Αρχές
του Δεκεμβρίου. Ο Αη Νικόλας έρχεται με χιόνια φορτωμένος. Θάλασσες αφρισμένες
κι οι ναυτικοί όλοι με την ευχή του στα χείλη. Νικολοβάρβαρα ζυγώνουν.
Φυλλομετρώ το συναξάρι, το βαγγέλιο του πιστού… Στο γύρισμα
των σελίδων του ήχοι αγριεμένων κυμάτων, αντίφωνα αγέρηδων που μανιάζουν,
βροχής ο χτύπος ο άμετρος, τρυπά τη γη. Τα μάτια μου εκστατικά μπροστά
στο αγρίεμα του καιρού. Μυρίσματα από καυσόξυλα και τζάκια που φουντώνουν την
πύρα τους, μετά της μέρας τον κάματο τον ιερό. Λίγο καψαλισμένο ψωμί με το
πρώτο χρυσάφι απ’ τα λιόδεντρα σταγμένο πάνω του. Τις
αισθήσεις μου οδηγεί η μνήμη. Λιγοστά τα καταφύγιά μου. Στο γύρεμά τους
καταλαβαίνω πως μόνο η αληθινή ζωή γεννά τη νοσταλγία. Μα υπάρχει κι ο αδελφός
δόξα τω Θεώ! Εκείνος που δεν κράτησε τίποτα μόνο για τον εαυτό του. Που
μοιράστηκε τις ευλογίες πολλαπλασιάζοντάς τις. Που τις έκοψε αντίδωρο και
ψίχουλο το ψίχουλο χόρτασε μ’ αυτές μυριαρίθμητες
πεινασμένες για Θεό ψυχές.
Αρχές
του Δεκεμβρίου. Στο συναξάρι της δεύτερης μέρας του μια προσθήκη που σκόρπισε
ελπίδα στα πέρατα της γης. Ενεπλήσθημεν χαράς! Τη αυτή ημέρα Αγίου
Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου. Τώρα τις αισθήσεις μου τις οδηγεί ο ταπεινός
σκυφτός Γέροντας. Άλλος ένας ταπεινός Γίγαντας που θα πρόσθετε και ο Κυρ-Φώτης
στην γνωστή χορεία των ηρώων του… Ορμή κυμάτων
ξανά.
Των
Καυσοκαλυβίων ο αρσανάς δεν φαίνεται απ τα θεριασμένα βουνά τους , που τον
σκεπάζουν ολότελα. Απ’ το κοιμητήρι που οι λιγοστοί
μοναχοί με τα μουσκεμένα κουκούλια και τα ράσα αποθέτουν στη γη το Αγιασμένο
και πολυβασανισμένο σκήνωμα, δεν ξεχωρίζεις τίποτα! Σταγόνες χοντρές παγώνουν
πιότερο τα πρόσωπα και σμίγονται με την αλμύρα των ματιών που
ασταμάτητα κυλά. Μια ομίχλη σαν σύννεφο μπροστά σου περιμένει τον
ταξιδευτή της.
Το
χώμα που σκάφτηκε, μυρίπνοο κι αυτό ετοιμάζεται να μπλεχτεί με το μυρωμένο απ
του Παναγίου Τάφου τα αρώματα σώμα του Πορφυρίου. Ίνα ώσι έν! Ίνα ώσι έν!
Αντίλαλος στων Κυσοκαλυβίων τα βραχόσπαρτα μονοπάτια! Σκέπασε η γη τον Άγιο.
Ταξίδεψε το σύννεφο!
Γαλήνεψε
ο καιρός και φάνηκε το γαλάζιο του Θεού. Έμεινε παντοτινή η ευωδία και ο
Ουρανός υποδέχθηκε το αλητόπαιδο του Χριστού! Είκοσι
χρόνια κύλησαν από εκείνο τον χειμώνα . Αγρύπνια στη χάρη του. Ασπασμός στο λουλουδοστόλιστο
εικόνισμά του. Το φρέσκο ξύλο σιγά - σιγά ρουφά τα χρώματα των
χαρισμάτων του. Κι εμείς τις μνήμες όσων τον είδαν και τον άκουσαν. Όσων
ψηλάφισαν την Αγιότητά του. Ακούμε ξανά την φωνούλα του να ψέλνει τον Ικετήριο
κανόνα του Ιησού, φιλάμε τα χεράκια του, αυτά που ακόμα άφθορα σώζονται, εκεί
δίπλα στην αυτοσχέδια ξυλόσομπά του στα Καλίσια, στον Αη Γεράσιμο, στο
ευωδιαστό παράπηγμά του στο Μήλεσι εκεί που θέτει ακόμα νου και μπολιάζει με
ελπίδα. Φίλος σας ο Χριστός βρε, αδελφός και Πατέρας! Δεν βαστά την κόλαση
στο χέρι!
Ένα
απολυτίκιο ψέλνω, βγαλμένο γι αυτόν απ την ακάθαρτη ψυχή μου την μέρα που τ’ όνομά του γράφτηκε σιμά στον Θεηγόρο Προφήτη
Αββακούμ. Τί ανταποδώσωμεν τω
Κυρίω για αυτόν που τόσο Τον εμεγάλυνε;
Τον θαυμάσιον μύστην Χριστού υμνήσωμεν, Μηλεσίου το κλέος και
των Γερόντων φωνή, την βοήθειαν ημών και διόρασιν˙ Τον αναπαύσαντα σοφώς τας
ψυχάς των ασθενών, του πνεύματος συνεργεία. Πορφύριον Καυσοκαλυβίτην, επικαλέσωμεν άπαντες.
Νώντας Σκοπετέας
No comments:
Post a Comment