Στὴν
πανίερη Μνήμη τοῦ
Πατέρα καὶ
τοῦ
Παπποῦ
Ὄχι, δὲν πρέπει ν᾿ ἀστοχήσεις νὰ περάσεις,
νυχτωμένε ὁδοιπόρε, ἀπόψε ἀπ᾿ τὸ σοκάκι ἐκεῖνο τοῦ παλιοῦ μας τοῦ χωριοῦ, μέρα ποὺ εἶναι... Γιατὶ ἐκεῖ ἦταν τὸ σπίτι μας, ποὺ σήμερα δὲν τὸ γνωρίζει κανεὶς, ἀφοῦ τοῦ ἄλλαξαν τὴν ὄψη καὶ μέσα κι ἔξω, τὸ κάμανε ἀλλιώτικο, ξένο σῶμα λὲς στὴ γειτονιὰ ἐκείνη, ποὺ κάποτε εἶχε ζωὴ καὶ χάρη.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ προτρέπω,
νοσταλγικὲ μου ὁδοιπόρε, νὰ περάσεις, σὲ ὥρα ἀπόβραδη ἀπ᾿ τὸ σοκάκι αὐτὸ, ἔτσι γιὰ νὰ φανεῖ μι᾿ ἀνθρωπίνη παρουσία ἐκεῖ ποὺ σὰν κι ἀπόψε, κάποτε, σ᾿ ἄλλα χρόνια,
σεργιανοῦσαν ἄνθρωποι, καθὼς ἡ γιορτὴ μάζευε τοὺς λιγοστοὺς ἐπισκέπτες σ᾿ ἐκεῖνο τὸ ἀνώι, ποὺ εὐωδίαζε καμμένο ξύλο καὶ καψαλισμένο ψωμὶ.
Σιγοβρέχει κι ὁ οὐρανὸς στάζει γκρίζο
δάκρυ... Μιὰ ἡσυχία ἁπλώνεται παντοῦ μηρυκάζοντας ὄνειρα καὶ γεγονότα ἀπ᾿ ἕνα χτὲς ξεχασμένο γιὰ τοὺς περισσότερους.
Τώρα πιὰ δὲν ἀκούγονται τὰ βαρειὰ βήματα τοῦ ἀργοπορημένου
τσοπάνη, μήτε τὸ ἀργὸ καὶ ξερὸ βάδισμα τοῦ κουρασμένου μουλαριοῦ, ποὺ χτυπάει ρυθμικὰ τὰ πεταλωμένα του
πόδια στὸ καλτερίμι. Μήτε τὰ βιαστικὰ βήματα τῶν παλιῶν Κληματιανῶν ἀκούγονται, νὰ κατεβαίνουν τὸ σοκάκι. Οἱ λάμπες σκούριασαν
καὶ δὲν τὶς ἀνάβουν πιὰ, ἀφοῦ δὲν τὶς χρειάζονται. Καὶ τὸ ἀνώι τοῦ φούρνου δὲν ὑπάρχει παρὰ μονάχα στὰ δικὰ μου τὰ ὄνειρα καὶ τὶς Μνῆμες ποὺ τὶς ἀνασύρω, κάθε
χρόνο, τέτοια μέρα καὶ τὶς φέρνω σιμὰ μου μαζὶ μὲ τ᾿ ἀγαπημένα μου
πρόσωπα, ὅσα, δηλαδή, ἀπόμειναν κι ὅσα τὰ συναντῶ στὴν ἀναπόληση καὶ στ᾿ ὄνειρο...
Γι᾿ αὐτὸ, νυχτωμένε ὁδοιπόρε, μὴ λησμονήσεις νὰ περάσεις ἀπόψε ἀπό κεῖ, γιατὶ μπορεῖ ν’ ἀκουστεῖ, προσευχὴ ἤ ὁμιλία θαρρῶ ἀπό κάποια
ξεχασμένη σκιὰ, ποὺ θρηνεῖ τὴν ἔξωσή της ἀπ’ τὸν τόπο καὶ τὸ σπίτι ποὺ ἔζησε...
π. Κ.Ν. Καλλιανός
Τοῦ Ἁγίου Νικολάου 2019
No comments:
Post a Comment