skip to main |
skip to sidebar
Το καζίνο της Πλαζ στα Θεραπειά
<<Άργησαν να πέσουν
φέτος>> θα έλεγε η γιαγιά μου, <<άργησε να τα ρίξει>> θα
πρόσθετε ο θείος Θανάσης, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την Απογευματινή. Ο λόγος περί φύλλων και μπαμπάς
μου τσιμουδιά, τίποτα, διάβαζε και εκείνος την δική του εφημερίδα, την Εμπρός.
Η θεία και η μαμά είχαν άλλα να σκεφτούν, το γλυκό σμέουρα που δεν έδεσε καλά,
και <<καλά να πάθεις, έπρεπε να το κάνεις με τις πρώτες που
βγήκαν>> μισομάλλωνε η μιά την άλλη, το BURDA,
το περιοδικό με πατρόν που δεν είχε και πολλά πράγματα αυτή την φορά, το άλλο,
το FEMME D' AUJOURD'HUI το Γαλλικό, που είχε και κεντήματα.
Εγώ, μπροστά στο μικρό
μου καβαλέτο, ζωγράφιζα κορμούς δέντρων και άκουγα συγχρόνως. Αγόραζα....
Θυμήθηκα αυτές <<τις
αγορές>> νωρίτερα σήμερα, ο Νιόμβρης βρίσκεται στου δρόμου τα μισά και τα
φύλλα στα δέντρα της γειτονιάς σαν καλοί γονείς προσπαθούν εδώ και καιρό να
κρατήσουν τα τέκνα τους σφριγηλά μεν αλλά κολλημένα πάνω τους. Άδικος ο κόπος
τους. Ο Βοριάς και ο Νοτιάς, πιάστηκαν στα
χέρια και στο πατιρντί, φύσσα ο ένας από δω, φύσσα ο άλλος από κει, που
να αντέξουν τα φύλλα. Πεισματάρικα όπως είναι το ρίχνουν στον χορό, μέχρι και
τσάμικο χορεύουν. Στριφογυρίζουν σαν τους δερβίσηδες και τελικά ξαπλώνουν
στρωματσάδα σχηματίζοντας χρυσοκίτρινα βουναλάκια μέχρι να ’ρθει ένας άλλος
αέρας σαν τον καράγιαλη να τα ξελογιάσει και να τα παρασύρει σε τρέλλες. Οι
ταλαίπωροι γονείς/δέντρα παρακολουθούν με λύπη κουνώντας τα κλαδιά τους ενώ τους
φεύγουν και τα τελευταία παιδιά τους,
Ένα γκρίζο περιστέρι
περπατά στην μέση του δρόμου καμαρωτά χωρίς να νοιάζεται για τίποτα. Δίπλα του
καταφθάνει και ένα άλλο, το ταίρι του. Συγχρονισμένα και θαρρεί
κανείς πως έκαναν μαθήματα μπαλέτου, πέταξε το ένα, πέταξε και τ’ άλλο, με
προορισμό το τσάμι, το γεροδεμένο πεύκο, λίγο παρακάτω μπροστά από ένα σπίτι,
στην απέναντι πλευρά του δρόμου και πίσω από έναν χαμηλό φράχτη. Αυτό, που
διατηρεί το χρώμα και τις βελόνες του χειμώνα καλοκαίρι, ήταν
καινουργιοφυτεμμένο και μια σταλιά πράγμα που με το ζόρι φαινόταν πίσω από τον
φρεσκοβαμμένο φράχτη που είχε-δεν είχε τρία πόδια, ας πούμε ένα μέτρο, είκοσι
και κάτι χρόνια πριν, όταν μετακομίσαμε στην περιοχή. Με την βοήθεια του Θεού,
της βροχής, του πολύτιμου στην χώρα τούτην ήλιου και την αγάπη που τρέφουν οι
κάτοικοι της για το κομμάτι της γης που περιτριγυρίζει τα σπιτικά τους, πήρε τα
επάνω του και μεγάλωσε. Αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε σε ένα συμμετρικά
καλοβαλμένο, χάρμα οφθαλμού. Πασίγνωστο είναι βέβαια και το γεγονός
πως, εκτός από το στόλισμα τα Χριστούγεννα (την Πρωτοχρονιά μια φορά και έναν
καιρό στην Πόλη) και τα άλλα προσόντα, τα πεύκα/τσάμια/έλατα είναι και αειθαλή.
Πάντα πράσινο,
χειμώνα-καλοκαίρι-άνοιξη και φθινόπωρο, ίσον αειθαλές λοιπόν το
πεύκο/τσάμι/έλατο της γειτονιάς μου. Γερό και δυνατό και η λέξη με φέρνει και
πάλι στα Θεραπειά. Τα πάντα με οδηγούν εκεί, νυν και αεί στην δική μου Ρώμη. Αυτή
την φορά στην άκρη του λιμανιού, πηγαίνοντας προς το Χούμπερ και πριν από το
Γερμανικό αφού προσπερνούσαμε τα σκαλάκια που μας κατέβαζαν στη θάλασσα,
απέναντι από το δρομάκι της Αγίας Παρασκευής.
Σημερινός προορισμός της
μνήμης μου, Tarabya Plaj Gazinosu
και για να εξηγούμαι, ούτε καζίνο σαν αυτά με τα τρανταχτά ονόματα του Λας
Βεγκας, του Μόντε Κάρλο, της Ρόδου και της Πάρνηθας, ούτε κατά διάνοια, όσο για
πλαζ, ουδεμία σχέση με τις αμμουδιές της Κίλας, της Χηλής και της Βάρκιζας. Βέβαια είχε
αποδυτήρια/καμπίνες, ντουζ για να ξεπλένεται το αλάτι της θάλασσας (το λίγο
αλατάκι, στα νερά του Βοσπόρου).
Έτσι που λέτε, πλαζ το
πρωί και τρα-λα-λά /καζίνο, άνευ χατροπαιξίας, το βράδυ με την σελήνη. Βαλς και
ταγκό, χασάπικο, κανένας καρσιλαμάς, τσακίρ κέφι και <<Έχεις κορμί
Αράπικοοο, δυο μάτια μαύρα πλάανα...>>, η Πόλα Μορέλλι... με ένα
εκρηκτικό κατακόκκινο φουστάνι που σκούπιζε το δάπεδο τραγουδώντας, χορεύοντας
και κρατώντας ντέφι, μοίραζε κέφι και μάζευε χειροκροτήματα. Η Μαρούσκα,
καπριτσιόζα και τσαχπίνα δεν υστερούσε σε τίποτα, οι Αδελφοί Νεγρεπόντη -τον
έναν τον έλεγαν Θόδωρο- με τις κιθάρες και τα ντουέτα τους και μια σειρά από
καλλιτέχνες πηγαινοερχόταν και φυσικά, ο Πωλ, ο τενόρος, ο θείος της μαμαζελ
Τερέζας, της δασκάλας του πιάνου από το Κονσερβατουάρ και δικής μου δασκάλας, που
ο θείος μου ο Μόρφης, ο οποίος σκάρωνε ποιηματάκια και κοτσάκια στην στιγμή,
τον ονόμασε κάποτε, <<Αειθαλή>> και όχι άδικα. Σουξέ του << O Sole Mio...>>
και δώστου ακόμα πιό πολλά χειροκροτήματα και να οι ρεβεράντζες και οι
υποκλίσεις και τα encore και πάλι encore
και μπράβο...
Είμασταν τακτικοί
θαμώνες, οικογενειακό ήταν το περιβάλλον, ακροατήριο/θεατές μέσα αλλά και από
έξω. Καθισμένοι στα σκαλάκια της παραλίας, με ένα παγωτό
καϊμάκι ή βύσσινο ή και τα δυό μαζί, από τον ντοντουρματζί Βελή που ήταν
γνωστότατος σε όλη την Πόλη και που τα αυτοκίνητα σχημάτιζαν ουρές μπροστά στα
πόδια του για να γευτούν το φημισμένο παγωτό του, στο χέρι. Άλλοι προτιμούσαν
τις μισίρες, τα βρασμένα καλαμπόκια με τα φύλλα τους γύρω-γύρω και με μπόλικο
αλάτι. Και
τα καρύδια, φρέσκα, σχεδόν πράσινα πάνω σε καρυδόφυλλα. <<Taze ceviz>>,
διαλαλούσε ο τεβιζτζής και όπου πάρε-πάρε. Έκανε χρυσές δουλειές ο
άνθρωπος.
Στους έξω, συγκαταλέγονταν
και αυτοί μέσα στις βάρκες, αν είχε και πανσέληνο, σκέτη μαγεία... αφού δεν
έλειπαν και οι καντάδες... <<Για μιά κιθαρίτσα...>>. Γέμιζε
κάθε βράδυ και με τους μέσα και με τους έξω και άδειαζε πριν τα μεσάνυχτα,
δουλειά την άλλη μέρα αν ήταν καθημερινή, Εκκλησία την άλλη μέρα αν ήταν
Σαββατόβραδο και ο τρούλος της Αγίας Παρασκευής με τον Σταυρό να
μισοδιακρίνεται πίσω από τις πρασινάδες τα καλοκαίρια να μας θυμίζει ότι αύριο
είναι Κυριακή.
Από ένα παράθυρο ρίχνω
μια ματιά στο περήφανο πεύκο που λικνίζεται με χάρη κάνοντας παρέα στον αέρα. Παρ’
ολίγο να σηκώσω το χέρι μου για χαιρετισμό.
<<Πεύκο, δέντρο
αειθαλές>> λέει η Βικυπαιδεία και θυμούμαι τον θείο Μόρφη που από το
σπίτι του στο Τσαρσί στα Θεραπειά του Βοσπόρου, βρέθηκε στον Ωρωπό Αττικής.
Μαζί του θυμούμαι και τον
αειθαλή Πωλ, εκεί την άκρη του λιμανιού στο Καζίνο της Πλαζ Των Θεραπειών.
Νίκη Beales
Νοέμβριος 2024
Buckingham, Αγγλία
No comments:
Post a Comment