…στα παιδιά και στους νέους
Για
την ενοχοποίηση της τηλεοπτικής εικόνας, η οποία συνδέεται και με την αύξηση
της παιδικής και εφηβικής εγκληματικότητας, έχουν διατυπώσει τις απόψεις τους
πολλοί ερευνητές. Οι περισσότερες βέβαια έρευνες ξεκίνησαν από την Αμερική
εξαιτίας της οικονομικής τους στήριξης από την αμερικανική κυβέρνηση[1].
Το
ζήτημα, ωστόσο, της συμβολής ή όχι της τηλεοπτικής εικόνας στην εκδήλωση ή
αύξηση της επιθετικής συμπεριφοράς των ατόμων παραμένει ένα θέμα αμφιλεγόμενο[2].
Οι γνώμες των επιστημόνων διίστανται. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η
παρακολούθηση βίαιων σκηνών είναι ωφέλιμη, διότι προσφέρει στο παιδί τη
δυνατότητα να ταυτιστεί με το επιθετικό πρότυπο και να οδηγηθεί στην «εκτόνωση»
του θυμού και των επιθετικών του ενστίκτων. Λειτουργεί δηλαδή η παρακολούθηση
των σκηνών βίας ως «κάθαρση», με την αριστοτελική έννοια του όρου[3].
Η ψυχαναλυτική θεωρία του S. Freud ερμηνεύει το φαινόμενο της
επιθετικότητας ως αποτέλεσμα της αιώνιας πάλης, ανάμεσα στις δύο ψυχικές
υποστάσεις, στον έρωτα (Libido) και στο θάνατο. Κάθε
οργανισμός, από την ίδια τη βιολογική του δομή, ρέπει προς τη ζωή (ένστικτο του
έρωτα) και προς την καταστροφή και εξαφάνιση (ένστικτο του θανάτου)[4].
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Jean Cazeneuve, καθηγητής
στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης στην εργασία του Ο άνθρωπος τηλεθεατής αποσυνδέει την επιθετική συμπεριφορά από την
τηλεοπτική βία. Πιστεύει ότι δεν υπάρχει σχέση αιτίας και αιτιατού ανάμεσα στη
χρήση της τηλεόρασης και την εγκληματική συμπεριφορά αφού καμιά έρευνα που
διενεργήθηκε σε παιδιά, έφηβους και ενήλικες δεν απέδειξε ότι οι τηλεθεατές
είναι περισσότερο επιρρεπείς από τους μη τηλεθεατές στην εκδήλωση βίαιης
συμπεριφοράς[5].
Ο παιδοψυχολόγος Bruno Betelheim
υποστηρίζει ότι η βία δίνει διέξοδο στην επιθετικότητα των παιδιών χωρίς να
υπάρξει ανάγκη να διαπληκτιστούν με τους φίλους τους ή να οδηγηθούν σε υλικές
καταστροφές[6].
Ή επίσης υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν ότι η βία είναι μια αντιδραστική
συμπεριφορά που μαθαίνεται (Learning Theory). Είναι το αποτέλεσμα της
κοινωνικής μάθησης μέσω της παρατήρησης και της μάθησης. Με τη διερεύνηση της
επίδρασης που ασκεί η παρουσίαση της βίας και της επιθετικότητας, κυρίως στα
παιδιά, ασχολήθηκε συστηματικά, με μια σειρά από πειραματικές έρευνες σε παιδιά
προσχολικής και σχολικής ηλικίας, ο κοινωνικός ψυχολόγος Albert Bandura[7]. Ο
θεωρητικός της κοινωνικής μάθησης μέσω της μίμησης των μοντέλων, Albert Bandura,
υποστηρίζει ότι η επανάληψη επιθετικών πράξεων προκαλεί εθισμό και αυξάνει την
επιθετικότητα του ανθρώπου, μέχρι του σημείου που αποτρόπαιες πράξεις, οι
οποίες αρχικά θεωρούνταν βδελυρές, να πραγματοποιούνται τελικά, κάτω από
ορισμένες συνθήκες, χωρίς μεγάλη περίσκεψη[8].
Ιδιαίτερα επικριτική είναι η θέση της Marie Winn. Ο τίτλος και μόνο του
βιβλίου της Τα ναρκωτικά στο σαλόνι μας.
Η τηλεόραση για την παιδική ψυχή είναι δηλητήριο. Ένα μόνο αντίδοτο υπάρχει: το
κλείσιμό της είναι αρκετός για να αντιληφθεί κανείς τις απόψεις της.
Σύμφωνα με την ίδια, τα παιδιά επηρεάζονται από τις σκηνές βίας και
επιθετικότητας που παρακολουθούν σε αυτή, αλλάζουν συμπεριφορά και μπορούν να
οδηγηθούν στο έγκλημα, στα βασανιστήρια και το βιασμό. Τους προκαλούν μια μορφή
συναισθηματικής απομάκρυνσης και αποξένωσης, που τους επιτρέπει να διαπράττουν
κάποιο έγκλημα χωρίς να έχουν προηγουμένως δει κάποιο παράδειγμα, αλλά και
χωρίς να αισθάνονται φυσιολογικά συναισθήματα, όπως ενοχές ή μεταμέλεια.
Θεωρούν απλώς ότι έχουν να κάνουν όχι με ανθρώπους αλλά με άψυχα αντικείμενα[9].
Ο
κατάλογος των ερευνητών και των αναλυτών των ΜΜΕ, οι οποίοι κατά καιρούς έχουν
ενοχοποιήσει την τηλεόραση για την αύξηση της παιδικής και εφηβικής
εγκληματικότητας, είναι ανεξάντλητος όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Δ.
Τσαρδάκης, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Πατρών[10].
Ο Karl Popper,
Βρετανός φιλόσοφος, για παράδειγμα, στην εργασία του Τηλεόραση: κίνδυνος για τη δημοκρατία επισημαίνει ότι «η τηλεόραση
παράγει βία και την εισάγει σε οικογένειες που διαφορετικά δε θα τη γνώριζαν»[11].
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο συνεργάτης του John Condry,
καθηγητής ανθρώπινης ανάπτυξης στο πανεπιστήμιο Κορνέλ, ο οποίος παραδέχεται
ότι «οι βίαιες εκπομπές δεν επηρεάζουν μόνο τη συμπεριφορά τους, αλλά και τις
πεποιθήσεις και τις αξίες τους»[12].
Από
την πλευρά της, η Hannah Arendt[13] στη
μελέτη της Περί βίας υποστηρίζει, ότι
οι άνθρωποι μπορούν να «χειραγωγηθούν», με το φυσικό καταναγκασμό, τα
βασανιστήρια ή τη λιμοκτονία, και οι γνώμες τους μπορούν να διαμορφωθούν
αυθαίρετα από την εσκεμμένη, οργανωμένη παραπληροφόρηση, αλλά όχι από την
τηλεόραση, τη διαφήμιση ή οποιοδήποτε άλλο ψυχολογικό μέσο υπάρχει σε μια
ελεύθερη κοινωνία[14].
Η
αντιφατικότητα επομένως των ερευνών καταδεικνύει την πολυπλοκότητα του
προβλήματος. Ωστόσο, καμιά θεωρία δεν κρίνεται επαρκής. Το φαινόμενο της βίας[15]
είναι ένα φαινόμενο καθολικό και υπάρχει στον κόσμο από τότε που υπάρχει
ανθρώπινη ιστορία[16].
Στις
περισσότερες ταινίες δράσης ή περιπέτειας των τελευταίων χρόνων τα
ξυλοκοπήματα, οι αψιμαχίες και οι δολοφονίες αποτελούν κοινό θέμα. Οι άνθρωποι
αιμορραγούν πολύ, υποφέρουν ακόμη περισσότερο, η σφαίρα φαίνεται να διαπερνά το
σώμα, το αίμα να αναβλύζει και να ρέει από τα σώματα των θυμάτων κι όχι να
ματώνουν τα ρούχα τους αργά, όπως συνέβαινε παλιότερα[17].
«Όταν το οπτικό διαιτολόγιο δίνει μόνο βία και έγκλημα η κοινωνία θα εισπράξει
το μερτικό της σε βία και έγκλημα», επισημαίνει η Λιλή Ζωγράφου, αν και πρέπει
να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν στατιστικές ή κοινωνιολογικές μελέτες
για το πόσο ανθρωπιστικό και παιδαγωγικά σωστό είναι το οπτικό διαιτολόγιο για
τα παιδιά[18].
Οι
σκηνές βίας, τόσο στις σειρές όσο και στα δελτία ειδήσεων, είναι δυνατό να
δημιουργήσουν στο παιδί τραυματικά βιώματα σε βάρος της ψυχικής του υγείας,
λόγω της σύγχυσης που μπορεί να προκληθεί στον εγκέφαλο[19].
Βίαιες απεικονίσεις παρουσιάζουν ακόμη και τα κινούμενα σχέδια στα πρωινά του
Σαββατοκύριακου[20].
Ιδιαίτερα η δραματοποιημένη βία επηρεάζει περισσότερο όταν η επιθετική, βίαιη
συμπεριφορά ασκείται από τον πρωταγωνιστή που παρουσιάζεται ως ήρωας[21].
Ο τραυματισμός, ο πόνος, η βία και ο φόνος στην οθόνη της τηλεόρασης ποτέ δεν
μπορούν να αποδοθούν με το πραγματικό – απάνθρωπο – πρόσωπό τους. Ο ανώριμος
θεατής πιστεύει ότι, αφού δεν κοστίζει τίποτα ο φόνος των εικονικών θυμάτων, το
ίδιο ισχύει και για το φόνο των συνανθρώπων του. Κατ’ επέκταση δεν μπορεί να
συναισθανθεί τον πόνο και τη λύπη για την απώλεια ενός ανθρώπου, λόγω απουσίας
αυτών των αισθημάτων από την εικονική πραγματικότητα[22].
Για το λόγο αυτό, όπως ορθά τονίζει και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φαφούτης, στην υπ’ αριθμ. 28/1983 γνωμοδότηση προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης
(Ποιν. Χρον. ΛΓ/193) δεν πρέπει και δεν είναι σύννομη η τηλεοπτική παρουσίαση
δραστών σοβαρών εγκλημάτων που γίνονται με μεγάλη αγριότητα αφού εξάπτουν τη
φαντασία κυρίως των νέων, ώστε να αποτελούν οι δράστες αυτών των εγκλημάτων
πρότυπα προς μίμηση[23].
Συνέπεια
όλων των παραπάνω είναι ο κλονισμός της εσωτερικής ισορροπίας του παιδιού, η
πρόκληση εφιαλτικών ονείρων, οι νυχτερινές φοβίες. Επίσης, ο Γκάουπ στη μελέτη
του Η τηλεόραση από ιατρικής και
ψυχολογικής απόψεως αναφέρει, ότι η μεγάλη ένταση της προσοχής του παιδιού
και της συνεχούς και ταχείας εναλλαγής των παραστάσεων, ύστερα από πολλή ώρα,
έχει ως επακόλουθο τη διανοητική κόπωση[24].
Μια άλλη επίπτωση της παρακολούθησης βίαιων προγραμμάτων[25],
ακόμη και με τη μορφή κινούμενων σχεδίων, είναι η εκδήλωση από μέρους των
παιδιών επιθετικής συμπεριφοράς[26]
τόσο απέναντι στους γονείς και στους δασκάλους τους, όσο και μεταξύ τους
(δυνατές σπρωξιές ή ξυλοκοπήματα κατά τις μεταξύ τους φιλονικίες). Έτσι, τα
παιδιά γίνονται πιο ανεκτικά στην επιθετικότητα άλλων παιδιών, λιγότερο
συναισθηματικά και συνάμα λιγότερο αρνητικά έναντι της βίας. Άκρως ενδεικτική
είναι η αναφορά ενός εντεκάχρονου στο περιοδικό Newsweek:
«Βλέπεις τόσο πολλή βία, που αυτή χάνει τη σημασία της. Αν έβλεπα κάποιον να
σκοτώνεται στην πραγματικότητα δε θα το θεωρούσα και τίποτα σπουδαίο. Υποθέτω
ότι σιγά-σιγά γίνομαι σκληρό καρύδι»[27].
Από τη δήλωση και μόνο αυτή συνάγεται σε ποιο σημείο απάθειας και αναλγησίας
μπορεί να φτάσει ένα παιδί, πόσο ασυγκίνητο μπορεί να μείνει σε ό, τι και αν
συμβεί μπροστά στα μάτια του και πώς σταδιακά μπορεί να μεταβληθεί με την
αδιαφορία του σ’ έναν αποτρόπαιο εγκληματία[28].
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι σκηνές αυτές προβάλλονται ακόμα και κατά τις ώρες που
παρακολουθούν τη μικρή οθόνη ανήλικα παιδιά. Σε απογευματινή μάλιστα εκπομπή
παρουσιάστηκε κανονική επέμβαση άμβλωσης με κοντινά πλάνα. Ψαλίδια, λαβίδες,
ειδικό έμβολο απόξεσης, το αίμα να ρέει και ένα ανυπεράσπιστο γυναικείο σώμα με
τα πιο απόκρυφα σημεία του εκτεθειμένα στο φακό ήταν σε κοινή θέα. Πολύ εύστοχα
η τηλεκριτικός Μαρία Παπαδοπούλου χαρακτήρισε το περιστατικό στον τύπο ως «βορά
μιας τρομολαγνικής τηλοψίας»[29].
Η προσωπική ζωή έχει πάψει πια να είναι ιδιωτική και έχει μετατραπεί σε «γυμνό
και τετραχηλισμένο»[30]
θέαμα.
Ενισχυτικά
προς αυτήν την κατεύθυνση δρουν οι σκηνές βίας κυρίως σε νέους με διαταραγμένες
διαπροσωπικές σχέσεις (με συμμαθητές, με γονείς) αλλά και σε άτομα που δεν αξιοποιούν
δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο τους, αφού σε πολλές οικογένειες, κυρίως χαμηλής
κοινωνικοοικονομικής διαστρωμάτωσης, η τηλεοπτική οθόνη είναι γι’ αυτές το
κυριότερο μέσο ψυχαγωγίας[31].
Επομένως, μέσα από τις αντίστοιχες εικόνες ο έφηβος βρίσκει ένα μέσο διαφυγής,
μια άλλη ζωή, τη ζωή των ηρώων, που μπορούν να καταφέρουν τα πάντα[32].
Τη φευγαλέα κινούμενη εικόνα το παιδί δεν μπορεί να την ιδιοποιηθεί και να την
ανακαλεί στη μνήμη του, όταν τη χρειάζεται. Κι αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι
μετά την παρακολούθηση μιας τηλεοπτικής εκπομπής δυσκολεύεται να σχολιάσει όσα
είδε, ιδιαίτερα προγράμματα ακατάλληλα με σκηνές βίας, εκδίκησης, εγκλημάτων ή
προγράμματα που του αφήνουν ερωτηματικά, του προκαλούν φόβο, οργή, λύπη,
αισθήματα που δεν τα εξωτερικεύει ή δεν τα εκφράζει. Παρά την πληθώρα των
οπτικοακουστικών ερεθισμάτων, ο J. Thiele[33]
υποστηρίζει ότι αυτή η «αλαλία» δεν εμφανίζεται μόνο στα παιδιά αλλά και στους
ενήλικους.
Βασιλικής Β. Παππά
Msc, MA Θεολόγος -
Σύμβουλος Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού στο ΚΕΣΥΠ Ηγουμενίτσας
[1]Βλ.
Ε. Λαμπροπούλου, Η κατασκευή της
κοινωνικής πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Η περίπτωση της
Βίας και της Εγκληματικότητας, Αθήνα (εκδ. Ελληνικά Γράμματα) 1997, σ. 60.
[2]Βλ. W. Jr. Rowland, The Politics of ΤV Violence: Policy Uses of
Communication Research, Beverly Hills: Sage, 1983, σ. 291-300. Πρβλ. Σ. Παπαθανασόπουλου, «Τηλεόραση και βία», στον
τόμο Η «κατασκευή» της πραγματικότητας
και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Διεθνές Συνέδριο, Αθήνα – Απρίλιος 1996,
εκδ. Αλεξάνδρεια 1998, σ. 503.
[3]Βλ.
Α. Καψάλη, Παιδαγωγική Ψυχολογία.
Παιδαγωγική και Εκπαίδευση, 1989, σ. 300. Κ. Βρύζα, Μέσα Επικοινωνίας και Παιδική Ηλικία, Θεσσαλονίκη (εκδ. Βάνια)
1997, σ. 75. Βλ. επίσης Ν.Ε. Κουράκη, «Τηλεόραση και βία: Εκλεκτικές συγγένειες»,
στον τόμο Δικαιοσύνη και Μέσα Μαζικής
Ενημέρωσης, 1ο Νομικό Συνέδριο (2 και 3 Δεκεμβρίου 1994), Αθήνα
(εκδ. Σάκκουλα) 1995, σ. 160. Κ. Βρύζα, «Η επιθετικότητα, η τηλεοπτική βία και
το παιδί», περ. Σύγχρονη Εκπαίδευση
(1992), τεύχ. 63, σ. 52. Τ. Δουλκέρη, Η
εικόνα του παιδιού στην ελληνική τηλεόραση και στον ελληνικό τύπο. Εμπειρική
έρευνα, 1997, σ. 93.
[4]Βλ.
Δ. Τσαρδάκη, Μαζική Επικοινωνία και
πραγματικότητα, Αθήνα (εκδ. Παπαζήση) 1990, σ. 101-102.
[5]Βλ.
Ζ. Καζνέβ, Ο άνθρωπος τηλεθεατής,
Αθήναι (εκδ. Πύλη) 1979, σ. 108. Πρβλ. Δ. Τσαρδάκη, «Τηλεόραση και παιδική
εγκληματικότητα», στο περ. Τα
εκπαιδευτικά, τεύχ. 67-68, (2003) 87.
[6]Βλ.
Κ. Κοντομίχαλου, «Είναι τα παιδιά μας εθισμένα στην τηλεόραση;», περ. Παιδί και Νέοι γονείς (1995) τεύχ. 134,
σ. 40.
[7]O Albert Bandura είναι
Καναδός Ψυχολόγος και παιδαγωγός. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του
Στάνφορντ, ενώ το 1973 εκλέχθηκε πρόεδρος της Αμερικανικής Ψυχολογικής
Εταιρείας.
[8]Βλ. A. Bandura, Aggression. Eine soziallerntheoretische Analyse, Klett-Cotta Verlag,
Stuttgard 1979, σσ. 89,
90, 239, 298. Β. Βουϊδάσκη, Η
τηλεοπτική βία και επιθετικότητα και οι επιδράσεις τους στα παιδιά και στους
νέους, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1992, σ. 57. Βλ. επίσης Δ. Τσαρδάκη, Μαζική επικοινωνία και πραγματικότητα,
Αθήνα (εκδ. Παπαζήση) 1990, σσ. 98 και 101. Δ. Τσαρδάκη, «Τηλεόραση και παιδική
εγκληματικότητα», περ. Τα εκπαιδευτικά (2003), τεύχ. 67-68, σ. 86. S. Bandura – P.O. Singer, Transmission
“Television of aggression through imitation of aggressive models” περ. Journal of Abnormal and Social Psychology, 1961, σ. 63. Ε. Μaccoby, “Why do children watch Television”, στο Public Opinion Quarterly, αρ. 18, 3, 1954, σσ. 575-582.
[9]Βλ. M. Winn, Die Droge im Wohnzimmer. Für die Kindliche Psyche ist Fernsehen
Gift. Es gibt nur ein Gegenmmitel: Αbschalten!. Hamburg, 1984, σ. 112. Πρβλ. Δ. Τσαρδάκη, Μαζική επικοινωνία και πραγματικότητα, ό.π., σ. 98. H.
Bausch, Pädagogisierung des Rundfunks – utopisch oder
realistisch?, στο F. Martin (εκδ.): Κinder und Jugendliche im Spannungsfeld der Massenmedien, Stuttgard 1977, σ. 52.
[10]Βλ.
Δ. Τσαρδάκη, «Τηλεόραση και παιδική εγκληματικότητα», ό.π., σ. 85.
[11]Βλ.
K. Popper, Ένας νόμος για την τηλεόραση,
στο Κ. Popper, J. Condry, Τηλεόραση: Κίνδυνος για τη δημοκρατία, μετάφρ. Ά. Φιλιππάτου,
Αθήναι (εκδ. Λιβάνη) 1995, σ. 33.
[12]Βλ.
J. Condry, «Κλέφτρα του χρόνου, άπιστη
υπηρέτρια», στο Κ. Popper,
J. Condry, Τηλεόραση: Κίνδυνος για τη δημοκρατία, μετάφρ. Ά. Φιλιππάτου,
Αθήναι (εκδ. Λιβάνη) 1995, σ. 54.
[13]Η
Hannah
Arendt
(1906-1975) σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία και αρχαία Ελληνικά. Το 1963 εκλέγεται
καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και αργότερα στο New School for Social Research της
Νέας Υόρκης, κάνει επίσης διαλέξεις στο πλαίσιο των «Gifford Lectures» στο Πανεπιστήμιο
του Aberden.
[14]Βλ.
H. Arendt, Περί βίας, 2000, σσ. 90 και 91. Πρβλ. Δ. Τσαρδάκη, «Τηλεόραση και
παιδική εγκληματικότητα», ό.π., σσ. 88-89.
[15]Για
την τηλεοπτική βία βλ. και Β. Βουϊδάσκη, Η
τηλεοπτική βία και επιθετικότητα και οι επιδράσεις τους στα παιδιά και στους
νέους, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1992, σελ. 75 κ.εξ.
[16]Βλ.
Δ. Τσαρδάκη, Μαζική επικοινωνία και
πραγματικότητα, εκδ, Παπαζήση, Αθήνα 1990, σ. 101.
[17]Βλ.
Σ. Παπαθανασόπουλου, «Τηλεόραση και βία», στον τόμο Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Διεθνές Συνέδριο, Αθήνα – Απρίλιος 1996, εκδ. Αλεξάνδρεια 1998, σ. 503.
[18]Βλ.
Γ.Δ. Μπαρτζή, «Στράτευση και βία στα κόμικς», στην Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, (1987), τόμ. 2, σ. 186.
[19]Βλ. Gerbner, “Cultural indicators: Τhe case of violence in Television
Drama”, στο Annals of the American Association of Political and
Social Science, τόμ. 338, 1970. Βλ. επίσης Τ. Δουλκέρη, Η εικόνα του παιδιού στην ελληνική τηλεόραση
και στον ελληνικό τύπο. Εμπειρική έρευνα, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1997, σ. 90.
