶ τὶς
χρονιάρες αὐτὲς μέρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ποὺ ἀπουσίαζαν ἐκεῖνες οἱ νεωτεριστικὲς καὶ
ξένες στὴ ζωὴ καὶ τὴν παράδοση τοῦ τόπου συνήθειες (ὅπως ἦταν τὰ
λεγόμενα χριστουγεννιάτικα δέντρα, τὰ πολύχρωμα φωτάκια, οἱ ἀλαζονικοὶ
στολισμοί κ.ἄ.), αὐτὰ ποὺ ξεχώριζαν, ὡς ἄλλα στολίδια, σχεδὸν στὸ κάθε σπίτι -ἐκτὸς
ἐκείνων ποὺ πενθούσαν, ἦταν κάποια ἁπλᾶ, αὐτονόητα καὶ χρήσιμα πράγματα. Πρῶτα-πρῶτα
τὸ συγύρισμα καὶ τὸ ἄσπρισμα τῆς παραστιᾶς, ὥστε νὰ εἶναι παστρικιὰ τοῦ Χριστοῦ.
Μάλιστα, βάζανε καὶ νέα ξύλα[2],
πετώντας τὰ παλιά, γιατὶ τὰ χοντρὰ τὰ ξύλα καίγανε μέρες, ὥστε νὰ κρατοῦν
σταθερὴ τὴ θερμοκρασία στὸ σπίτι.
Ἀκόμα στόλιζαν καὶ τὴ «βγοῦ»[3] μὲ
νέα πετσετάκια καὶ καταγῆς στρώνανε καθαρὴ κουρελοῦ.
Αὐτὰ ἦταν τὰ στολίδια, λοιπόν, ποὺ ξεχώριζαν τὶς γιορτινὲς
ἐκεῖνες μέρες. Καὶ μαζὺ μ᾿ αὐτὰ ξεχώρζαν τὰ κρεμασμένα στὴν παρταριὰ μῆλα καὶ
κυδώνια, ποὺ ὄχι μονάχα στόλιζαν τὸ σπίτι μὲ τὸ χρυσαφένιο τους χρῶμα, ἀλλὰ κι
εὐωδίαζαν τὸ χῶρο μὲ τὸ ἄρωμα ποὺ ἄφηναν...
Κάθε χρόνο, λοιπόν, αὐτὲς οἱ εἰκόνες συνοδεύουν τὴ
Γιορτή, μαζὶ μὲ ἄλλες, ποὺ δὲν εἶναι διόλου εὔκολο νὰ λησμονηθοῦν, γιατὶ εἶναι
βαθειὰ βαλμένες στὰ θεμέλια τῆς ὕπαρξης, ἄρα καὶ τῆς ζωῆς.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Χριστούγεννα 2015
[1] Κνεύομαι, δηλ. βαρυέμαι.
[2] Ἐξάπαντος τὰ νέα καυσὀξυλα ἔπρεπε νὰ μποῦν στὴ φωτιὰ τ᾿ Ἁη-Βασιλιοῦ,
γιὰ τὸ καλὸ τῆς νέας χρονιᾶς.
[3] «Βγοῦ»> φουγοῦ, ἡ =τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ τζακιοῦ, ὅπου καὶ τὰ ἀπαραίτητα
ράφια, τὰ ὁποία στόλιζαν μὲ πετσετάκια καὶ βάζανε τὰ «φιλτζουτσάνακα», τὰ
φλυτζάνια τοῦ καφέ, ἀλλὰ καὶ τὰ ποτήρια.
No comments:
Post a Comment