Ο Ανδρέας Κάλβος δικαίως χαρακτηρίστηκε ο Πίνδαρος* της Επανάστασης του 1821. Ο πρώτος που συνέκρινε τον Κάλβο με τον Πίνδαρο ήταν ο Pauthier de Censay, που μετέφρασε στα γαλλικά τα «Λυρικά», τη δεύτερη συλλογή ποιημάτων του για την Επανάσταση. Η εν λόγω συλλογή εκδόθηκε στο Παρίσι το 1826. Ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης (1895-1976) εξήγησε ότι ο Κάλβος παρομοιάζεται με τον Πίνδαρο γιατί και οι δύο πέραν του ύφους, στήριξαν την ευτολμία των ηρώων που τιμούσαν, ο μεν Πίνδαρος στην λατρεία των θεών, ο δε Κάλβος «στη λατρεία του Χριστού, του Σταυρού και της Υπεραγίας Θεοτόκου».
Έμποροι η οικογένεια του Κάλβου, αλλά εκείνος ακολουθεί από νωρίς τον δικό του δρόμο. Μόλις είκοσι ετών, το 1812, τον προσλαμβάνει ο Ούγκο Φώσκολο γραμματέα του. Έτσι τον ακολουθεί στα ταξίδια του και βιώνει τους διωγμούς που υφίσταται για τις ιδέες του, έως ότου χώρισαν οι δρόμοι τους. Κυνηγημένος και ο ίδιος για τα εθνεγερτικά του φρονήματα από τις ιταλικές αρχές το 1820 καταφεύγει στη Γενεύη, από όπου παρακολουθεί τον Αγώνα. Εμπνεόμενος από αυτόν το 1824 εκδίδει εκεί την πρώτη του ποιητική συλλογή, τη «Λύρα», στο τυπογραφείο Guil. Fick., που περιλαμβάνει τις δέκα πρώτες «Ωδές» του.
Το 1826 μεταβαίνει στο Ναύπλιο, βιώνει τη διχόνοια και μέσα σε ένα μήνα φεύγει για την Κέρκυρα, όπου μένει έως το 1852. Εκεί παραδίδει ιδιωτικά μαθήματα και διδάσκει τρία χρόνια στην Ιόνιο Ακαδημία. Σε όλα αυτά τα χρόνια δεν συναντάται με τον Σολωμό, έχει προστριβές με συναδέλφους του και, κατά τον φιλόλογο Στέφανο Διαλυσμά, αισθάνεται ότι η Πατρίδα τον αγνοεί. Το 1852 αναχωρεί με την Αγγλίδα Σαρλότ Αουγκούστα Ουάνταμς στο Λονδίνο και το 1853 την παντρεύεται. Εκείνη ανοίγει παρθεναγωγείο στο Λάουθ και ο Κάλβος διδάσκει σε αυτό έως τον θάνατό του, το 1869. Το 1960, πριν ακριβώς εξήντα χρόνια, τα οστά του μεταφέρονται στην Ζάκυνθο.
Χαρακτηριστικοί στίχοι από τα ποιήματά του:
«Την ημέρα που εκθέσατε σε κίνδυνο τη ζωή σας στην Αμερική, δεν αγωνισθήκατε μόνο για την ανεξαρτησία αυτής της χώρας. Οι αρχές της δικαιοσύνης και της ηθικής επί των οποίων οφείλουν οι λαοί να θεμελιώνουν την ευημερία τους, ήσαν πάντα μπρος στα μάτια σας.
Στρατηγέ, είναι για τον ίδιο λόγο που και εμείς αγωνιζόμαστε. Η ηλικία σας, σας εμποδίζει να δείξετε το σπαθί σας στους βαρβάρους, οι οποίοι μας καταπίεζαν επί τέσσερις αιώνες. Αλλά μπορεί η ανάμνηση των πράξεων σας να γεννήσει συναισθήματα γενναιότητας στην ψυχή καθενός, που θα μπορούσε να βαδίσει στα χνάρια σας.
Υπερβολικά φτωχοί για να μπορέσουμε να τροφοδοτήσουμε το στρατό και το ναυτικό μας, στερημένοι από κάθε θεσμό για να στερεώσουμε την ελευθερία μας, χωρίς άρματα για να γεμίσουμε τα βράχια μας, πολεμώντας εναντίον εχθρού συνέχεια κτυπημένου και πάντα παρόντος, περιτριγυρισμένοι από παγίδες από τις χριστιανικές κυβερνήσεις, που έγιναν σύμμαχοι των εχθρών του Ευαγγελίου, δεχόμενοι επιθέσεις δολίων προσφορών προστασίας, που ο λαός μας δεν ζήτησε, θα υποκύψουμε; Όχι στρατηγέ. Ο Θεός και η απελπισία μας στηρίζουν. Ένα έθνος, που, ολόκληρο, κοιτάζει τους εχθρούς του με περιφρόνηση και τον τάφο του με αδιαφορία δεν μπορεί να νικηθεί...» (Μετάφραση.γρ)
Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
No comments:
Post a Comment