(ἤ, τοῦ θέρους οἱ ἀλησμόνητες μέρες)
Ἀπὸ τὰ μικρά μας τὰ χρόνια, τὰ χρόνια τὰ παιδικά, φέγγει
μέσα στὴν ψυχὴ ἡ θάλασσα ποὺ πρωτογνώρισα, ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ μὲ ἀγκάλιασε, ὡς ἄλλη μάνα, καὶ κάθε καλοκαίρι μοῦ χάριζε στιγμὲς εὐλογίας καὶ ἀνείπωτης ὁμορφιᾶς. Ἦταν ἡ θάλασσα τοῦ νησιοῦ μου, τοῦ τόπου μου, τὸ πάντιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ στοὺς συντοπίτες μου,
στοὺς δικούς μου ἀνθρώπους. Γιατὶ μὲ τὴ θάλασσα ζοῦσαν, ἀφοῦ καθημερινὰ τὴν ἀγνάντευαν -σὲ ὅποιο καιρὸ ταξίδευε στὸ Χρόνο- μὲ αὐτὴν περίμεναν νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τὸ ἔξω κόσμο, σ’ ἐκείνη δούλευαν οἱ περισσότεροι νὰ ζήσουν (ψαράδες,
ναυτικοί, ναυπηγοὶ κ.ἄ.).
Ὅμως κάθε καλοκαίρι
αὐτὴ ἡ θάλασσα γίνεται
μιὰ τρυφερὴ ἀγκαλιά, ἕνα μητρικὸ χάδι ποὺ διαπερνᾶ ὅλο τὸ εἶναι καὶ τὸ νανουρίζει μέσα σὲ λίκνισμα ἁπαλό, θεραπευτικό,
ὐπέροχο. Γιατὶ ἀφαιρεῖ ἀπὸ πάνω σου κάθε ἶχνος βαρβαρότητας
καὶ σκοτοδίνης καὶ σὲ ἀναπλάθει στοργικά,
μητρικά, ἐξαίσια...
(Τώρα ποὺ τὰ χρόνια πέρασαν καὶ ἡ θάλασσα μακραίνει
ὅσο πάει, αὐτή της τὴν μητρικὴ στοργή δὲν τὴ λησμονᾶς, ὅπως δὲ λησμονᾶς κι ἐκείνη τὴς Μάνας σου...).
Ἀρχὲς Σεπτεμβρίου 2018
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment