Ἀπόψε ἡ ἑσπερινὴ καμπάνα ἔχει ἕνα ἦχο διαφορετικό. Ἤχο χαρμολυπικό,
παραμυθητικὸ καὶ μέγιστα συγκινητικό. Γιατὶ εἶναι τὰ πάντερπνα εἰσόδια τοῦ τρυφεροῦ Δεκαπενταύγουστου ποὺ δαψιλῶς εὐλογεῖ ἡ Χάρη Της, ποὺ μυρώνει ἡ εὐλογία Της, ποὺ φωτίζει ἡ ἄδολη Ἀγάπη καὶ Μητρική Της ἔγνοια.
Δεκαπενταύγουστου ἡμέρες, λοιπόν ξημέρωσαν. Φορτωμένες κατάνυξη,
μνῆμες πολλές, ἀλλὰ καὶ μοναδικὴ στοργή. Στοργὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ πάντιμο Πρόσωπο τῆς Κυρίας τῶν Ἀγγέλων, στὴν Ὁποία καὶ κάθε βράδυ, αὐτὲς τὶς δεκαπέντε μέρες, ἀκουμπᾶμε τὰ ὅσα μύρια μᾶς συνέχουν.
Μὴ καταπιστεύσῃς με,
ἀνθρωπίνη προστασία,
Παναγία δέσποινα,
ἀλλὰ δέξαι δέησιν, τοῦ ἱκέτου σου·
θλίψις γὰρ ἔχει με,
φέρειν οὐ δύναμαι,
τῶν δαιμόνων τὰ τοξεύματα,
σκέπην οὐ κέκτημαι,
οὐδὲ ποῦ προσφύγω ὁ ἄθλιος,
πάντοθεν πολεμούμενος,
καὶ παραμυθίαν οὐκ ἔχω πλήν σου·
Δέσποινα τοῦ κόσμου,
ἐλπὶς καὶ προστασία τῶν πιστῶν,
μή μου παρίδῃς τὴν δέησιν,
τὸ συμφέρον ποίησον.
Ῥοήν μου τῶν δακρύων,
μὴ ἀποποιήσῃς.
Πῶς ἐξειπεῖν, σοῦ κατ' ἀξίαν δυνήσομαι,
τοὺς ἀμέτρους, οἰκτιρμοὺς ὦ Δέσποινα,
τοὺς τὴν ἐμὴν πάντοτε ψυχήν,
δεινῶς πυρουμένην, ὡς ὕδωρ περιδροσίσαντας;
Φῶς ἡ τεκοῦσα Θεοτόκε,
σκοτισθέντα με νυκτὶ ἁμαρτημάτων,
φωταγώγησον σύ, φωτὸς οὖσα δοχεῖον,
τὸ καθαρὸν καὶ ἄμωμον,
ἵνα πόθῳ σε δοξάζω.
Σκέπη γενοῦ καὶ προστασία,
καὶ ἀντίληψις καὶ καύχημα Παρθένε,
γυμνωθέντι μοι νῦν, ἁπάσης βοηθείας,
ἀβοήθητων δύναμις,
καὶ ἐλπὶς ἀπηλπισμένων.
Πῶς νὰ μὴν ἀναρριγήσεις,
λοιπόν, ἀκούγοντας ἤ σιγοψάλλοντας ὅλ’ αὐτά, ποὺ σὲ φέρνουν σιμὰ στὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἰδίως, μέσα
σ’αυτὲς τὶς μέρες τὶς περίεργες τόσο, γιατὶ ἀπὸ τὴ μιὰ τὸ νησὶ στέκει ὅρθιο ἀπὸ τὸν Τουρισμό, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, κάθε
χρόνο, ὅλο καὶ κάτι χάνουμε… Τζιβαϊρικὸ πολύτιμο, ὅπως θά ἔλεγε κι ὁ ποιητής…
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment