Μέσα σέ
σχεδόν λησμονημένους φακέλους, πού περιέχουν
παλιά γράμματα ἀγαπημένων προσώπων, σώζονται καί κάποιες ἑορταστικές, εὐχετήριες κάρτες, πού στάλθηκαν ἀπό τήν Ἀμερική
ἐδῶ καί πενήντα ἤ ἑξήντα χρόνια μέ τήν εὐκαιρία τῶν ἑορτῶν τοῦ Ἁγίου
Δωδεκαημέρου.
Ἴσως γιά
κάποιους αὐτά τά νοσταλγικά τεκμήρια νά μήν ἔχουν καμμία ἀπολύτως σημασία, ἀφοῦ
στίς μέρες μας κυκλοφοροῦν πλῆθος ἀπό αὐτές τίς κάρτες, πού εἶναι κάθε εἴδους
καί ἀνάλογης χρηματικῆς ἀξίας. Ὅμως αὐτές οἱ παλιές οἱ κάρτες ἔχουν ἄλλο εἰδικό
βάρος, γιατί κλείνουν μέσα τους ἀξίες ἐπενδυμένες μέ ὄνειρα καί ἐλπίδες πολλές.
Γιατί ὅλ᾿ αὐτά πού εἰκονίζουν, μιλοῦσαν στήν παιδική ψυχή μέ μιά γλώσσα
μυστική, γόνιμη καί ντυμένη τήν αἰσιοδοξία: Κάτι δηλαδή πού ἀναφτέρωνε τό εἶναι
καί γέμιζε τόν ὕπνο καί τίς μέρες αὐτές τίς γιορταστικές, μέ φαντασία, ἐρωτήματα,
ἀλλά καί περιέργεια. Μέ λίγα λόγια, στήν παιδική ψυχή οἱ εἰκόνες πού ἦταν
τυπωμένες στό χαρτί, ταξίδευαν τό νοῦ κάπου μακρύτερα ἀπό τό φτωχικό μας τό
χωριό, γιά τό ὁποῖο ἦταν ξένες καί,
φυσικά, ἀπρόσιτες. Ὅπως ἀπρόσιτες ἦταν καί σέ μᾶς τά χωριατόπαιδα τῆς δεκαετίας
τοῦ 1950. Γιατί τό χωριό μας τότε ἦταν δίχως ἠλεκτρικό, σχεδόν πρωτόγονο, ὡστόσο
μέ μιά γνήσια βιοτή πού ὅλες αὐτές οἱ εἰκόνες πού ἔρχονταν ἀπ᾿ ἔξω νά φαίνονται
παράξενες, ψεύτικες, εἰκόνες ἑνός ἄλλου κόσμου. Τίς κοιτούσαμε, λοιπόν, μέ ἔκσταση
καί φαντασία μεγάλη, γιατί ἔμεῖς στά σπίτια μήτε δέντρα χριστουγεννιάτικα
στολίζαμε, μήτε καί δῶρα εἴχαμε νά λάβουμε. Μόνο τά κάλαντα περιμέναμε, γιά νά
μαζέψουμε λίγες δραχμές, νά τίς πᾶμε μετά στό σπίτι... Καί νά κρατήσουμε κι ἐμεῖς
κανένα πενηνταράκι, νά πάρουμε βόλους καί νά παίξουμε.
Ὅμως οἱ κάρτες
ἐκεῖνες εἶχαν κι ἄλλο σκοπό, πολύ τρυφερό, ἀνθρώπινο καί συνάμα νοσταλγικό. Γιατί
μ᾿ αὐτές στόλιζαν τά ράφια στό τζάκι ἤ τίς βάζανε στό τραπέζι δίπλα στίς
φωτογραφίες τῶν ξενητεμένων, ὥστε νά νομίζουν ὅτι τέτοιες χρονιάρες μέρες εἶναι
σιμά τους καί κυκλώνουν τό γιορταστικό τραπέζι... Χώρια πού κάθε Ἁη-Βασιλείου
τούς ἀφιερώνεται κουλούρα ἑορταστική, λές καί θά τήν ἔπαιρναν στά χέρια τους.
Φυσικά ὑπάρχει καί κάτι ἀκόμη: Ὅτι μέ τίς κάρτες αὐτές γίνεται γνωστό στούς οἰκείους
τοῦ ξενιτεμένου ὅτι δέν τούς λησμόνησε... Τούς ἔχει ἔγνοια.
Τά χρόνια
πέρασαν. Τώρα πιά ὅλα ὅσα βλέπαμε τότε σέ κάρτες εἶναι πιά δίπλα μας, στᾶ
σπίτια, στᾶ καταστήματα, στούς δρόμους. Ἐκείνη δέ ἡ ἀθωότητα παρῆλθε καί μαζί μ᾿
ἐκείνη καταργήθηκαν κι οἱ κάρτες πού στόλιζαν τά τραπέζια ἤ τή «βγοῦ» στήν
παραστιά. Γιατί σήμερα ἐλάχιστοι κρατοῦν τή συνήθεια τῆς ἀποστολῆς ἑορταστικῶν
καρτῶν, ἀφοῦ εἴμαστε στήν ἐποχή τῶν λεγομένων e- mail ἤ τῶν ψυχρῶν μηνυμάτων
μέσω τῶν φορητῶν τηλεφώνων. Ἑπομένως χάθηκαν καί τά ἔσχατα ἴχνη εὐαισθησίας καί
συγκίνησης πού προκαλοῦσαν ἐκεῖνες οἱ ἑόρτιες κάρτες, πού πρέπει νά ὑπενθυμιστεῖ
ὅτι ποτέ δὲν ἔφταναν ἄδειες. Ὅλο καί κάποιο δολάριο θά τίς συνόδευε, γιά νά ἀνακουφίσει,
ἔστω καί στό ἐλάχιστο τήν οἰκογένεια, ἀλλά καί ἀποτελέσει τήν ἀφορμή γιά κάποιο
εὐχετήριο ἀπό μέρους τοῦ παραλήπτη, πού συνήθως ἦταν οἱ γονεῖς: «πέτρα, γιέ μ᾿
νά πιάνεις κι μάλαμα νά γένιτι».
Πῶς,
λοιπόν, νά μή συγκινήσουν αὐτές οἱ κάρτες καί, κυρίως, πῶς νά μή φυλαχτοῦν;
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment