Wednesday, 2 December 2020

Ζάχαρη ζαχαρωτή

 
π τν Κοτρώνη δν ψωνίζαμε ποτέ· εχε ψωμι μοντέρνα: πολυτελείας, διατιμήσεως, φόρμας. φτιαχνε κα χωριάτικο, μως δν ταν τ καλλίτερό του. σε ποβαζε τ ξυράφι, κενο πο κοβε τ ζυμάρι, μονίμως πίσω π τ δεξὶ ατί του! Ποιό πρωιν θ τν βλέπαμε μονάχα μ τ ριστερό;
 

μες πάντως προτιμούσαμε ν παίρνουμε ψωμ τς Γιοβάναινας το Γέρου· ατ κρατοσε τ ξυράφι νάμεσα στ χείλια· παρακαλοσα ν μ τν πάθει πως Μουγγή, πού, μ τ πο ξημέρωνε, βγαινε στος δρόμους, χτυπώντας τ κουδούνια τν σπιτιν μ τ σειρά -ταν φόβος μας κι τρόμος! μα Γιοβάναινα εχε νερα τ δάγκανε μ τ μικρά της δόντια τ ξυράφι δυνατά, τφερνε δυό-τρες βόλτες μ τ γλώσσα της στν έρα, στερα πιανε μι μπάλα ζύμης, μ κίνηση ταχυδακτυλουργικ τν χάραζε σ τρία σημεα, τ μεσαο τ βαθύτερο. Κατάκαρδα! Λς κα χαραζόταν πάλι κα πάλι δια! – χ, ατς Μπίλ, μεσαος γιός της! – Κατόπιν σερνε ριστερ τ λαμαρινένια πόρτα το φούρνου, βαζε πάνω στ μακρ ξύλινο φτυάρι δυό-δυ τ στρογγυλ ψωμι τς μις κς, π να κενα τν τριν κάδων, τριχνε στν μεγάλο θολωτ φορνο. ξημέρωτα ρχιζε τ ζύμωμα στν μακρι ξύλινη σκάφη -πέντε φορς μοιαζε μεγαλύτερη π’ κείνη τ μεταλλικ πο κάναμε μπάνιο μπρς στ σόμπα τν χειμώνα- λομόναχη π βραδίς «πιανε» τ προζύμι, λομόναχη κουβάλαγε τ ξύλα, ναβε τ φωτιά, ζύμωνε, κοβε τ ζυμάρι, τπλαθε, φήνοντάς το ν ρεποζάρει σην ρα χρειαζότανε ν φουσκώσει· κι πιτέλους σπριζε λόκληρη· μάγκωνε ψυχή σου ν τ βλέπεις π’ τν κορφ ς τ νύχια στ κατάμαυρα· ετυχς, τ σύννεφα π’ τ λεύρι πο στ ργαστήρι της βασίλευαν πυκνά, τν περιτύλισσαν, μπαναν στ πνευμόνια, στ αμα της, χαρίζοντάς της γεύση ζως λευκή, ατ τ μονάκριβη γεύση, τν λησμόνητη, πο μ τ ψωμί της φειδώ-λευτα μς μοιραζόταν.
 
ταν τ καρβέλια ψημένα στέκονταν ρθια στ ράφια στοιβαγμένα στ γιγαντιαα κοφίνια, ο χαραματις μοιαζαν πι μ φτελις, μ χρυσ φύλλα λεμονις, μ βασιλικο πλατύφυλλου, στ λιγοστ καρβελάκια τς μισς κς μ σημοπράσινο τς λις, μ λες τς φλέβες τους, τ νερα ξεκάθαρα πεικονισμένα ο χρυσς λπίδες, ο λήμερες κι λονύκτιες προσευχές, τ τάματα κα τ χρυσ καντήλια στς μεγάλες κκλησις τς πόλης κα τ ξωκκλήσια τς φουρνάρισσας ν ξεκόψει π’ τς λητεες Μπίλ, πο τς παιρνε λα τ λεφτά κα μι φορ πο ποσχέθηκε πς θταν τάχα τελευταία, νοιξε τ «Μαϊάμι», «θ μαζευτ, θ νοικοκυρευτ, μάνα, τώρα, θ τ δες!» τς επε, λλά, καθς μλλον μ τ γεωγραφία δν τ πήγαινε καλά, τ «Μαϊάμι» γινε «Βέγκας» -Ναί! «Λς Βέγκας» μ τ λα του!
 
ταν δύνατον ν’ ντισταθες, ν μν ρπάξεις τ πρτο, τ πι κοντινό σου π’ τ ξεφουρνισμένα, τ’ ραδιασμένα στ τεζάκι, πρν κόμα καλά-καλά Γιοβάναινα βουτήξει τ βούρτσα στ λεκάνη μ τ κρύο νερό ν’ λείψει τ ψωμι πο βγαίνανε καυτ κι χνίζοντας γυαλίζανταν δύνατον ν μ χώσεις τ μύτη σου κε, κριβς κε, στν καρδι το μοσχομυριστο φύλλου, τν λάνοιχτη καρδι το καρβελιο, κι λο τ ρωμα το ψημένου ξανθο σταριο, ν μ φτάσει βάλσαμο στ δική σου!
 
Στν Κοτρώνη, ταν λλωστε κα πι κοντ στ σπίτι μας, πηγαίναμε ποιο φαγητ θελε ψήσιμο στ λαμαρίνα στν μεγάλο νταβ πο δν χώραγε στν λεκτρικό μας φορνο, ψάρια, καπόνια μπακαλιάρους, κρέατα, κυρίως ρνάκι, τυλιγμένα στ λαδόκολλα, σν σ συσκευασία δώρου, δεμένα μ λεπτό, βαμβακερ σπαγκάκι. Στν φορνο του, δεξιά, πίσω π τν πόρτα τς εσόδου, πρχαν ράφια μ μικρς λαμαρίνες κα μέσα τους κουλούρια, σημίτικα κυρίως, πο μοιαζαν ν’ ναδύονται π τ πλούσιο κα παχ στρμα σουσαμιο. Ποιός μως τος δινε σημασία, ν κι ταν τραγανά, ξεροψημένα, μοσχομυριστά, στος καρπος κα τν δυ χεριν, τ πι μικρά, θεσπέσια βραχιόλια;
 
θησαυρς βρισκόταν παραδίπλα κα λίγο παραπίσω -ν μ φτάνεται, ν μν γγίζεται π χέρια πο συνήθιζαν ν χαϊδολογνε, ν ζουλνε τ ψωμ, ναποφάσιστα στ ποι π’ λα τ καρβέλια θ’ γοράσουν-, παραταγμένος, λφαδιασμένος πάνω σ’ να μάτσο κόλλες π διαφανς λεπτ χαρτ, μς στ ποο συνήθιζε ν τ τυλίγει: τ κουλούρια μ τν λασπωτή, κι μως ξαίσια φράτη ψίχα, τ μαλακι, πο μόνο π τ χρμα θλεγες ξεχώριζε κορίτσα, τ σκεπασμένη μ ζάχαρη πολυτελείας ψιλή! Ζαχαρωμένη ζάχαρη ζαχαρωτή! πό πο ν ξεκινοσες τρώγοντας; Ποιάν π τς κρες νφηνες γι τελευταία μπουκιά; Πο -χι πάντοτε κα στς δύο, λλά, ν ταν κα στς δυό,  μία ταν καλλίτερη κα συνήθως δν τν εχες δε καλά-, καθς ζάχαρη ψηνόταν εχε λιώσει, εχε κατρακυλήσει φτιάχνοντας κρούστα σιροπιαστ ψητή!
 
κενα τ κουλούρια το Κοτρώνη! Πο ο καψαλισμένοι κόκκοι, ο κρυσταλλικοί, τς ψημένης ζάχαρης σκληρο γκύλωναν, τσίμπαγαν, γδέρναν τν ορανίσκο! Γλυκ τραύματα, ζαχαρωτά, βαθι πως τλλα χ!
 
Νατάσα Ζαχαροπούλου

No comments: