Ἀπὸ τὸν Κοτρώνη δὲν ψωνίζαμε ποτέ·
εἶχε ψωμιὰ μοντέρνα:
πολυτελείας, διατιμήσεως, φόρμας. Ἔφτιαχνε καὶ χωριάτικο, ὅμως δὲν ἦταν τὸ καλλίτερό του. Ἄσε ποὔβαζε τὸ ξυράφι, ἐκεῖνο ποὺ ἔκοβε τὸ ζυμάρι, μονίμως
πίσω ἀπὸ τὸ δεξὶ αὐτί του! Ποιό πρωινὸ θὰ τὸν βλέπαμε μονάχα μὲ τὸ ἀριστερό;
Ἐμεῖς πάντως
προτιμούσαμε νὰ παίρνουμε ψωμὶ τῆς Γιοβάναινας ἢ τοῦ Γέρου·
αὐτὴ κρατοῦσε τὸ ξυράφι ἀνάμεσα στὰ χείλια·
παρακαλοῦσα νὰ μὴ τὴν πάθει ὅπως ἡ Μουγγή, πού, μὲ τὸ ποὺ ξημέρωνε, ἔβγαινε στοὺς δρόμους, χτυπώντας
τὰ κουδούνια τῶν σπιτιῶν μὲ τὴ σειρά -ἦταν ὁ φόβος μας κι ὁ τρόμος! Ἅμα ἡ Γιοβάναινα εἶχε νεῦρα τὸ δάγκανε μὲ τὰ μικρά της δόντια
τὸ ξυράφι δυνατά, τὄφερνε δυό-τρεῖς βόλτες μὲ τὴ γλώσσα της στὸν ἀέρα, ὕστερα ἔπιανε μιὰ μπάλα ζύμης, μὲ κίνηση ταχυδακτυλουργικὴ τὴν χάραζε σὲ τρία σημεῖα, τὸ μεσαῖο τὸ βαθύτερο.
Κατάκαρδα! Λὲς καὶ χαραζόταν πάλι καὶ πάλι ἡ ἴδια! – Ἄχ, αὐτὸς ὁ Μπίλ, ὁ μεσαῖος γιός της! –
Κατόπιν ἔσερνε ἀριστερὰ τὴ λαμαρινένια πόρτα
τοῦ φούρνου, ἔβαζε πάνω στὸ μακρὺ ξύλινο φτυάρι
δυό-δυὸ τὰ στρογγυλὰ ψωμιὰ τῆς μιᾶς ὀκᾶς, ἀπὸ ἕνα ἐκεῖνα τῶν τριῶν ὀκάδων, τἄριχνε στὸν μεγάλο θολωτὸ φοῦρνο. Ἀξημέρωτα ἄρχιζε τὸ ζύμωμα στὴν μακριὰ ξύλινη σκάφη -πέντε
φορὲς ἔμοιαζε μεγαλύτερη ἀπ’ ἐκείνη τὴ μεταλλικὴ ποὺ κάναμε μπάνιο μπρὸς στὴ σόμπα τὸν χειμώνα- ὁλομόναχη ἀπὸ βραδίς «ἔπιανε» τὸ προζύμι, ὁλομόναχη κουβάλαγε
τὰ ξύλα, ἄναβε τὴ φωτιά, ζύμωνε, ἔκοβε τὸ ζυμάρι, τὄπλαθε, ἀφήνοντάς το νὰ ρεποζάρει ὅσην ὥρα χρειαζότανε νὰ φουσκώσει·
κι ἐπιτέλους ἄσπριζε ὁλόκληρη·
μάγκωνε ἡ ψυχή σου νὰ τὴ βλέπεις ἀπ’ τὴν κορφὴ ὣς τὰ νύχια στὰ κατάμαυρα·
εὐτυχῶς, τὰ σύννεφα ἀπ’ τὸ ἀλεύρι ποὺ στὸ ἐργαστήρι της
βασίλευαν πυκνά, τὴν περιτύλισσαν, μπαῖναν στὰ πνευμόνια, στὸ αἷμα της, χαρίζοντάς
της γεύση ζωῆς λευκή, αὐτὴ τὴ μονάκριβη γεύση,
τὴν ἀλησμόνητη, ποὺ μὲ τὸ ψωμί της ἀφειδώ-λευτα μᾶς μοιραζόταν.
Ὅταν τὰ καρβέλια ψημένα
στέκονταν ὄρθια στὰ ράφια ἢ στοιβαγμένα στὰ γιγαντιαῖα κοφίνια, οἱ χαραματιὲς ἔμοιαζαν πιὰ μὲ φτελιᾶς, μὲ χρυσᾶ φύλλα λεμονιᾶς, μὲ βασιλικοῦ πλατύφυλλου, στὰ λιγοστὰ καρβελάκια τῆς μισῆς ὀκᾶς μὲ ἀσημοπράσινο τῆς ἐλιᾶς, μὲ ὅλες τὶς φλέβες τους, τὰ νεῦρα ξεκάθαρα ἀπεικονισμένα∙
οἱ χρυσὲς ἐλπίδες, οἱ ὁλήμερες κι ὁλονύκτιες
προσευχές, τὰ τάματα καὶ τὰ χρυσᾶ καντήλια στὶς μεγάλες ἐκκλησιὲς τῆς πόλης καὶ τὰ ξωκκλήσια τῆς φουρνάρισσας νὰ ξεκόψει ἀπ’ τὶς ἀλητεῖες ὁ Μπίλ, ποὺ τῆς ἔπαιρνε ὅλα τὰ λεφτά καὶ μιὰ φορὰ ποὺ ὑποσχέθηκε πὼς θἄταν τάχα ἡ τελευταία, ἄνοιξε τὸ «Μαϊάμι», «θὰ μαζευτῶ, θὰ νοικοκυρευτῶ, μάνα, τώρα, θὰ τὸ δεῖς!» τῆς εἶπε, ἀλλά, καθὼς μᾶλλον μὲ τὴ γεωγραφία δὲν τὰ πήγαινε καλά, τὸ «Μαϊάμι» ἔγινε «Βέγκας» -Ναί!
«Λὰς Βέγκας» μὲ τὰ ὅλα του!
Ἦταν ἀδύνατον ν’ ἀντισταθεῖς, νὰ μὴν ἁρπάξεις τὸ πρῶτο, τὸ πιὸ κοντινό σου ἀπ’ τὰ ξεφουρνισμένα, τ’
ἀραδιασμένα στὸ τεζάκι, πρὶν ἀκόμα καλά-καλά ἡ Γιοβάναινα
βουτήξει τὴ βούρτσα στὴ λεκάνη μὲ τὸ κρύο νερό ν’ ἀλείψει τὰ ψωμιὰ ποὺ βγαίνανε καυτὰ κι ἀχνίζοντας γυαλίζαν∙ ἦταν ἀδύνατον νὰ μὴ χώσεις τὴ μύτη σου ἐκεῖ, ἀκριβῶς ἐκεῖ, στὴν καρδιὰ τοῦ μοσχομυριστοῦ φύλλου, τὴν ὁλάνοιχτη καρδιὰ τοῦ καρβελιοῦ, κι ὅλο τὸ ἄρωμα τοῦ ψημένου ξανθοῦ σταριοῦ, νὰ μὴ φτάσει βάλσαμο στὴ δική σου!
Στὸν Κοτρώνη, ἦταν ἄλλωστε καὶ πιὸ κοντὰ στὸ σπίτι μας,
πηγαίναμε ὅποιο φαγητὸ ἤθελε ψήσιμο στὴ λαμαρίνα ἢ στὸν μεγάλο νταβὰ ποὺ δὲν χώραγε στὸν ἠλεκτρικό μας φοῦρνο, ψάρια,
καπόνια ἢ μπακαλιάρους,
κρέατα, κυρίως ἀρνάκι, τυλιγμένα
στὴ λαδόκολλα, σὰν σὲ συσκευασία δώρου,
δεμένα μὲ λεπτό, βαμβακερὸ σπαγκάκι. Στὸν φοῦρνο του, δεξιά,
πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς εἰσόδου, ὑπῆρχαν ράφια μὲ μικρὲς λαμαρίνες καὶ μέσα τους
κουλούρια, σημίτικα κυρίως, ποὺ ἔμοιαζαν ν’ ἀναδύονται ἀπὸ τὸ πλούσιο καὶ παχὺ στρῶμα σουσαμιοῦ. Ποιός ὅμως τοὺς ἔδινε σημασία, ἂν κι ἦταν τραγανά,
ξεροψημένα, μοσχομυριστά, στοὺς καρποὺς καὶ τῶν δυὸ χεριῶν, τὰ πιὸ μικρά, θεσπέσια
βραχιόλια;
Ὁ θησαυρὸς βρισκόταν
παραδίπλα καὶ λίγο παραπίσω -νὰ μὴ φτάνεται, νὰ μὴν ἀγγίζεται ἀπὸ χέρια ποὺ συνήθιζαν νὰ χαϊδολογᾶνε, νὰ ζουλᾶνε τὸ ψωμὶ, ἀναποφάσιστα στὸ ποιὸ ἀπ’ ὅλα τὰ καρβέλια θ’ ἀγοράσουν-,
παραταγμένος, ἀλφαδιασμένος πάνω
σ’ ἕνα μάτσο κόλλες ἀπὸ ἀδιαφανὲς λεπτὸ χαρτὶ, μὲς στὸ ὁποῖο συνήθιζε νὰ τὰ τυλίγει: τὰ κουλούρια μὲ τὴν λασπωτή, κι ὅμως ἐξαίσια ἀφράτη ψίχα, τὴ μαλακιὰ, ποὺ μόνο ἀπὸ τὸ χρῶμα θἄλεγες ξεχώριζε ἡ κορίτσα, τὴ σκεπασμένη μὲ ζάχαρη
πολυτελείας ψιλή! Ζαχαρωμένη ζάχαρη ζαχαρωτή! Ἀπό ποῦ νὰ ξεκινοῦσες τρώγοντας;
Ποιάν ἀπὸ τὶς ἄκρες νἄφηνες γιὰ τελευταία
μπουκιά; Ποὺ -ὄχι πάντοτε καὶ στὶς δύο, ἀλλά, ἂν ἦταν καὶ στὶς δυό, μία ἦταν ἡ καλλίτερη καὶ συνήθως δὲν τὴν εἶχες δεῖ καλά-, καθὼς ἡ ζάχαρη ψηνόταν εἶχε λιώσει, εἶχε κατρακυλήσει
φτιάχνοντας κρούστα σιροπιαστὴ ψητή!
Ἐκεῖνα τὰ κουλούρια τοῦ Κοτρώνη! Ποὺ οἱ καψαλισμένοι κόκκοι,
οἱ κρυσταλλικοί, τῆς ψημένης ζάχαρης
σκληροὶ ἀγκύλωναν,
τσίμπαγαν, γδέρναν τὸν οὐρανίσκο! Γλυκὰ τραύματα,
ζαχαρωτά, βαθιὰ ὅπως τἄλλα…
Ἄχ!
Νατάσα
Ζαχαροπούλου
No comments:
Post a Comment