[20]Βλ.
Σ. Παπαθανασόπουλου, «Τηλεόραση και βία», ό.π., σ. 504.
[21]Βλ.
Τ. Δουλκέρη, Η εικόνα του παιδιού στην
ελληνική τηλεόραση και στον ελληνικό τύπο, ό.π., σ. 91.
[22]Βλ.
Ι.Κ. Αγγελόπουλου, «Εικονική πραγματικότης και βία», περ. Ακτίνες (2000), τεύχ. 613, σ. 268.
[23]Βλ.
Ι. Φραντζεσκάκη, «Παράγοντες εγκληματικότητας ανηλίκων και μέτρα πρόληψης και
καταπολέμησής της», περ. Θεοδρόμος (1984),
τεύχ. 2, σσ. 353-354.
[24]Βλ.
Σ.Α. Καρακώστα, Θέαμα και Παιδί,
Σέρρες 1995, σς. 39 και 40.
[25]Βλ.
Χ. Χαλαζία, Τηλεόραση: έγκλημα ή
επανάσταση;, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σ. 61.
[26]Ο
Gerbner, καθηγητής
επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, στη μελέτη του «Cultural Indicators: Τhe Case of Violence in Television Drama» (1970), όπου τεκμηριώνει την
ύπαρξη της βίας στην τηλεοπτική εικόνα, διαπίστωσε ότι το 80% των έργων
περιείχαν βία, το 50% των κύριων χαρακτήρων ήταν δράστες βίαιων πράξεων και το
60% θύματα.
[27]Πρβλ.
P.M. Greenfield, Μέσα ενημέρωσης
και παιδί: οι επιπτώσεις των βιντεοπαιχνιδιών και των κομπιούτερ, μετάφρ.
Σ. Σταυροπούλου, Αθήνα (εκδ. Κουτσούμπος) 1988, σς. 62-63. Βλ. επίσης Ε.
Κολιάδη, Θεωρίες μάθησης και εκπαιδευτική
πράξη. Κοινωνιογνωστικές θεωρίες, τόμ. Β΄, Αθήνα 1995, σ. 205.
[28]Βλ.
Μ.Ν. Δήμου, Τηλεόραση και Ορθόδοξη
Χριστιανική Αγωγή των παιδιών της προσχολικής και σχολικής ηλικίας
(μεταπτυχιακή εργασία, Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ.), Αθήνα 1998, σ. 55.
[29]Βλ.
Σ. Τσακυράκη, «Θεσμός των ΜΜΕ στη σύγχρονη Ελλάδα», στον τόμο Δικαιοσύνη και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
1ο Νομικό Συνέδριο (2 και 3 Δεκεμβρίου 1994), Αθήνα (εκδ. Αφοί
Σάκκουλα) 1995, σς 139 και 140.
[30]Εβρ. 4, 13.
[31]Βλ.
Ν.Ε. Κουράκη, «Τηλεόραση και βία: Εκλεκτικές συγγένειες», στον τόμο Δικαιοσύνη και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
1ο Νομικό Συνέδριο (2 και 3 Δεκεμβρίου 1994), Αθήνα (εκδ. Αφοί
Σάκκουλα) 1995, σσ.161- 162.
[32]
Βλ. Λ. Μπεζέ, «Τηλεόραση και παραβατική συμπεριφορά των ανηλίκων», στον τόμο Κ.
Ναυρίδη, κ.ά. Τηλεόραση και επικοινωνία,
Θεσσαλονίκη (εκδ. Παρατηρητής)
1988, σ. 363.
[33] Βλ. J. Thiele, Bilderbuecher
entdecken Untersuchungen, Materialien und Empfehlungen zum Kritischen Gebrauch
einer Buchgattung, Isensee – Oldenburg 1985, σ. 14.
No comments:
Post a Comment