Monday, 17 February 2025

Πολυδούρη και Καρυωτάκης

 
Ήταν ένα γλυκό σούρουπο στην Αθήνα του 1922. Η Μαρία Πολυδούρη μπήκε σε ένα ζαχαροπλαστείο στην οδό Πανεπιστημίου. Εκεί είχε δώσει ραντεβού με τον Κώστα Καρυωτάκη.
 

Εκείνη έφτασε νωρίτερα και έψαχνε κάπου να καθίσει για να τον περιμένει. Το ζαχαροπλαστείο λέγονταν “Παλλάδιο” και ήταν γεμάτο κόσμο. Δύσκολα εύρισκες τραπεζάκι άδειο. Γκαρσόνια πήγαιναν κι έρχονταν. Έντονες συζητήσεις, γέλια, φασαρία.
 
Η Μαρία κάθισε σε μια γωνιά στο βάθος του μαγαζιού. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Κανείς δεν την ήξερε, άλλωστε πάντα ήταν χαμηλών τόνων. Κλεισμένη στον εαυτό της απέφευγε τις πολλές συναθροίσεις. Παρήγγειλε  ένα αναψυκτικό. Έβγαλε ένα σημειωματάριο από την τσάντα της κι ένα μολύβι. Φαίνονταν σκεπτική. Τα μάτια της ήταν συνέχεια προς την πόρτα. Περίμενε να έρθει εκείνος και η καρδιά της κτυπούσε. Μια κοιτούσε προς την πόρτα και μια έσκυβε τα μάτια της στο σημειωματάριο, σαν να την απασχολούσε κάποιος στίχος.
 
Σ’ εκείνον τον ελάχιστο χρόνο που προσπαθούσε κάτι να γράψει, μπήκε εκείνος.
Δεν την έψαξε καθόλου. Σαν να ήξερε το σημείο που κάθονταν. Ούτε που κοίταξε αριστερά ή δεξιά, προχώρησε κατευθείαν προς εκείνη.
 
Όταν σήκωσε τα μάτια της η Μαρία τον είδε να την πλησιάζει.
 
ΜΑΡΙΑ – Μα πώς με ξετρύπωσες τόσο εύκολα κι ήρθες κατευθείαν σε εμένα; Ο Κώστας της έδωσε μια ποιητική απάντηση.
 
ΚΩΣΤΑΣ– Τα μάτια σου σα δυο αστέρια, φώτιζαν απ’ την πόρτα και μου έδειξαν το δρόμο!!!
 
Εκείνο το βράδυ η Μαρία έγραψε ένα από τα καλύτερα ποιήματά της. “Μόνο γιατί μ’ αγάπησες.”
 
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
 
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
 
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.
 
Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.
 
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
 
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
 
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
 
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
 
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

No comments: