Monday 26 May 2014

Ταξίδι στη Σκωτία


Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να καταφέρουμε να οργανώσουμε το πολυπόθητο ταξιδάκι στη Σκωτία. Τελικά σήμερα πρωΐ - πρωΐ αναχωρούμε. Θα επισκεφθούμε το Εδιμβούργο, τη Γλασκώβη, τα Highlands, θα αναζητήσουμε το περίφημο τέρας του Loch Ness και γενικά θα προσπαθήσουμε σε μια εβδομάδα να τα δούμε όλα!


Ας ευχηθούμε ο καιρός να είναι ευνοϊκός. Είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς που τελικά πραγματοποιούμε αυτό το ταξίδι στη ζωή και την παράδοση ενός αρχαίου Κέλτικου λαού, που φέρει όνομα ελληνικό! Μακάρι όλα να πάνε καλά!

Saturday 24 May 2014

Η χαμένη εκκλησιά


Επισκεπτόμενοι σήμερα την Κωνσταντινούπολη θα δούμε λίγες μόνο από τις εκατοντάδες των εκκλησιών και μοναστηριών, των οποίων οι τρούλοι κυριαρχούσαν στον ουρανό της Πόλης στα Βυζαντινά χρόνια!


Η εκκλησία της Παναγίας, με την επωνυμία «Περίβλεπτος», που ανηγέρθη από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Γ΄ τον Αργυρό (1028-1034), ήταν από τις ομορφότερες της Βασιλεύουσας, αλλά στις ημέρες μας έχει εξαφανισθεί, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος!

Τη Δευτέρα 9 Ιουνίου, στις 7.00 μ.μ., ο Άγγλος Καθ. Jonathan Harris θα δώσει μια διάλεξη στο Ελληνικό Κέντρο (Great Hall, Hellenic Centre, 16-18 Paddington Street, London W1U 5AS), όπου θα παρουσιάσει την ιστορία του ναού, θα επιχειρήσει να ανασυνθέσει την εμφάνισή του και θα προτείνει λόγους για τους οποίους εξαφανίσθηκε τελικά η εν λόγω εκκλησία.

Friday 23 May 2014

Διαμαρτυρία για τα Γλυπτά


Ένας σπουδαίος αγώνας, που ξεκίνησε εδώ και πολλά χρόνια, η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη και που ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο, διεθνείς προσωπικότητες των Επιστημών των Γραμμάτων και των Τεχνών έχουν αγκαλιάσει, η Επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα, δεν πρόκειται να σταματήσει αν δεν ευοδωθεί. Και αυτό δεν είναι στοίχημα αλλά σκοπός ζωής. Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα πρέπει να επιστρέψουν στη βάση τους και να πάρουν τη θέση τους στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ακρόπολης.


Για την αφύπνιση συνειδήσεων, η διεθνούς φήμης σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου, στο πλαίσιο του πολιτιστικού κινήματος «Beautiful People» που έχει ιδρύσει με τον σύζυγό της, διακεκριμένο μαέστρο Θεόδωρο Ορφανίδη, πήραν την πρωτοβουλία και θα παρουσιάσουν ένα μοναδικό καλλιτεχνικό δρώμενο - διαμαρτυρία σε σκηνοθεσία Έλντας Πανοπούλου, ανήμερα την Πεντηκοστή, την Κυριακή 8 Ιουνίου, στον προαύλιο χώρο του Καθεδρικού Ναού Αγίας Σοφίας (Moscow Road, Bayswater, London W2 4LQ), αμέσως μετά τη λήξη της Θείας Λειτουργίας, στις 13.00.

Θα μπορέσουν οι Καρυάτιδες να καλέσουν την αδελφή τους πίσω στην πατρίδα τους; Θα καταλάβουν κάποια στιγμή οι Βρετανοί ότι τα Μάρμαρα του Παρθενώνα εκλάπησαν και ότι οφείλουν να τα επιστρέψουν;

Στόχος, αυτής της ξεχωριστής  performance, είναι να αφυπνίσει συνειδήσεις και να μιλήσει στις καρδιές σκεπτόμενων ανθρώπων που γνωρίζουν ότι τέτοιου είδους “πολιτιστικά εγκλήματα” πρέπει  να πάψουν πια και να αποκατασταθούν οι αδικίες.

Ραντεβού, Κυριακή 8 Ιουνίου, στις 13.00 στον Ι.Ν. Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο.

Για περισσότερες πληροφορίες, Υπεύθυνη Επικοινωνίας: Μαίρη Αυγερινοπούλου mavgerinopoulou@alphamag.gr, + 30 6932 426 426

Thursday 22 May 2014

Εκλογές στην Αγγλία


Ημέρα Εκλογών (Δημοτικών και Ευρωπαϊκών) σήμερα στην Αγγλία. Μεσοβδόμαδα! Με ησυχία και τάξη, χωρίς να σταματάει κανείς τη δουλειά του. Είναι κι αυτό ένα βασικό στοιχείο του πολιτικού πολιτισμού της Γηραιάς Αλβιώνος.


Η μοναδική Ελληνίδα υποψήφια για τις Ευρωεκλογές στην Αγγλία είναι η Ευρωβουλευτίνα του Λονδίνου κα. Μαρίνα Γιαννακουδάκη (πρώτη από δεξιά). Εδώ πίνουμε καφεδάκι στο Ελληνικό Καφενείο «Βυζάντιο» με τον π. Δαμιανό και άλλους φίλους!


Στις Δημοτικές εκλογές λαμβάνουν μέρος πολλοί Ομογενείς υποψήφιοι, στο Λονδίνο, σε διάφορες πόλεις και άλλες περιοχές της Αγγλίας. Ο πιο κοντινός μας υποψήφιος είναι ο Άντον Γεωργίου, μέλος της Βρετανικής Βουλής των Νέων, νεαρός φοιτητής των Πολιτικών Επιστημών, που ολοκλήρωσε τη φοίτησή του στο Ελληνικό Κολέγιο Αγ. Παντελεήμονος ΒΔ Λονδίνου και τώρα είναι υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος σε περιοχή του ονομαστού Wembley.


Σε όλους τους Ομογενείς υποψηφίους ευχόμαστε φυσικά καλή επιτυχία και καλή θητεία! Η μικρή και η μεγάλη Πατρίδα μας, Κύπρος και Ελλάδα, χρειάζονται πολλούς και τολμηρούς πρεσβευτές σε όλους τους χώρους της διεθνούς πολιτικής σκηνής!


Στην Κοινότητά μας στο Harrow - ΒΔ Λονδίνου έχουμε και μια ενδιαφέρουσα εμπειρία σχετικά με τις εκλογές, αφού η Αίθουσα Εκδηλώσεων της Κοινότητας χρησιμοποιείται σήμερα ως Εκλογικό Κέντρο. Είναι μια προσφορά - αντίδωρο της Κοινότητάς μας προς το τοπικό Δημαρχείο, το οποίο πάντα φροντίζει και εξυπηρετεί τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της τοπικής Παροικίας μας.

Wednesday 21 May 2014

Selfies in the Cathedral


Selfies στον Καθεδρικό Ναό

Χθες είχα την ευκαιρία να βρεθώ για ένα ιερό καθήκον (που μάλλον δεν είναι της παρούσης στιγμής να αναφέρω και να περιγράψω) στον Ελληνορθόδοξο Καθεδρικό Ναό της Αγ. Σοφίας Λονδίνου.


Ο Ναός αυτός, που θεμελιώθηκε το 1877 και ολοκληρώθηκε δυο χρόνια αργότερα, είναι ένα πανέμορφο έργο τέχνης απ’ όλες τις πλευρές. Είναι βυζαντινού ρυθμού κι αποτελεί έτσι μια ζωντανή μαρτυρία Ορθοδοξίας στο κέντρο του Λονδίνου.


Με την ευκαιρία της επίσκεψής μου στον Καθεδρικό μας Ναό σκέφθηκα να βγάλω και δύο selfies, όπως συνηθίζεται στην εποχή μας, με τον αγαπητό μου αδελφό και συλλειτουργό - Εφημέριο του Ναού, π. Σάββα - Δαυΐδ Βασιλειάδη. Το μεγαλείο είναι βέβαια στο φόντο!

Tuesday 20 May 2014

Περί δημοκρατίας και εκλογών


Θυμάμαι ακόμα με νοσταλγία την πρώτη φορά που ψήφισα στην ζωή μου. Ήμουν μόλις δεκαοκτώ χρόνων, ήταν δημοτικές εκλογές και εγώ ένιωθα περήφανη που το κράτος με θεωρούσε ώριμη για να συμβάλω  με αυτόν τον ύψιστο τρόπο της δημοκρατίας στα κοινά.

Θυμάμαι με συγκίνηση την στιγμή που έγινα δικηγόρος και ορκίστηκα ενώπιον δικαστών και εισαγγελέων να σέβομαι και να προστατεύω το σύνταγμα και τους νόμους της Ελλάδας.

Θυμάμαι ακόμα λες και ήταν χθες -και ας έχουν περάσει πάνω από δεκαέξι χρόνια- την πρώτη φορά που διορίστηκα δικαστική αντιπρόσωπος σε ένα εκλογικό τμήμα στον Δήμο της Βούλας και κλήθηκα να διαφυλάξω την εύρυθμη και πάνω από όλα αδιάβλητη πορεία των εκλογών.

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τα σημαδιακά για εμένα γεγονότα και κάθε φορά που γίνονται εκλογές στην Ελλάδα καλούμαι να πάρω μέρος στην μεγαλύτερη έκφραση της δημοκρατίας. Στην διάρκεια όλων αυτών των ετών πολλά έχουν αλλάξει: δεν υπάρχουν πλέον οι ξύλινες κάλπες, τα βουλοκέρια και οι σακοράφες. Αντί για σώματα στρατού τα εκλογικά κέντρα τα προστατεύουν  αστυνομικοί, τα πρώτα αποτελέσματα μεταδίδονται με κινητά τηλέφωνα και όχι με τηλεγραφήματα. Παρ’ όλους αυτούς τους εκσυγχρονισμούς όμως, η γραφειοκρατία παραμένει: ο δικαστικός αντιπρόσωπος υποχρεούται να τηρήσει χειρόγραφα πρακτικά εις τετραπλούν, βιβλία διαλογής ψήφων, πρωτόκολλο ψηφισάντων, βεβαιώσεις, αναφορές κ.ο.κ.


Για τον δικαστικό αντιπρόσωπο οι εκλογές ξεκινάνε την Παρασκευή όταν πηγαίνει στον Εισαγγελέα και στον Έφορο για να δηλώσει την ανάληψη των καθηκόντων του. Ακολούθως πηγαίνει στον Δήμο για να παραλάβει το εκλογικό του κέντρο (την σχολική αίθουσα που θα χρησιμοποιηθεί ως εκλογικό κέντρο), εκεί πρέπει να ελέγξει αν είναι όλα στην θέση τους: οι κάλπες, τα παραβάν, αν υπάρχουν αναλώσιμα υλικά, η σφραγίδα της εφορευτικής επιτροπής. Κατόπιν πρέπει να τοποθετήσει τα πάντα με τέτοιον τρόπο που να είναι λειτουργικά και εύχρηστα: τα ψηφοδέλτια σε ντάνες για να σχηματίζονται τα πακετάκια, στυλό μέσα στα παραβάν δεμένα με σχοινάκια για να μην χάνονται, καρέκλες για να κάθονται τα μέλη της επιτροπής, οι εκλογικοί αντιπρόσωποι και οι ηλικιωμένοι ψηφοφόροι, τις κάλπες μπροστά από το κάθισμά του για να μπορεί να τις ελέγχει. Οι μη υποχρεωτικές λεπτομέρειες είναι αυτές που βοηθάνε την γρήγορη και εύκολη διαδικασία των εκλογών: ένα σημείωμα στην πόρτα που πληροφορεί τους πολίτες για τα γράμμματα που αντιστοιχούν στο συγκεκριμένο εκλογικό τμήμα, το τηλέφωνο του δήμου γραμμένο στον σχολικό πίνακα, το μέγιστο του αριθμού των σταυρών που μπορούν να επιλέξουν.

Όλο το Σάββατο ο δικαστικός αντιπρόσωπος πρέπει να γράψει και να προετοιμάσει τα πρακτικά και τα βιβλία: πρέπει να αναγράψει όλους τους συνδυασμούς που λαμβάνουν μέρος στις εκλογές και όλα  τα ονόματα των υποψηφίων των συνδυασμών. Αν αναλογιστεί κανείς ότι συνήθως λαμβάνουν μέρος στις εκλογικές αναμετρήσεις περίπου δώδεκα συνδυασμοί και ότι στον κάθε συνδυασμό υπάρχουν τουλάχιστον πενήντα υποψήφιοι και ότι όλα αυτά πρέπει να αναγραφούν αρκετές φορές σε διάφορα πρακτικά και βιβλία, μπορεί να κατανοήσει τον όγκο της άχαρης εργασίας.

Τέλος την Κυριακή των εκλογών ο δικαστικός αντιπρόσωπος πρέπει να βρίσκεται στο εκλογικό του κέντρο από τις 6 το πρωί, να ανοίξει την κάλπη στις 7 το πρωί και να εξυπηρετήσει τους ψηφοφόρους έως τις 7 το βράδυ. Σε όλο αυτό το δωδεκάωρο πρέπει να προσέχει την τήρηση της τάξης, να εξηγεί στους ψηφοφόρους τι πρέπει να κάνουν, να απαντά στις απορίες τους, να τηρεί ίσες αποστάσεις με όλους τους εκλογικούς αντιπροσώπους, να αποτρέπει ενδεχόμενες πολιτικές συζητήσεις και σχόλια, να καθοδηγεί τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής. Μετά το κλείσιμο της κάλπης αρχίζει το πιο σοβαρό καθήκον ενός δικαστικού αντιπροσώπου: η καταμέτρηση των ψήφων. Κάθε φάκελος πρέπει να αριθμηθεί, να μονογραφεί και να καταχωρηθεί με προσοχή και πάνω από όλα με ακεραιότητα. Ακολουθεί η συμπλήρωση των πρακτικών, δίπλα στον κάθε συνδυασμό και στον κάθε μεμονωμένο υποψήφιο καταχωρείται ο αριθμός των ψήφων που έλαβε. Ο δικαστικός αντιπρόσωπος πρέπει επίσης να στείλει τηλεγραφήματα μέσω των δημοτικών υπαλλήλων και να στείλει τα αποτελέσματα με ειδικό κινητό τηλέφωνο που έχει προμηθευτεί από την πολιτεία για αυτόν τον σκοπό. Κατ΄αυτόν τον τρόπο γίνεται η πιο γρήγορη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Τέλος οι σάκοι με τα αποτελέσματα καθώς και όλα τα πρακτικά πρέπει να μεταφερθούν στο οικείο πρωτοδικείο. Ίσως αυτό να είναι το πιο κουραστικό και άχαρο καθήκον του δικαστικού αντιπροσώπου δεδομένου της προχωρημένης ώρας, γιατί μέχρι να γίνουν όλα αυτά είναι ήδη ξημερώματα της Δευτέρας.

Έχουν περάσει πάνω από δεκαέξι χρόνια από την πρώτη φορά που διορίστηκα δικαστική αντιπρόσωπος, έχω ασκήσει τα καθήκοντά μου σε πολλές βουλευτικές, δημοτικές, πρώην νομαρχιακές (πλέον περιφερειακές) και ευρωεκλογές και σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Την πρώτη φορά ένιωθα άγχος και περηφάνεια, με την πάροδο των ετών έμαθα να αντιμετωπίζω την κάθε μικρή ή μεγάλη δυσκολία ή αναποδιά, έμαθα να λύνω  τα μικρά πρακτικά εμπόδια, έμαθα να χειρίζομαι καταστάσεις. Πάντα νιώθω βαθιά την αίσθηση του καθήκοντος. Αναλογίζομαι ότι πριν από μερικά μόλις χρόνια οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Αναλογίζομαι ότι πριν κάποια χρόνια οι φτωχοί δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, ακόμα και σήμερα σε κάποια κράτη δεν υπάρχει δικαίωμα ψήφου. Νιώθω περήφανη λοιπόν που και εγώ με το μικρό μου λιθαράκι συμβάλλω στην μέγιστη γιορτή της δημοκρατικής έκφρασης.

Κατά πόσο όμως οι πολίτες είναι ικανοί να κατανοήσουν αυτήν την μέγιστη δημοκρατία και πώς εκμεταλλεύονται την χρήση της;  Για να κλείσω με κάποια δόση χιούμορ θα αναφέρω δυο - τρία περιστατικά που έχω ζήσει με την ιδιότητα της δικαστικής αντιπροσώπου: Κυρία που δεν έβλεπε καλά με κάλεσε να την βοηθήσω στην επιλογή ψηφοδελτίου, αφού διάλεξε τον συνδυασμό που επιθυμούσε την ρώτησα αν επιθυμεί κάποιον συγκεκριμένο υποψήφιο. Η απάντησή της ήταν «βάλε σταυρό στους ηθοποιούς». Ηλικιωμένη κυρία βγαίνει από το παραβάν και έρχεται στην κάλπη, ρίχνει τον φάκελο και μου λέει: «Κορίτσι μου, έβαλα στην τύχη δυο σταυρούς!» Νεαρή κυρία φέρνει τον υπερήλικο πατέρα της να ψηφίσει και ο κύριος δεν θυμόταν να μου πει τον συνδυασμό προτίμησής του ενώ η κόρη του προσπαθούσε με τρόπο να του επιβάλει προφανώς την δική της επιλογή. Θεωρείτε τυχαίο το γεγονός ότι ειδικά στις δημοτικές εκλογές οι αναγνωρίσιμοι υποψήφιοι (ηθοποιοί, ποδοσφαιριστές και τραγουδιστές) λαμβάνουν μεγάλο αριθμό ψήφων;

Εύη Ρούτουλα

Monday 19 May 2014

Επέτειος Γενοκτονίας Ελλήνων του Πόντου


Η 19η Μαΐου έχει καθιερωθεί από τη Βουλή των Ελλήνων ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Οι απανταχού της γης Έλληνες Πόντιοι και ολόκληρος ο Οικουμενικός Ελληνισμός θυμάται και τιμά την ιστορία, τον πολιτισμό και τα επιτεύγματα των Ποντίων, αλλά και μνημονεύει τις διώξεις, τις σφαγές, τον εκτοπισμό και τελικά τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες.



Η Κοινότητα Αγίου Παντελεήμονος στο Harrow - ΒΔ Λονδίνου, η οποία δεν ξεχνά ποτέ τις εθνικές επετείους, οργάνωσε ειδική επετειακή εκδήλωση την Κυριακή 18η Μαΐου 2014, με πρωτοβουλία της Βοηθητικής Αδελφότητας Κυριών & Δεσποινίδων «Η Αγία Αγάθη», στην οποία προεδρεύει η κα. Αλεξάνδρα Κωνσταντίνου. Στην εκδήλωση συμμετείχε και ο Σύλλογος Ποντίων Αγγλίας, με επικεφαλής την Πρόεδρο Δρα Κική Σονίδου.



Ο Γραμματέας του Συλλόγου Ποντίων Αγγλίας κ. Συμεών Ελευθεριάδης ομίλησε με θέμα: «Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου». Αναφέρθηκε συνοπτικά στην ίδρυση του Ποντιακού Ελληνισμού, καθώς και στην ιστορική του πορεία. Αφιέρωσε δε μεγάλο μέρος της παρουσίασής του στα τραγικά γεγονότα των αρχών του 20ου αιώνα, όταν οι Νεότουρκοι -με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ ή Ατατούρκ- αποφάσισαν να τερματίσουν οριστικά την παρουσία του Ποντιακού στοιχείου στα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Διάνθισε τον λόγο του με πολλές και ιδιαίτερα γραφικές και χαρακτηριστικές διαφάνειες, στις οποίες αποτυπώνονταν καθαρά το μέγεθος της εθνικής τραγωδίας και του ανθρώπινου πόνου που υπέστησαν οι Έλληνες Πόντιοι.



            Στη συνέχεια ο σπουδαιότατος και μεγαλύτερος εν ζωή Πόντιος ζωγράφος - αγιογράφος, κ. Ελευθέριος Φουλίδης, παρουσίασε τη νέα σειρά ζωγραφικών πινάκων του, την οποία έχει αφιερώσει στη Γενοκτονία των Ποντίων. Ήταν μια μοναδική εμπειρία για όλους, αφού για πρώτη φορά παρουσιάσθηκε σε κοινό η σειρά αυτή. Η συγκίνηση περίσσεψε, καθώς ο εμπνευσμένος καλλιτέχνης παρουσίαζε και ερμήνευε έναν-έναν τους υπέροχους πίνακές του.



            Στη σειρά αυτή βλέπει κανείς και θαυμάζει τον αγώνα των Ποντίων να σώσουν ό,τι μπορούν από την Πατρίδα, ιδιαίτερα τα ιερά και τα όσια, όπως τις εικόνες και τους σταυρούς των εκκλησιών. Η Πόντια μάνα προεξάρχει πάντα στον αγώνα αυτό. Μέσα από την καταστροφή, τη φωτιά, τον θάνατο προβάλλει εμφατικά το άνθος των λουλουδιών, η μουσική του κεμετζέ και το φως της ελπίδας, που σημαίνει ότι η τραγωδία δεν είναι το τέλος. Ο αετός, το κύριο σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού, παραμένει πάντα ζωντανός, πετάει ψηλά και περήφανα, με ανοιχτά τα φτερά του και συμβάλλει στη διατήρηση της φυλετικής ιδιοπροσωπείας. Το μήνυμα είναι καθαρό και ξάστερο: η λύτρωση θα έλθει και θα φωτίσει και πάλι τα όμορφα βουνά και τις πεδιάδες του Πόντου...



            Κατά την εκδήλωση και με τη βοήθεια του ομιλητή και του καλλιτέχνη θυμηθήκαμε και πολλές χαρακτηριστικές φράσεις, που πηγάζουν από τραγούδια, από γνωμικά, αλλά και από την καθημερινότητα των Ποντίων, όπως: «η Ρωμανία κι αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο» και «Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ εάν επιλαθόμεθά σου ω Πάτριος Ποντία γη».

Πρωτοπρ. Αναστασίου Δ. Σαλαπάτα

Sunday 18 May 2014

Από τον Κορνάρο στον Καζαντζάκη


Το Selwyn College του Πανεπιστημίου του Cambridge οργανώνει τη Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014 και την Τρίτη 1 Ιουλίου 2014 Συνέδριο  προς τιμήν του Καθ. David Holton, με γενικό θέμα: «From Cornaros to Kazantzakis: Language, Culture, Society and History in Crete - Cambridge»!


Τα υποθέματα του Συνεδρίου θα έχουν αναφορά στην Κρήτη, στην ιστορία της, στον πολιτισμό της, στην κοινωνία της. Τα θέματα αυτά έχουν σχέση με τον τιμώμενο και τα ενδιαφέροντά του.

Saturday 17 May 2014

Ἡ εὐλογία τῶν τιμίων δώρων


(Ἀπάντησις σὲ σχετικὴ ἐρώτησι τοῦ π. Ἀναστασίου Σαλαπάτα)


Ἡ εὐλογία τῶν τιμίων δώρων γίνεται, ὡς γνωστὸν, μὲ τὴν ἐπίκλησι τοῦ ἁγίου Πνεύματος μετὰ τὴν ἀπαγγελία τῶν ἱδρυτικῶν λόγων τοῦ μυστηρίου. Ἡ ἐπίκλησις αὐτὴ ὑπάρχει σὲ ὅλες τὶς ἀνατολικὲς λειτουργίες καὶ σὲ μερικὲς μοζαραβικὲς (=λατινικὲς λειτουργίες τῆς βορείου Ἱσπανίας) καὶ μαρτυρεῖται ἤδη ἀπὸ τὸν β΄ αἰ. ἀπὸ τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο καὶ ἐν συνεχείᾳ καὶ ἀπὸ ἄλλους πατέρες. Στὴ ρωμαϊκὴ λειτουργία δὲν ὑπάρχει σαφὴς ἐπίκλησις καὶ γι΄ αὐτὸ διαφέρουν οἱ γνῶμες ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν ρωμαιοκαθολικῶν θεολόγων γιὰ τὸ ἂν ὑπάρχῃ ἐπίκλησις ἢ ὄχι.

Ὁπωσδήποτε ὅμως ὑπάρχει ἐπίκλησις στὶς βυζαντινὲς λειτουργίες τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Μ. Βασιλείου.

Στὴ λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου:

Παρακαλοῦμέν σε καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν· Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον ἐφ' ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα·

Καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου·
τὸ δὲ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου,
μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ ἁγίῳ.


Στὴ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου:

Σοῦ δεόμεθα καὶ σὲ παρακαλοῦμεν, ἅγιε ἁγίων, εὐδοκίᾳ τῆς σῆς ἀγαθότητος ἐλθεῖν τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον ἐφ' ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα καὶ εὐλογῆσαι αὐτὰ καὶ ἁγιάσαι καὶ ἀναδεῖξαι

τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον αὐτὸ τὸ τίμιον σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ·

τὸ δὲ ποτήριον τοῦτο αὐτὸ τὸ τίμιον αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,

τὸ ἐκχυθὲν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας.


Μεταξὺ τῶν δύο τύπων ὑπάρχει μόνο μιὰ φραστικὴ διαφορά. Στὴ λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου παρακαλοῦμε τὸν Θεὸν Πατέρα νὰ ἀποστείλῃ τὸ ἅγιο Πνεῦμά του καὶ δι΄ αὐτοῦ νὰ ἁγιάσῃ αὐτὸς τὰ τίμια δῶρα. Στὴ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου παρακαλοῦμε ἀορίστως νὰ κατέλθῃ τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ ἁγιάσῃ αὐτὸ τὰ τίμια δῶρα.

Ἡ ἐπίκλησις συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τρεῖς εὐλογίες,  ἀπὸ μία γιὰ κάθε εἶδος χωριστὰ καὶ μία κοινὴ γιὰ τὰ δύο εἴδη. Ἡ τρίτη εὐλογία ἀμφοτέρων τῶν  τιμίων δώρων δὲν ὐπάρχει στὶς ἀρχαῖες λειτουργίες (Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, ἁγίου Ἰακώβου, ἁγίου Μάρκου, ἁγίου Γρηγορίου). Ἀφορμὴ γιὰ νὰ εἰσαχθῇ μεταγενεστέρως ἡ τρίτη εὐλογία, ἔδωσε ἀσφαλῶς ἡ φράσις τῆς λειτουργίας τοῦ Χρυσοστόμου μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ ἁγίῳ, ἡ ὁποία μπορεὶ νὰ θεωρηθῇ ὡς ἀναφερομένη καὶ στὰ δύο εἴδη. Ἡ εὐλογία αὐτὴ λοιπὸν εἰσήχθη ἀσφαλῶς πρῶτα στὴ λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου, ἔπειτα δὲ κατ' ἀναλογίαν καὶ στὴ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. Στὴν τελευταία θεωρήθηκε ὡς κατάλληλη ἡ φράσις τὸ ἐκχυθὲν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας. Ἡ σύνδεσις ὅμως αὐτὴ δὲν εἶναι ἀπολύτως ἐπιτυχής, γιατὶ ἡ φράσις τὸ ἐκχυθὲν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας ἀναφέρεται μόνο στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἡ ἔλλειψις καταλληλότερης φράσεως παρατηρήθηκε, φαίνεται, ἀπὸ πολὺ παλιά, καὶ ὡς τέτοια θεωρήθηκε τὸ μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ ἁγίῳ, τὸ ὁποῖο εἰσήχθη καὶ στὴ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. Πράγματι σὲ πολλὰ χειρόγραφα ὑπάρχει ἡ φράσις αὐτὴ καὶ στὴ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἡ θέσις της ὅμως ἐκεῖ εἶναι καταφανῶς ἄστοχη συντακτικῶς καὶ νοηματικῶς. Γιατί, ἐνῷ παρακαλοῦμε νὰ σταλῇ ἀπὸ τὸν Πατέρα τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ ἁγιάσῃ αὐτὸ τὰ τίμια δῶρα, ξαφνικὰ ἀπευθυνόμαστε στὸν Πατέρα καὶ παρακαλοῦμε νὰ ἁγιάσῃ αὐτὸς τὰ τιμία δῶρα μεταβαλὼν τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ. Ἀποτελεῖ δὲ καὶ πλεονασμὸ ἡ φράσις αὐτή, γιατὶ εἶναι ἐπανάληψις τοῦ αἰτήματος γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο διατυπώθηκε μόλις πρὸ ὀλίγου μὲ τοὺς λόγους ἐλθεῖν τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον κλπ.

Πρέπει λοιπὸν νὰ γίνεται ἡ τρίτη εὐλογία, ἐφ' ὅσον ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἔχει εἰσαχθῆ. Ἂς γίνεται δὲ στὴ μὲν λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου μὲ τὸ μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ ἁγίῳ, στὴ δὲ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου μὲ τὴ φράσι τὸ ἐκχυθὲν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας, ὅπως ἔχει καθιερωθῆ, ἢ μετὰ ἀπὸ αὐτό, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀπαγγέλλεται μαζὶ μὲ τὰ λόγια τῆς εὐλογίας τοῦ ποτηρίου, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται.

+ Πρωτοπρεσβύτερος π. Κων/νος Παπαγιάννης

Σημείωση ιστολόγου (Πρωτοπρ. Α.Δ.Σ.): Ο μακ. π. Κ.Π., διακεκριμένος Κληρικός, Θεολόγος, Λειτουργιολόγος, εκοιμήθη την Τρίτη 8η Απριλίου 2014 σε ηλικία 85 ετών. Σήμερα τελείται από την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη το 40-νθήμερο Μνημόσυνό του. Εμείς συμμετέχουμε στη θλίψη και την επιμνημόσυνη προσευχή της οικογένειας με τη δημοσίευση του παραπάνω ανέκδοτου κειμένου του, το οποίο ο π. Κ. συνέταξε, όπως κι ο ίδιος αναφέρει στον υπότιτλο, μετά από ερώτημα και παράκληση δική μας. Ευχόμαστε και προσευχόμαστε ο Άγιος Θεός μας να τον αναπαύσει εν χώρα ζώντων, στην οικογένειά του δε να σταλάξει την εξ ύψους παρηγορία. Ας έχουμε την ευχή του.

Friday 16 May 2014

Οι εικόνες των Αγίων

ως αρχέτυπα Ορθοδόξου φρονήματος και πνευματικής ζωής

Οι εικόνες των αγίων έχουν δεσπόζουσα θέση στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Το περιεχόμενο και η σημασιολογική ερμηνεία τους είναι πολλαπλή, πρώτιστη όμως σημασία έχουν ο θεολογικός και ο δογματικός χαρακτήρας τους[1]. Γι’ αυτό το λόγο απαγορεύεται στον καλλιτέχνη να αναπτύξει πρωτοβουλίες, καθώς το ορθόδοξο δόγμα επιδέχεται μόνο μία ερμηνεία. Ο κανόνας αυτός είναι απαράβατος γιατί οι εικόνες αποτελούν «υπομνήματα στο Θείο Λόγο»[2].
Οι Πατέρες της Εκκλησίας πίστευαν στην αναγκαιότητα και τη θετική επίδραση της τέχνης. Ο Μέγας Φώτιος μαζί με τους κλασικούς Καππαδόκες πατέρες του 4ου αιώνα διακήρυσσαν ότι «η εικονιστική διακόσμηση των ναών έπρεπε να παιδαγωγεί τους πιστούς με παραστάσεις από την Αγία Γραφή»[3], γι' αυτό και πέρα από το αισθητικό αποτέλεσμα προέχει το αγιαστικό και διδακτικό στοιχείο της, διότι συμβάλλει στην τελείωση του ανθρώπου και όχι σε ότι οδηγεί στην αλλοτρίωσή του. Η φιλοκαλία του αγιογράφου εξυπηρετεί τους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς σκοπούς που συνδέονται με το λειτουργικό χαρακτήρα των εικόνων, οι οποίες αποσκοπούν στην «εσωτερική και εξωτερική τέρψη»[4].

Πρώτος ο Μέγας Βασίλειος[5] δίδαξε ότι η προσκύνηση των εικόνων «επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Η εικόνα δηλαδή είναι μέσο αναφοράς στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Οι πιστοί βλέπουν στις ιερές εικόνες του Ιησού Χριστού και των Αγίων Του τα φυσικά πρόσωπά τους. Ο Δαμασκηνός λέγει: «ει η εικών του βασιλέως εστί βασιλεύς, και η εικών του Χριστού Χριστός και η εικών του Αγίου Άγιος»[6]. Κατά συνέπεια οι εικόνες είναι οι μεσάζοντες ανάμεσα στους πιστούς και στις τιμώμενες προσκυνούμενες μορφές. Οι εικόνες δεν έχουν αυτοτέλεια αλλά απλώς λειτουργούν για την πραγματοποίηση της αναφοράς των πιστών προς τα εικονιζόμενα πρόσωπα, καθώς και για την ανταπόκριση αυτών στις ικεσίες τους[7]. Εξασφαλίζουν μια κοινωνία με το πρωτότυπο, μία μυστική επαφή εικόνας και εικονιζόμενου, χωρίς όμως να υπάρχει καμία ταύτιση μεταξύ των δύο[8]. Γι' αυτό και ο πιστός πρέπει να προσπαθήσει να ανυψώσει το νου του βλέποντας την εικόνα προς την ίδια την πηγή της, το αόρατο δηλαδή αρχέτυπο. Μοιάζουν δηλαδή οι εικόνες με φωτεινή είσοδο προς τα ακατάληπτα μυστήρια[9].
Ιδιαίτερα ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εκφράζει την έντονη επίδραση των εικόνων στην ψυχή των πιστών σύμφωνα με τον οποίο η θέα και προσκύνηση των αγίων εικόνων θέτει σε λειτουργία τις πνευματικότερες διεργασίες του ανθρώπινου νου, μέσω των οποίων συνεγείρεται η ψυχή του χριστιανού σε άμεση προσωπική κοινωνία με την υπόσταση των εικονιζόμενων μορφών[10]: «Δια γαρ της αισθήσεως φαντασία τις συνίσταται εν τη έμπροσθεν κοιλία του εγκεφάλου και ούτω τω κριτικω παραπέμπεται και τη μνήμη ενθησαυρίζεται»[11] «Και γαρ δι' αυτων (των εικόνων) εις ενοποιον τινα και συναγωγον αναγόμεθα θεωρίαν, και προς ακρότατον των ορεκτων δι' αυτης αξιούμεθα θείας και υπερφυους συναφείας»[12]. Οδηγούν δηλαδή τους πιστούς σε νέες εμπειρίες και περιοχές, τους φέρνουν σε άμεση σχέση με τη χάρη και την υπόσταση των εικονιζόμενων προσώπων, αφού και η ύλη αγιάζεται μέσα στην Εκκλησία, αρχίζοντας να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά[13].
Ο εποικοδομητικός ρόλος των εικόνων δε βρίσκεται μόνο στη διδασκαλία των αληθειών της χριστιανικής πίστης, αλλά στη μόρφωση τη γενική του ανθρώπου. Το περιεχόμενό τους αποτελεί μια πραγματική πνευματική καθοδήγηση[14]. Οι εικόνες συνιστούν τις «μορφές της λειτουργικής ωραιότητος» [15] της αναστάσιμης ατμόσφαιρας της Εκκλησίας μέσα στην οποία η λαϊκή ψυχή νιώθει κυριευμένη από το συναίσθημα μιας ανέκφραστης παρουσίας. Η επιθυμία της απεικόνισης των ιερών προσώπων από μέρους των χριστιανών φαίνεται και από τον παρακάτω λόγο του Δαμασκηνού: «Εγω επει άνθρωπος ειμι και σωμα περίκειμαι, ποθω και σωματικως ομιλειν και οραν τα άγια· συγκατάβηθί τω ταπεινω μου φρονήματι ο υψηλος...»[16]. Έτσι, λοιπόν, όλες οι εικόνες ασκούν ψυχοσωτήρια επίδραση στους πιστούς, γι' αυτό και δεν πρέπει να διαχωρίζονται σε θαυματουργές και μη. Όλες παρέχουν την αγιαστική ενέργεια τους στους χριστιανούς[17].
            Οι εικόνες έχουν για τον πιστό και ρόλο υπόμνησης, αισθητοποιούν τις θεμελιώδεις αλήθειες της ορθόδοξης πίστης, αναπαριστούν όσο πιο πιστά την ιστορική πραγματικότητα και παραπέμπουν με τον τρόπο αυτό στο πρωτότυπό τους[18]. «Ορωσιν αυτον (τον Χριστό) γεννηθέντα, βαπτιζόμενον, θαυματουργουντα, σταυρούμενον, θαπτόμενον, ανιστάμενον, εις ουρανους ανερχόμενον, εν οις ου πλανώμεθα μη ταυτα ουτως έχειν, συντρεχουσης της όψεως τη του νου θεωρία»[19]. Για αυτό και χαρακτηρίζονται οι εικόνες, τόσο από τον πατριάρχη Νικηφόρο όσο και από τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ως «ιερά υπομνήματα»[20]. Για τον Φώτιο[21] «...η τιμη των εικονισμάτων τιμη γίνεται των εικονιζομένων...». Αποτελούν δηλαδή κατά τους πατέρες, «υπόμνημα σωτήριον» [22], χωρίς να σημαίνει μία απλή υπενθύμιση προσώπων και πραγμάτων του παρελθόντος, σύμφωνα με τους ψυχολογικούς νόμους του συνειρμού και της ανάπλασης των παραστάσεων, αλλά αντιστοιχούν σε μία μυστηριακή και μυστική παρουσία, που συμβαίνει μέσα στο αιώνιο παρόν του Θεού. Είναι το ανάγνωσμα των αρχετύπων και η θεωρία των πρωτοτύπων, είναι ο σύνδεσμος μεταξύ της στρατευόμενης και της θριαμβεύουσας Εκκλησίας[23].
Οι απεικονίσεις των θείων προσώπων χρησιμεύουν ως αναγκαία υπομνήματα για τα κεφαλαιώδη θέματα της λατρείας[24]. «Αι δε των αγίων εικόνες ωσαύτως εκάστου αυτων τους αγωνας σημαίνουσαι, ... οι χριστιανοί... πίστει τας των αγίων θεωρουσιν εικόνας μνήμην φέροντες της τουτων θεοσεβείας» τονίζεται στα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου[25].

Δεν πρέπει να παραβλεφθεί ακόμη η διδακτική σημασία και αξία της χρήσης των εικόνων, αφού σύμφωνα με τους πατέρες της Εκκλησίας οι εικόνες είναι το μέσο διδασκαλίας των αληθειών του ευαγγελίου. Ο παιδαγωγικός-διδακτικός χαρακτήρας των εικόνων, η συνάρτηση μνήμης των εικονιζόμενων προσώπων και πόθου προς αυτά, επισημαίνεται επίσης και από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, στο δογματικό όρο: «Όσω γαρ δι' εικονικής ανατυπώσεως ορωνται, τοσουτον και οι ταυτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν»[26]. Τονίζεται δηλαδή ο αναμνηστικός χαρακτήρας των εικόνων, η διατήρηση στη μνήμη του πιστού της μορφής και του παραδείγματος του εκάστοτε εικονιζόμενου άγιου προσώπου ώστε να κρατούν στη μνήμη τους οι πιστοί τα κατορθώματα των αθλητών αγίων και να τα ακολουθούν ως πρότυπα στον επίγειο βίο τους[27].
Yποδεικνύουν και προβάλλουν πρότυπα και τρόπους που πρέπει να ακολουθήσουν οι πιστοί για να εναρμονιστούν με τη διδασκαλία της Εκκλησίας[28]. Κατά τον Ιωάννη το Δαμασκηνό είναι «ασίγητοι κήρυκες εν αήχω φωνη τους ορωντας διδάσκουσαι»[29]. Η εικονογραφία δηλαδή επενεργεί μυστικά στην καρδιά και στο φρόνημα των πιστών, προκαλεί βιώματα ευσέβειας μεταδίδοντας μέσα από την όραση αθόρυβα όλα όσα αδυνατεί μερικές φορές να μεταδώσει ο εύηχος λόγος: «Πρώτη γαρ αισθήσεων όρασις· ώσπερ και τοις λόγοις, την ακοην· υπόμνημα γαρ εστιν η εικων· και όπερ τοις γράμμασι μεμνημένοις η βίβλος, τουτο και τοις αγραμμάτοις η εικων· και όπερ τη ακοη ο λόγος, τουτο τη οράσει η εικων· νοητως δε αυτη ενούμεθα»[30]. Οι εικόνες δηλαδή είναι το μέσο επικοινωνίας για τους «αγραμμάτους» και τους «ιδιώτας» ανθρώπους. Δεν απαιτείται ειδική παιδεία του πιστού για να εκπληρώσουν την επικοινωνιακή-παιδευτική λειτουργία τους. Δεν απαιτείται διανοητική λειτουργία όπως στην περίπτωση της αναγνώσεως των ιερών κειμένων για να συλληφθεί η πραγματικότητα[31]. Οι εικόνες δεν απαιτούν γραμματικές γνώσεις, οπότε αποτελούν το μέσο για να γίνουν κατανοητές οι αλήθειες του ευαγγελίου. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίζονται ως βιβλία των αγραμμάτων[32]. Οι εικόνες, αν και άφωνες, κατανοούνται ευκολότερα, μιλούν με το δικό τους τρόπο και δημιουργούν στις ψυχές των πιστών έντονα συναισθήματα και ιδιάζουσες ψυχολογικές εμπειρίες[33]. Εκείνο που η Βίβλος λέει με το λόγο οι εικόνες το αναγγέλλουν ορατά και το κάνουν παρόν. Επιχειρούν να καταστήσουν προσιτό στο ανθρώπινο πνεύμα το μυστήριο της θείας οικονομίας[34]. Αντί, λοιπόν, να ακούν οι πιστοί, και δη οι απλοί άνθρωποι που δεν είναι μυημένοι στις δογματικές αναλύσεις, τη θυσία του Αβραάμ από τη Βίβλο ή το χορτασμό των πεντακισχιλίων από την Καινή Διαθήκη ή τους αγώνες των αγίων από το Συναξαριστή, οι εικόνες με αφηγηματικό τρόπο τα αναπαριστούν ζωντανά μπροστά του, κάνουν την πίστη πιο χειροπιαστή και τις ιδέες πιο κατανοητές και προσιτές, καθιστώντας δυνατή, μέσα στα πεπερασμένα ανθρώπινα όρια, τη μυστική θέαση και βίωση των γεγονότων[35]. Γιατί με την αίσθηση των ματιών, που είναι «οι γέφυρες που περνάνε τον έξω κόσμο μέσα μας», φτάνουν στην αισθητική απόλαυση της ψυχής και, καθώς συμμετέχει ο νους με την κατανόηση και την παραδοχή της άγιας διδαχής μέσα από αυτή, ο «όλος άνθρωπος», των Πατέρων της Εκκλησίας, αποκτά συνείδηση της ύπαρξής του και αίρεται σε χώρους θείας έξαρσης[36].
Πρέπει να τονιστεί ότι το πλήρωμα της ορθόδοξης Εκκλησίας πορεύτηκε για αιώνες, χωρίς ιδιωτική ανάγνωση της Αγίας Γραφής, λόγω κυρίως της έλλειψης της απαιτούμενης παιδείας κατά τους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας. Την έλλειψη αυτή αναπλήρωσαν οι ιερές εικόνες, τις οποίες οι υπόδουλοι χρησιμοποιούσαν ως ισοδύναμες με την Αγία Γραφή, αγνοώντας πιθανότατα ότι εφάρμοζαν ακριβώς την απόφαση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου για την ισοτιμία των εικόνων με την Αγία Γραφή[37]. Είναι δηλαδή το μέσο ενημέρωσης και διδαχής ευρύτερης αποδοχής, επειδή ελαχιστοποιούν τις εκπαιδευτικές προϋποθέσεις, ευκολύνοντας την πρόσληψη του σωτηριολογικού μηνύματος. Έχουν τη δική τους γλώσσα, δημιουργούν εμπειρίες, ευαισθητοποιούν θετικά, αποτυπώνουν το βάθος της αλήθειας, αφού ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ' εικόνα Θεού»[38].

Ο Μέγας Βασίλειος[39] κάνοντας λόγο για τους λογογράφους και τους ζωγράφους καταλήγει στο συμπέρασμα: «οι μεν τω λόγω κοσμουσιν, οι δε τοις πίναξιν εγχαράττουσι», όπως δηλαδή ένας λογογράφος προσπαθεί να διανθίσει το λόγο του και να τον επιμεληθεί, προκειμένου να επηρεάσει τους ακροατές του, κατά τον ίδιο τρόπο και ο αγιογράφος αποσκοπεί με το έργο του στην επίδραση των θεατών του, αναπαριστώντας όχι μόνο με χρώματα το σχήμα και τη μορφή του εικονιζόμενου αλλά ερμηνεύοντας τόσο την εσωτερική διάθεση, όσο και την ψυχική κατάσταση, το πνευματικό βάθος και τα εσωτερικά χαρίσματα, τη σταθερότητα της πίστης[40]. Επισημαίνεται έτσι ο ρόλος που παίζει η τεχνική και η τεχνοτροπία στην επίδραση των πιστών-θεατών. Ακόμα και το χρώμα μιλά με το δικό του τρόπο. Εάν ο εικονογράφος δημιουργούσε μορφές κοσμικής ωραιότητας δεν θα του δημιουργούσε ψυχικές δονήσεις και δεν θα τον βοηθούσε στην αντίληψη και κατανόηση των μυστηρίων της λατρείας[41].
            Όλες αυτές τις πληροφορίες των πηγών τις αξιοποιεί κατάλληλα ο ορθόδοξος αγιογράφος. Μέσα από τη γλώσσα των σχεδίων και των χρωμάτων διδάσκει, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα μάτια των εικονιζόμενων μορφών, τονίζοντάς τα, με κάποια μάλιστα δυσαρμονία σε σχέση με την όλη δομή του προσώπου, διότι «ο λύχνος του σώματος εστιν ο οφθαλμός»[42]· η θέα δηλαδή των οφθαλμών των αγίων επιδρά στον εσώτερο ψυχικό κόσμο των πιστών, με απώτερο σκοπό τη σωτηρία τους, καθώς αναλογίζονται τις αμαρτίες τους, αλλά και τη σωματική και πνευματική τους τύφλωση[43]. Αποκαλύπτουν έτσι οι εικόνες στους αισθητούς οφθαλμούς την πραγματικότητα εκείνη που είναι απρόσιτη, ζωντανεύουν ιερά πρότυπα[44], υποδεικνύοντας και διδάσκοντας στους πιστούς πώς θα προσεγγίσουν τον ενάρετο βίο τους[45]. Τούτο ενισχύεται και από τον ακόλουθο λόγο του Ιωάννη Δαμασκηνού: «To αισθητον όμμα προς την εικόνα ατενως βλέπων, το νοητον της καρδίας όμμα συν τω νω εις το μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας ακοντίζω...»[46], ασκούν δηλαδή οι εικόνες το μάτι και εξασκούν το νου να βλέπει την ύλη «εν Πνεύματι», όχι απλά ως γυμνό κτίσμα, αλλά ως εξαγιασμένο και δοξασμένο δημιούργημα του Θεού. Δεν είναι δηλαδή η όραση αυτή που σηματοδοτεί το ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά η ενόραση, δεν είναι η αίσθηση του οράν αλλά του εφοράν, η αίσθηση του άλλου, του εμείς, αλλά και του μόνου, του Δημιουργού[47]. Γίνονται έτσι οι εικόνες η γέφυρα που συνδέει τα γήινα με τα επουράνια, τα φθαρτά με τα άφθαρτα, όπως σημειώνει και ο Στέφανος διάκονος «Θύρα δε η εικων λέγεται, ήτις διανοίγει τον κατα Θεον κτισθέντα νουν ημων προς την ένδον του πρωτοτύπου καθομοίωσιν»[48]. Και από τα λεγόμενα των πατριαρχών Νικηφόρου: «Όπερ γαρ πολλάκις ο νους ουχ ειλε δια της των λόγων ακοης, η όψις απλανως παραλαβουσα, σαφέστερον εφηρμήνευσεν»[49] και Γερμανού: «Α γαρ ο λόγος της ιστορίας δια της ακοης παρίστησι, ταυτα γραφη σιωπωσα δια μιμήσεως δείκνυσι»[50], εγείροντας τον πόθο για μίμηση. Ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ταυτίζει τις εικόνες με το Ευαγγέλιο και θεωρεί από παιδαγωγική άποψη τη θέα ως πιο δυναμική προσέγγιση της ίδιας αλήθειας του Ευαγγελίου, γιατί εποπτικά συμμετέχουν και οι αισθήσεις του ανθρώπου[51].
Όπως το ευαγγέλιο ασκεί μια πρόσκληση στον κάθε άνθρωπο για μετάνοια, αγιασμό και σωτηρία, κατά τον ίδιο τρόπο και οι εικόνες προσκαλούν τον πιστό για εγρήγορση και μίμηση της ζωής και της αγιότητας των εικονιζόμενων αγίων μορφών. Οι εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, των Αποστόλων και όλων των αγίων της Εκκλησίας αποτελούν την πιο δυναμική πρόσκληση για σωτηρία. Για τη μίμηση αυτή της ζωής και του αγώνα των αγίων κάνει λόγο ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «στήλας αυτοις (τοις αγίοις) εγείρωμεν ορωμένας τε εικόνας, και αυτοι έμψυχοι στηλαι αυτων και εικόνες, τη των αρετων μιμήσει γενώμεθα»[52]. Eπίσης, σε επιστολή του προς τον έπαρχο Ολυμπιόδωρο ο ασκητής Νείλος[53], μαθητής του Ιωάννου Χρυσοστόμου, κάνει λόγο για τον παραδειγματισμό των ιερών σκηνών του ιστορημένου ναού, διότι μέσω αυτών ξεδιπλώνονται ενώπιον των οφθαλμών των μη εντρυφέντων στα πατερικά κείμενα πιστών τα ανδραγαθήματα και τα ευκλεή αριστεύματα των μαρτύρων. Όμοια για «μίμησιν της αρετης των Αγίων» κάνει λόγο και ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως[54]. Ο δε άγιος Γρηγόριος, αδελφός του Μ.Βασιλείου, αναφέρει «... και γραφη σιωπωσα εν τοιχω λαλειν, και τα μέγιστα ωφελειν...»[55]. Οι εικονιζόμενες λοιπόν άγιες μορφές, που αξιώθηκαν τη θεία χάρη και έφτασαν στο ύψιστο σημείο πνευματικής τελείωσης, αποτελούν με το βίο τους τα αυθεντικότερα πρότυπα του ορθόδοξου φρονήματος και της πνευματικής ζωής για τους πιστούς, αποτελούν «φωτα θεουργικά» κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή[56], έχοντας αντίκτυπο στον ψυχικό τους κόσμο, προσφέροντάς τους παραμυθία και πνευματική μακαριότητα, ενισχύοντας και ανακουφίζοντάς τους στις δυσκολίες και στα προβλήματα της καθημερινότητας αλλά και οδηγώντας τους στην αποδέσμευση από τα βιοτικά και κοσμικά θέματα, στην πνευματική τους ανύψωση και εύρεση της έννοιας της δικής τους ζωής[57], όπως τούτο τονίζεται από τον Κύριλλο Αλεξανδρείας[58]: «Απο των σωματικων ως εξ εικόνος εναργεστάτης αναφοιταν αναγκαιον επι τα πνευματικά». Κάθε ανησυχία, αγωνία, σβήνουν μπροστά στην εσωτερική γαλήνη, στη νηφαλιότητα και ειρήνη των παριστανόμενων μορφών[59]. Σαν αληθινοί παιδαγωγοί μεταδίδουν μόνο ό,τι κρίνουν συμφέρον για τους ανθρώπους και ό,τι μπορούν αυτοί να δεχθούν. Η παρουσία τους κατά συνέπεια αποβαίνει γι' αυτούς ιδιαίτερα πολύτιμη, ειδικά για το σημερινό άνθρωπο της μοναξιάς και της απελπισίας, διότι έχοντάς τους ενώπιόν τους (μοναδική ελπίδα υπέρβασής τους) προσπαθούν, ακολουθώντας τα ίχνη τους, να καλλιεργήσουν το ήθος της Εκκλησίας, αποκτώντας κατά τον τρόπο αυτό «ομοήθεια» Χριστού[60]. Γι ' αυτό και οι εορτές των αγίων δεν αποτελούν μια απλή ανάμνηση, ούτε μια νοερή κοινωνία μαζί τους, αλλά αποτελούν μια διαρκή και υπέρχρονη προβολή της αγάπης του Θεού προς κάθε άνθρωπο[61].
Ο εικονιζόμενοι άγιοι δεν αναπαρίστανται, αλλά παρίστανται, ίστανται δηλαδή εκεί, είναι παρόντες, με τον τρόπο μιας μυστικής παρουσίας[62]. Υπάρχει ένας ιδιότυπος και μυστικός διάλογος ανάμεσα στους προσκυνητές και στα προσκυνούμενα πρόσωπα των εικόνων. Οι προσκυνητές με το μυστικό αυτό διάλογο μεταφέρουν όλη την ύπαρξή τους με τα προβλήματα που τους απασχολούν και τις ανάγκες που έχουν στα εικονιζόμενα πρόσωπα. Με την προσευχή τους, την ικεσία τους και την παράκλησή τους επικαλούνται, ανάλογα με τη μορφή στην οποία απευθύνονται, την αγάπη και το έλεος του Θεού, τη μεσιτεία της Θεοτόκου, τη μεσολάβηση των αγίων[63]. Έχοντας απέναντί τους τα εικονιζόμενα πρόσωπα ενώνονται μαζί τους, τα συναντούν, τα ασπάζονται με τα χείλη, με τα μάτια, με την καρδιά, όπως λέγει και ο Δαμασκηνός: «Τας εικόνας... χρη... προσκυνειν και καταφιλειν και οφθαλμοις και χείλεση και καρδία»[64]. Ιερουργείται μια αληθινή κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Oι μορφές των αγίων, με τα σοβαρά τους πρόσωπα και την επίσημη στάση τους δεν αποσκοπούν στο να εντυπωσιάσουν με τον όγκο τους ή τη φυσική τους ωραιότητα, αλλά μεταθέτουν το νου στη σφαίρα του υπεραισθητού[65]. Η κατενώπιον απεικόνιση[66] των εικονιζόμενων προσώπων φανερώνει την αμοιβαία κοινωνία μεταξύ εικονιζόμενης μορφής και θεατή-πιστού[67]. Η στάση αυτή προς το μέρος των δεομένων υποδηλώνει ακόμη ότι οι εικονιζόμενες άγιες μορφές εισακούουν τις παρακλήσεις των πιστών και μεσιτεύουν προς το Θεό[68]. Με τον πνευματικό αυτό διάλογο, εγκαθίσταται στον ψυχικό κόσμο των  πιστών η ειδική χάρη και έτσι όλες οι εικόνες μετατρέπονται σε παράθυρα προς την αιωνιότητα και μέσω της έκφρασής τους μεταγγίζεται η υπερφυσική τους διάσταση[69]. Γίνονται το μέσον επικοινωνίας, η γέφυρα που ενώνει εμάς με αυτούς που έφυγαν, αλλά είναι τόσο μακρινοί όσο και κοντινοί μας, είναι η ατελείωτη και συνεχής καταξίωση του ανθρώπινου προσώπου που στέκεται «ενώπιος ενωπίω» μη γνωρίζοντας άλλο τρόπο επικονωνίας[70]. Τρανή απόδειξη της άμεσης αυτής επικοινωνίας, της οικειότητας και στενής επαφής των πιστών με τα εικονιζόμενα πρόσωπα αποτελούν  και ο ασπασμός που αν και φαίνεται μονόδρομος (από το μέρος δηλαδή των πιστών), ουσιαστικά είναι αμφίδρομος, διότι νοερά συνυπάρχει και η περίπτυξη και το φίλημα των ασπαζομένων[71]
Απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση για την αμοιβαία αυτή σχέση είναι η προσευχή, και μάλιστα αυτή που πηγάζει αβίαστα, χωρίς κόπο, ειδάλλως οι εικόνες δεν επιδρούν, παραμένουν ανέκφραστες, ανενεργές και δεν εκπληρώνουν το λειτουργικό τους χαρακτήρα[72]. Οι εικόνες δείχνουν τη στάση που πρέπει να έχουν οι πιστοί την ώρα της προσευχής απέναντι στο Θεό και απέναντι στον κόσμο που τους περιβάλλει. Η προσευχή είναι μια συνδιάλεξη με το Θεό, γι’ αυτό χρειάζεται η απάθεια, η αποφυγή των πειρασμών του κόσμου[73].      Για τους πιστούς ένας κατάμεστος με τοιχογραφίες ναός, σε συνδυασμό με τις ευωδίες, τους ψαλμούς, το μυστηριακό ημίφως, προσφέρουν το κατάλληλο κλίμα της κοινής προσευχής, των συναισθημάτων ιερής κατάνυξης, αποπνέουν δηλαδή φως, ζεστασιά, θαλπωρή, οικειότητα[74]. Δημιουργούν δηλαδή οι εικόνες στην ψυχή των πιστών έντονα συναισθήματα και δυνατές εμπειρίες που μερικές φορές φθάνουν μέχρι δακρύων. Προσκυνώντας διαρκώς με τα μάτια, τα χείλη και την καρδιά οι πιστοί δεν αισθάνονται μόνοι, αισθάνονται ότι κάποιος τους κάνει συντροφιά και τους τρέφει μια πηγή μυστικής αγαλλίασης, διότι είναι αέναη η παρουσία των ιερών πρόσωπων. Βλέπουν εσωτερικά και εξωτερικά το φως το αληθινό, το Θεάνθρωπο, τον «της πάντων ευαρμοστίας και αγλαΐας αίτιον»[75].
Μέσα από όλα τα παραπάνω υπερτονίζεται μια σειρά ψυχικών διεργασιών που συντελείται με τη θέα των αγίων εικόνων όχι μόνο στον ψυχισμό των ευλαβών προσκυνητών, αλλά πολλές φορές και στους υμνωδούς, οι οποίοι ατενίζοντας τις εικόνες των αγίων εμπνέονται.


ABSTRACT

Icons have a dominant place in Church’s liturgical life. Church’s Fathers strongly believed in the necessity and positive influence of the art and asserted that churches’ decoration with icons should educate the faithful with depictions from the Bible aiming at his spiritual pleasure and thus contributing to his perfection. Megas Vassilios first taught that icons are not self-sufficient but act as a mean that refers the faithful to the depicted saint.
 The orthodox hagiographer teaches through the language of drawings and colors. Viewing the images of saints influences the faithful’s inner spiritual world, compels them to contemplate on their sins and physical and spiritual blindness thus contributing to their salvation. Icons reveal holy paragons, establish the holy figures, indicate and teach the faithful the way of reaching the righteous life.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.      Π η γ έ ς
Μ. Βασιλείου, Ομιλία ΙΘ΄, Εις τους αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, PG 31, 508 Β-525 Α.
Γερμανου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή προς Θωμαν, επίσκοπον Κλαυδιουπόλεως, PG 98, 164 D-221 B.
Ιωάννου Δαμασκηνου, Λόγος Α΄, προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, PG 94, 1232 A-1284 A.
----------------------------, Κατά εικονοκλαστων, PG 96, 1348 C-1361 C.
---------------------------, Εκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 789 Α-1228 Α.
Νείλου, Επιστολων βιβλίο Δ΄, PG 79, 577 C-580 A.
Νικηφόρου, Αντίρρησις Δευτέρα, PG 100, 329 Α-373 C.
----------------Αντίρρησις Τρίτη,  PG 100, 376 Α-533 Α.
Πρακτικά Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi 13, 491 A-496 B.
Στεφάνου διακόνου της εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εις τον βίον και μαρτύριον του παμμάκαρος και οσίου μάρτυρος Στεφάνου του Νέου, PG 100, 1069 Α- 1185 D.
Θεοδώρου Στουδίτου, Ελεγχος και ανατροπή των ασεβων ποιημάτων, PG 99, 436 Β-477 Α.

2. Β ο η θ ή μ α τα
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Μ., Ελληνική Τέχνη - Βυζαντινές τοιχογραφίες, έκδ. Εκδοτική Αθηνών 1994.
Βαλέττα, Ι., Φωτίου του σοφωτάτου και αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Επιστολαί, 1864.
Βασιλείου, αρχιμ., Θεολογικό σχόλιο στις τοιχογραφίες της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα έκδ. Δόμος, Αθήνα 1987 αναδημοσίευση από τον τόμο Χατζηδάκη, Μ., Ο Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, έκδ. Ι. Μονής Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος 1997, 13-28.
Βησσαρίωνα, αρχιμ., Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, «Πρόλογος», στον τόμο Εικόνες Μονής Παντοκράτορος, Άγιον Όρος 1998, 11.
Βουτσινά, Α.Χ., «Αγιογραφία – Εικαστική θεώρηση και δυναμική», στον τόμο Σταμούλη, Χ. (επιμ.), Θεολογία και Τέχνη, εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 1998, 50-59.
Γεωργίου, αρχιμ., Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, «Πρόλογος», στον τόμο Ζία, Ν., Καδά, Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους. Οι τοιχογραφίες του καθολικού, Άγιον Όρος 1998,  9-10.
Γιαννή, Ε.Κ., ««Αναζωγράφησις του ενσημαινόμενου»; Με αφορμή την εικονογράφηση του διδακτικού βιβλίου θρησκευτικών της Γ΄ Δημοτικού», ΕΠΕΘΧ τόμ.Γ΄, Εκατονπεντηκονταετηρίς Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης 1844-1994, εν Αθήναις 1994, 123-146.
Γιαννοπούλου, Β., «Εικών κατά τον ιερόν Φώτιον», στο περ. Θεολογία, τεύχ. 51, (1980) 158-185 και 379-405.
Γκιολέ, Ν., Ο βυζαντινός τρούλλος και το εικονογραφικό του πρόγραμμα (μέσα 6ου αι. – 1204, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990.
Γκούμα-Peterson, Θ., «Η εικόνα ως πολιτισμική παρουσία μετά το 1453», στον τόμο J.J. Yiannias (επιμ.), Η βυζαντινή παράδοση μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, 1994, 193-226..
Γρηγοριάδη, Κ., «Η ανθρώπινη ύπαρξη στο χώρο της ορθόδοξης λατρείας», στο περ. Σύναξη, τεύχ. 21, (1987) 63-69.
Δέφνερ-Καφή, Κ., «Η μορφή της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη», στο περ. Ελληνορθόδοξος Βυζαντινός Πολιτισμός, τ. Α΄ 3, (1998) 114-122.
Διονυσίου, Μοναχού Κουτλουμουσιανού, «Οικείοι του Θεού και Κουτλουμούσι», στον τόμο «Ορθοδοξία-Ελληνισμός. Πορεία στην τρίτη χιλιετία», τ. Β΄, εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Άγιον Όρος 1996, 437-448.
Ευδοκίμωφ, Π., Η Ορθοδοξία, μετάφρ. Α.Τ.Μουρτζόπουλου, εκδ. Β.Ρηγοπούλου, 1972.
Ευδοκίμωφ, Π., Η Τέχνη της εικόνας. Θεολογία της Ωραιότητος, μετάφρ. Κ.Χαραλαμπίδη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1980.
Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Η προσκύνησις των ιερών εικόνων», Ορθόδοξος Μαρτυρία αρ. φύλ. 77 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2003) 2.
Καζαμία-Τσέρνου, Μ., «Η παράσταση της «Παράδοσης του Νόμου» και η προς Γαλάτας Επιστολή. Εικονογραφική προσέγγιση», περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς τεύχ. 762 (1996) 275-291.
Καλοκύρη, Κ.Δ., Η Θεοτόκος εις την Εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1972.
Καραγιάννη, Β., αρχιμ.  Πρωτοσύγκελλου Ιεράς Μητροπόλεως Ελβετίας, Η έννοια της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1987.
Καρδαμάκη, Μ., πρωτοπρ. Ορθόδοξη πνευματικότητα. Η αυθεντικότητα του ανθρώπινου ήθους, Σειρά: Ορθόδοξη μαρτυρία, αρ. 3, εκδ. Δεύτερη, εκδ. Ακρίτας 1993.
Κογκούλη, Ι.Β., Ο εκκλησιασμός των μαθητών. Συμβολή στη λατρευτική αγωγή, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992.
Κολλάρου, Ι.Γ., «Η αφαίρεσις εν τη βυζαντινή αγιογραφία», στον τόμο Ριζάρειος Εκκλησιαστική Παιδεία, τόμ. Α΄, εν Αθήναις 1978, 259-266.
Κοντάκη, Χ.Ι., «Η Εικών, προϋπόθεσις Ορθοδόξου Χρέους και Εθνικού Φρονήματος», στο περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, τεύχ.762, (1996) 309-320.
Κόντογλου, Φ., Έκφρασις της ορθοδόξου εικονογραφίας, Τρίτη       έκδοση, τ. Α΄, εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου, Αθήναι 1993.
Κρικώνη, Χ.Θ., Πατερικά θεολογικά μελετήματα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998.
Κρικώνη, Χ., «Η διδασκαλία της εκκλησίας περί της τιμής και προσκυνήσεως των ιερών εικόνων» στον τόμο Εισηγήσεις μαθημάτων Θεολογικού κύκλου «Ανοιχτού πανεπιστημίου» 2003-2004, Θεσσαλονίκη 2004, 253-286.
Κρούγκ, Γ., Μοναχού, Σημειώσεις ενός εικονογράφου, μετάφρ. Σ.Μαρίνη,  εκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αθήνα 1998.
Μαντζαρίδη, Γ.Ι., Χριστιανική Ηθική, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1976.
Μεντιδάκη, Γ.Ε., πρωτοπρ., Τύπος και συμβολισμός στην Ορθόδοξη λατρεία, τόμ. Πρώτος, Ηράκλειο 1997.
Μπρατσιώτου, Ν.Π., «Η ονομαστική εορτή της Ορθοδοξίας, εορτή της βαθυτέρας αυτοσυνειδησίας αυτής», στο περ. Κοινωνία, τεύχ. 2 (1989) 136-162.
Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη περί των αγίων εικόνων, εκδ. Ορθόδοξου Τύπου, Αθήναι 1997.
Οικονόμου, Η.Β., «Τι είναι η εικών, λειτουργικό σκεύος ή ερμηνευτικό μέσο;», στο περ. Εκκλησία, τεύχ. 67 (1990) 367-372.
Οικονόμου, Χ.Κ., «Η εικονογραφική μέθοδος ερμηνείας του Ευαγγελίου», στον τόμο Εικοσιπενταετηρικόν. Αφιέρωμα στον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο, έκδ. Ι. Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, Νεάπολη-Θεσσαλονίκη 1999, 525-540.
Ουσπένσκυ, Λ., Η Εικόνα, μετάφρ. Φώτη Κόντογλου, (εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου), Αθήναι 1952.
Ουσπένσκυ, Λ., Η θεολογία της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, μετάφρ. Σ.Μαρίνη, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1998.
Παϊσίδου, Μ.Π., «Η λαϊκοβυζαντινή ζωγραφική του ΙΘ΄ αιώνα. Δέκα φορητές εικόνες των ιερών ναών Αγίου Νικολάου Πολυγύρου και Αγίου Στεφάνου Αρναίας Χαλκιδικής», Χρονικά της Χαλκιδικής, τεύχη 42-43, (1987-1988) 95-146.
Παπαδόπουλου, Α., «Άγιοι και αγιότητα στην ελληνορθοδοξία», στον τόμο Ορθοδοξία-Ελληνισμός. Πορεία στην τρίτη χιλιετία, τ. Β΄, εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Άγιον Όρος 1996, 225-229.
Παλιούρα, Α., «Η θεολογία της εικόνας», στον τόμο Διακονία. Αφιέρωμα στη μνήμη Βασιλείου Στογιάννου, Θεσσαλονίκη 1988, 627-631.
Παλιούρα, Α.., «Δόγμα και εικόνα. Εκκλησία και Τέχνη. Ο Μέγας Φώτιος οριοθετεί τη ζωγραφική της Ορθοδοξίας από την μεταεικονομαχική περίοδο ως τον 20ό αιώνα», Μνήμη Αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου και Μεγάλου Φωτίου, Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως, στα πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου (14-17 Οκτωβρίου 1993), Θεσσαλονίκη 1994, 631-640.
Παλιούρα, Α.., «Ορθόδοξη εικόνα και πρόσωπο. Ένα πνευματικό βέλος με αποδέκτη τον 21ο αι.», στον τόμο «Ορθοδοξία-Ελληνισμός. Πορεία στην τρίτη χιλιετία», τ. Β΄, εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Άγιον Όρος 1996, 261-264.
Παλιούρα, Α.., Μεταβυζαντινή ζωγραφική, Ιωάννινα 2000.
Πατρικαλάκι, Φ., Η πορεία και το όραμα της βυζαντινής ζωγραφικής, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1995.
Σάκκου, Σ., Η ορθόδοξη εικόνα ως έκφρασι Ορθοδοξίας, Έκδ. ΕΘΕΒΕ, Ομιλίες – Διαλέξεις Επικαίρων θεμάτων, Θεσσαλονίκη 1992, 141-155.
Σιώτου, Μ.Α., Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, έκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήναι 1994.
Σκαλτσή, Π.Ι., «Η Θεοτόκος στη λαϊκή λειτουργική ευσέβεια», στα Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου Εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, 369-386.
Στεφανίδη, Μ., «Η Βυζαντινή Ζωγραφική. Μορφή και Ιδέα - Από του Δαμασκηνού στον Greco», στο περ. Ελληνορθόδοξος Βυζαντινός Πολιτισμός, τ. Α΄ 3 (1998) 103-106.
Τριάντη, Ι.Λ., «Μηνύματα της Κυριακής της Ορθοδοξίας», στο περ. Κοινωνία, τεύχ. 3 (1994) 288-293.
Τσελεγγίδη, Δ.,  «Η εικόνα ως έκφραση της πίστεως και της ζωής της εκκλησίας», στον τόμο Εισηγήσεις μαθημάτων Θεολογικού κύκλου «Ανοιχτού πανεπιστημίου» 2003-2004, Θεσσαλονίκη 2004, 215-224.
Τσομπάνη, Τ., «Πολυόμματες παραστάσεις στη Βυζαντινή ζωγραφική», στην Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Τμήματος Θεολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,  τ. 1  (1990) 385-415.
Τσομπάνη, Τ., «Η Εικόνα μέσα από την Υμνογραφία της Κυριακής της Ορθοδοξίας», περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, τεύχ. 784 (2000) 893-909.
Χρήστου, Π., «Οι Εικόνες και η Ορθοδοξία», Έκδ. ΕΘΕΒΕ, Ομιλίες – Διαλέξεις Επικαίρων θεμάτων, Θεσσαλονίκη 1992, 83-93.
Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Μηνύματα πίστεως, (εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη), Αθήνα 2000.
Delvoye, C., Βυζαντινή Τέχνη, μετάφρ. Μ.Παπαδάκη, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1988.
Duborgel, B., L’ Icône, art et pensée de l’ invisible, Saint-Etienne 1991
Cleman, O.,  Le visage interieur, éd. Stock, Paris 1978.

Βασιλικής Β. Παππά
Μsc, MA Θεολόγου-Δημοσιογράφου

Πηγή: περ. “Γρηγόριος Παλαμάς”, τεύχος 820, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2008.




[1]               Βλ. Δ. Τσελεγγίδη, «Η εικόνα ως έκφραση της πίστεως και της ζωής της εκκλησίας», στον τόμο Εισηγήσεις μαθημάτων Θεολογικού κύκλου «Ανοιχτού πανεπιστημίου» 2003-2004, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 215.
[2]           Βλ. Φ.Κόντογλου, Έκφρασις της ορθοδόξου εικονογραφίας, Τρίτη έκδοση, τ. Α΄, Αθήναι (εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου) 1993, σ. ιε΄. Μ.Π.Παϊσίδου, «Η λαϊκοβυζαντινή ζωγραφική του ΙΘ΄ αιώνα. Δέκα φορητές εικόνες των ιερών ναών Αγίου Νικολάου Πολυγύρου και Αγίου Στεφάνου Αρναίας Χαλκιδικής», στα Χρονικά της Χαλκιδικής, (1987-1988), τεύχη 42-43, σσ. 95-96.
[3]           Αντίθετα, οι Ευσέβιος Καισαρείας (267-340) και Επιφάνιος, επίσκοπος Σαλαμίνας της Κύπρου (367-440), θεωρούσαν τις ιερές παραστάσεις σαν μια επιβίωση των ειδωλολατρικών συνηθειών και ταυτόχρονα σαν μια βλάσφημη θεοποίηση του ανθρώπου. Βλ. Α.Παλιούρα, «Δόγμα και εικόνα. Εκκλησία και Τέχνη. Ο Μέγας Φώτιος οριοθετεί τη ζωγραφική της Ορθοδοξίας από την μεταεικονομαχική περίοδο ως τον 20ό αιώνα», Μνήμη Αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου και Μεγάλου Φωτίου, Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως, στα πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου (14-17 Οκτωβρίου 1993), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 636 με σημ. 16 και ανατύπωση στο Α.Παλιούρα, Μεταβυζαντινή ζωγραφική, Ιωάννινα 2000, σ. 480. C.Delvoye, Βυζαντινή Τέχνη, μετάφρ. Μ.Παπαδάκη, Αθήνα 1991, σ. 100.
[4]           Βλ. Κόντογλου ό.π., σ. ιε΄. Βλ. επίσης Παϊσίδου ό.π., σ. 96. 
[5]           Μ.Βασιλείου, Περι Αγίου Πνεύματος, ΙΗ΄, 45, ΒΕΠΕΣ 52, 269, 18-20 και Ε.Π.Ε. 10, σ. 402. Βλ. επίσης Μ. Σιώτου ό.π., σ. 178 με σημ. 45 (όπου και αναφορά άλλων πηγών). Τ. Τσομπάνη, «Η Εικόνα μέσα από την Υμνογραφία της Κυριακής της Ορθοδοξίας», περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς (2000), τεύχ. 784, σ. 902-903. Β.Γιαννόπουλου, «Εικών κατά τον ιερόν Φώτιον», περ. Θεολογία (1980), τεύχ. 51, σ. 403. Ε.Κ.Γιαννή, «Αναζωγράφησις του ενσημαινόμενου»; Με αφορμή την εικονογράφηση του διδακτικού βιβλίου θρησκευτικών της Γ΄ Δημοτικού, στην Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής - Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1994), τόμ. 3, σ. 130.
[6]               Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγος Α΄, PG 94, 1264 Α Βλ. επίσης Χ. Κρικώνη, «Η διδασκαλία της εκκλησίας περί της τιμής και προσκυνήσεως των ιερών εικόνων» στον τόμο Εισηγήσεις μαθημάτων Θεολογικού κύκλου «Ανοιχτού πανεπιστημίου» 2003-2004, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 268.
[7]           Βλ. Χ.Θ.Κρικώνη, Πατερικά θεολογικά μελετήματα, Θεσσαλονίκη (εκδ. University Studio Press) 1998, σσ. 547-548.
[8]           Βλ. Σ. Σάκκου, «Η ορθόδοξη εικόνα ως έκφρασι Ορθοδοξίας», στον τόμο «Ομιλίες-Διαλέξεις επίκαιρων θεμάτων κατά τις διάφορες εκδηλώσεις της ΕΘΕΒΕ (1988-1991), Θεσσαλονίκη 1992, σ. 151.
[9]           Βλ. Γ. Κρουγκ, Μοναχού, Σημειώσεις ενός εικονογράφου, μετάφρ. Σ.Μαρίνη, Αθήνα (εκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος) 1998, σ. 62.
[10]             Βλ. Μ.Α.Σιώτου, Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, έκδ. Δεύτερη, Αθήναι (έκδ. Αποστολική Διακονία) 1994, σ. 173.
[11]          Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγος Α΄, ια΄, Απολογητικός προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, PG 94, 1241Β.
[12]          Πρακτικά Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi 13, 495E.
[13]          Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Η προσκύνησις των ιερών εικόνων», Ορθόδοξος Μαρτυρία (2003), αρ. φύλ. 77, σ. 2.
[14]             Βλ. Λ.Ουσπένσκυ, Η θεολογία της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, μετάφρ. Σ.Μαρίνη, Αθήνα  (εκδ. Αρμός) 1998, σ. 212.
[15]             Βλ. Π.Ι.Σκαλτσή, «Η Θεοτόκος στη λαϊκή λειτουργική ευσέβεια», στα πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου Εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 373.
[16]          Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγος Α΄, Απολογητικός προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, PG 94, 1264C.
[17]             Βλ. Μ.Α.Σιώτου, ό.π., σ. 216.
[18]          Βλ. Λ.Ουσπένσκη, Η Εικόνα, μετάφρ. Φώτη Κόντογλου, Αθήναι (εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου) 1952, σ. 42. Βλ. επίσης  Χ.Ι.Κοντάκη, «Η Εικών, προϋπόθεσις Ορθοδόξου Χρέους και Εθνικού Φρονήματος», περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς (1996), τεύχ.762, σ. 312. Ι.Γ.Κολλάρου, «Η αφαίρεσις εν τη βυζαντινή αγιογραφία», στον τόμο Ριζάρειος Εκκλησιαστική Παιδεία, τόμος Α΄, Εν Αθήναις 1978, σ. 262. Μ.Καζαμία-Τσέρνου, «Η παράσταση της «Παράδοσης του Νόμου» και η προς Γαλάτας Επιστολή. Εικονογραφική προσέγγιση», περ., Γρηγόριος Παλαμάς (1996), τεύχ. 762, σ. 275.
[19]          Θεοδώρου Στουδίτου, Έλεγχος και ανατροπή των ασεβών ποιημάτων, PG 99, 456C.
[20]          Νικηφόρου, Αντίρρησις Δευτέρα, δ΄, PG 100, 341 Α. Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγος πρώτος απολογητικός προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, PG 94, 1248C.
[21]          Βλ. Ι.Βαλέττα, Φωτίου του σοφωτάτου και αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Επιστολαί, 1864, σ. 218. Πρβλ. Β. Γιαννόπουλου ό.π., σ. 404.
[22]          Θεοδώρου Στουδίτου, Έλεγχος και ανατροπή των ασεβών ποιημάτων, PG 99, 456B.
[23]          Βλ. Τ. Τσομπάνη ό.π., σσ. 898 και 901. Βλ. επίσης Π.Ευδοκίμωφ, Η Τέχνη της εικόνας. Θεολογία της Ωραιότητος, μετάφρ. Κ.Χαραλαμπίδη, Θεσσαλονίκη (εκδ. Π. Πουρναρά) 1980, σ. 168. Π.Χρήστου, «Οι εικόνες και η Ορθοδοξία», στον τόμο «Ομιλίες-Διαλέξεις επίκαιρων θεμάτων κατά τις διάφορες εκδηλώσεις της ΕΘΕΒΕ (1988-1991), Θεσσαλονίκη 1992, σ. 92.
[24]          Βλ. Κ.Καλοκύρη, Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας. Ιστορική, αισθητική και δογματική ερμηνεία της Βυζαντινής ζωγραφικής, Θεσσαλονίκη (εκδ. Π. Πουρναρά) 1972, σ. 206. Βλ. επίσης Α.Χ.Βουτσινά, «Αγιογραφία – Εικαστική θεώρηση και δυναμική», στον τόμο Χ.Σταμούλη (επιμ.), Θεολογία και Τέχνη, Θεσσαλονίκη (εκδ. Το Παλίμψηστον) 1998, σ. 51.
[25]          Πρακτικά Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi 13, 168A. Πρβλ. και Ψευδο-Δαμασκηνού, Λόγος αποδεικτικός Β΄, PG 95, 312D-313A.
[26]          Mansi, τ. 13, 377D, στ. 482. Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου, ό.π., σ. 55. Β.Καραγιάννη, Αρχιμ.,  Η έννοια της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, Κατερίνη (εκδ. Τέρτιος) 1987, σ. 38. Ι.Λ., Τριάντη, «Μηνύματα της Κυριακής της Ορθοδοξίας», περ. Κοινωνία (1994), τεύχ. 3, σ. 289. Π. Ευδοκίμωφ, Η Ορθοδοξία, μετάφρ. Α.Τ.Μουρτζόπουλου, εκδ. Β.Ρηγοπούλου, 1972, σ. 298 με σημ. 69. Η. Οικονόμου, ό.π., σ. 371.
[27]          Πρβλ. Μ. Σιώτου, ό.π., σ. 164.
[28]          Βλ. Χ. Κρικώνη,  ό.π., σ.  549. Βλ. επίσης Σ. Σάκκου,  ό.π., σσ. 150-151.
[29]          Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγος Α΄, Απολογητικός προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, PG 94, 1268.
[30]          Ιωάννου Δαμασκηνού, Περι εικόνων, Λόγος Α΄, ιζ΄, PG 94,  1248C.
[31]          Βλ. Η.Β.Οικονόμου, «Τι είναι η εικών, λειτουργικό σκεύος ή ερμηνευτικό μέσο;», περ. Εκκλησία  (1990), τεύχ. 67, σ. 371.
[32]          Πρβλ. Χ. Οικονόμου, ό.π., σ. 537.
[33]          Βλ. Χ. Κρικώνη, ό.π., σσ. 548-549.
[34]          Βλ. Μ. Καρδαμάκη, Πρωτοπρ., Ορθόδοξη πνευματικότητα. Η αυθεντικότητα του ανθρώπινου ήθους, Σειρά: Ορθόδοξη μαρτυρία, αρ. 3, εκδ. Δεύτερη, εκδ. Ακρίτας  1993, σσ. 219-220.
[35]          Βλ. Ν. Γκιολέ, Ο βυζαντινός τρούλλος και το εικονογραφικό του πρόγραμμα (μέσα 6ου αι. – 1204), Αθήνα (έκδ. Καρδαμίτσα) 1990, σ. 23. Bλ. επίσης Α.Παλιούρα, ό.π., σ. 635 Α.Χ. Βουτσινά, ό.π., σ. 51.
[36]          Βλ. Α. Παλιούρα, Η θεολογία της εικόνας, Διακονία. Αφιέρωμα στη μνήμη Βασίλειου Στογιάννου, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 629. Βλ. επίσης Α. Παλιούρα, ό.π., σ. 261.
[37]          Βλ. Η.Β. Οικονόμου ό.π., σ. 371. Βλ. επίσης Γεωργίου, Αρχιμ. Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Πρόλογος, στο Ν. Ζία. - Σ. Καδά, Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους. Οι τοιχογραφίες του καθολικού, Άγιον Όρος 1998, σ. 9.
[38]          Βλ. Ι. Κογκούλη, Ο εκκλησιασμός των μαθητών. Συμβολή στη λατρευτική αγωγή, Θεσσαλονίκη (εκδ. Κυριακίδη) 1992, σ. 165. Η.Β. Οικονόμου,ό.π., σ. 369.
[39]          Πρβλ. Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη περί των αγίων εικόνων, Αθήναι (εκδ. Ορθόδοξου Τύπου) 1997, σ. 27. Βλ. επίσης Φ. Κόντογλου, ό.π., σ. 450.
[40]          Bλ. Α. Παλιούρα, ό.π., σ. 637.
[41]          Βλ. Κ. Καλοκύρη, ό.π., σ. 205.
[42]          Ματθαίος 6, 22.
[43]          Βλ. Τ.Τσομπάνη, «Πολυόμματες παραστάσεις στη Βυζαντινή ζωγραφική», στο Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Τμήμα Θεολογίας,  τ. 1, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 387.
[44]          Βλ. Η.Β. Οικονόμου, ό.π., σ. 369.
[45]          Βλ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Η προσκύνησις των ιερών εικόνων», ό.π.,  σ. 2.
[46]          Ιωάννου Δαμασκηνού, Κατά εικονοκλαστών, PG 96, 1360Β.
[47]          Βλ. Α. Παλιούρα, «Ορθόδοξη εικόνα και πρόσωπο. Ένα πνευματικό βέλος με αποδέκτη τον 21ο αι.», στον τόμο «Ορθοδοξία-Ελληνισμός. Πορεία στην τρίτη χιλιετία», τ. Β΄, Άγιον Όρος (εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου) 1996, σ. 261.
[48]          Στεφάνου διακόνου της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, εις τον βίον και μαρτύριον του παμμάκαρος και οσίου μάρτυρος Στεφάνου του Νέου, PG 100, 1113Α. Βλ. και Σ. Σάκκου, ό.π., σ. 150 με σημ. 11.
[49]          Πατριάρχου Νικηφόρου, Αντίρρησις Τρίτη, PG 100, 380D. Βλ. και Π. Ευδοκίμωφ, ό.π., σ. 295 με σημ. 57.
[50]          Γερμανού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή προς Θωμαν, επίσκοπον Κλαυδιουπόλεως, PG 98, 172 D-173A.
[51]          Νικηφόρου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Αντίρρησις Τρίτη, PG 100, 384A-B. Πρβλ. Χ. Οικονόμου, «Η εικονογραφική μέθοδος ερμηνείας του Ευαγγελίου», στον τόμο Εικοσιπενταετηρικόν. Αφιέρωμα στον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο, Θεσσαλονίκη (έκδ. Ι. Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως) 1999, σ. 535.
[52]          Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 1168A. Βλ. επίσης Χ. Κ. Οικονόμου, ό.π., σ. 536.
[53]          Nείλου, Επιστολων βιβλίο Δ΄, PG 79, 577-580.
[54]          Βλ. Αγίου Νεκταρίου, ό.π., σσ. 49 και 52.
[55]          Βλ. Φ. Κόντογλου, ό.π., σ.  450.
[56]          Βλ. Α. Παπαδόπουλου, «Άγιοι και αγιότητα στην ελληνορθοδοξία», στον τόμο Ορθοδοξία-Ελληνισμός. Πορεία στην τρίτη χιλιετία, τ. Β΄, Άγιον Όρος (εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου) 1996,  σ. 227.
[57]          Πρβλ. Ν.Π., Μπρατσιώτου «Η ονομαστική εορτή της Ορθοδοξίας, εορτή της βαθυτέρας αυτοσυνειδησίας αυτής», περ. Κοινωνία, (1989), τεύχ. 2, σ. 137. Βλ. επίσης  Β. Καραγιάννη, Η έννοια της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, Κατερίνη (εκδ. Τέρτιος) 1987, σ. 36. Λ. Ουσπένσκη, Η Εικόνα, ό.π., σσ.  47-48 και 52. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Μηνύματα πίστεως, Αθήνα (εκδ. «Νέα Σύνορα»-Α.Α. Λιβάνη)  2000, σ.  288. Θ. Γκούμα-Peterson, «Η εικόνα ως πολιτισμική παρουσία μετά το 1453», στον τόμο J.J. Yiannias (επιμ.), Η βυζαντινή παράδοση μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, 1994, σ. 193. Βασιλείου, Αρχιμ., Θεολογικό σχόλιο στις τοιχογραφίες, της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, Αθήνα (έκδ. Δόμος) 1987 αναδημοσίευση από τον τόμο του Ακαδημαϊκού Μ.Χατζηδάκη, Ο Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, Άγιον Όρος (έκδ. Ι. Μονής Σταυρονικήτα) 1997,  σ. 17.
[58]          Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις τον Προφήτην Ωσηέ, PG 71, 55Β.
[59]          Bλ..Γ.Ε., Μεντιδάκη, πρωτοπρεσβ., Τύπος και συμβολισμός στην Ορθόδοξη λατρεία, τόμ. Πρώτος, Ηράκλειο 1997, σ. 227. Α. Παπαδόπουλου, ό.π., σ. 227.
[60]          Βλ. Γ.Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, Πανεπιστημικές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 146-147. Κ. Γρηγοριάδη «Η ανθρώπινη ύπαρξη στο χώρο της ορθόδοξης λατρείας», περ. Σύναξη (1987), τεύχ. 21, σ. 65.
[61]          Πρβλ.Μ.Α. Σιώτου, Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, ό.π., σ. 168. 
[62]          Βλ. Λ. Ουσπένσκυ Η θεολογία της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, μετάφρ. Σ.Μαρίνη, Αθήνα (εκδ. Αρμός) 1998, σ.195 κ.ε. Βλ. επίσης π. Σ. Σκλήρη, «Εν εσόπτρω». Εικονολογικά μελετήματα, Αθήνα (εκδ. Π. Γρηγόρη) 1992, σσ. 97-98. Ε.Κ. Γιαννή, σ. 130.
[63]          Βλ. Χ. Κρικώνη, ό.π., σσ. 547 και 548.
[64]          Ιωάννου Δαμασκηνού, PG 94, 1332B. Bλ. και Βασιλείου, ό.π., σ. 16.
[65]          Βλ. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη - Βυζαντινές τοιχογραφίες, έκδ. Εκδοτική Αθηνών 1994, σ. 13. Κ.Δ. Καλοκύρη, ό.π., σ. 198. Κ. Δέφνερ-Καφή «Η μορφή της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη», περ. Ελληνορθόδοξος Βυζαντινός Πολιτισμός, τ. Α΄ 3, (1998) σ. 116. Ι.Γ. Κολλάρου, σσ. 262 και 263. Πρβλ. και O. Cleman,  Le visage interieur, éd. Stock, Paris 1978, σσ. 50-51. , B. Duborgel, L’ Icône, art et pensée de l’ invisible, Saint-Etienne 1991, σ. 89. Ε.Κ. Γιαννή, σ. 130.
[66]          Η πλάγια όψη θα απέκοπτε την επικοινωνία του αγίου με τον πιστό, γι’ αυτό και δεν παριστάνονται ποτέ στη στάση αυτή, εκτός μόνο από σπάνιες περιπτώσεις, μέσα σε πολύπλοκες συνθέσεις, όπου οι άγιοι στρέφονται προς το κέντρο. Αναπαρίστανται σε πλάγια στάση μόνο τα πρόσωπα που δεν αγιοποιήθηκαν, όπως οι ποιμένες ή οι μάγοι στη σκηνή της Γέννησης του Κυρίου. Βλ. σχετικά Λ. Ουσπένσκυ, Λ., Η Εικόνα, ό.π., σ. 50 με σημ. 1. Λ. Ουσπένσκυ, Η θεολογία της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, ό.π., σ. 222.
[67]          Βλ. Ε.Κ. Γιαννή, ό.π., σ. 130. L.J., Marion, La croisée du visible, éd. La difference, Paris 1991, σσ. 41-46 και 106-115.
[68]          Βλ. Λ. Ουσπένσκυ, Η Εικόνα, ό.π., σ. 51. Βλ. επίσης Π. Ευδοκίμωφ, Η Ορθοδοξία, ό.π., σ. 299. Βασιλείου, Αρχιμ., Εισοδικόν , ό.π., σ. 20.
[69]          Βλ. Μ.Α.  Σιώτου, Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, ό.π., σ. 176. Βλ. επίσης Χ. Κοντάκη, ό.π., σσ. 314 και 315. Βησσαρίωνα, Αρχιμ., Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, «Πρόλογος», στον τόμο Εικόνες Μονής Παντοκράτορος, Άγιον Όρος 1998, σ. 11. Χ. Κρικώνη, ό.π., σ.  548.
[70]          Βλ. Α.Παλιούρα, ό.π., σ. 261.
[71]          Πρβλ. Μ. Στεφανίδη, «Η Βυζαντινή Ζωγραφική. Μορφή και Ιδέα - Από του Δαμασκηνού στον Greco», στο περ. Ελληνορθόδοξος Βυζαντινός Πολιτισμός, τ. Α΄, (1998), τεύχ. 3, σ.  104. Διονυσίου, Μοναχού Κουτλουμουσιανού, «Οικείοι του Θεού και Κουτλουμούσι», στον τόμο «Ορθοδοξία-Ελληνισμός. Πορεία στην τρίτη χιλιετία», τ. Β΄, Άγιον Όρος 1996, σσ. 440-441. Σ. Σάκκου, «Η ορθόδοξη εικόνα ως έκφρασι Ορθοδοξίας», ό.π., σ. 152.
[72]          Πρβλ. Β. Καραγιάννη, Αρχιμ.,  Η έννοια της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία,  Κατερίνη (εκδ. Τέρτιος) 1987, σσ. 46, 47 και 56 με σημ. 12. Βλ. επίσης Λ. Ουσπένσκυ, Η Εικόνα, ό.π., σσ. 20, 51. Π. Ευδοκίμωφ, ό.π., σσ. 299 και 300. Γ. Κρουγκ, Μοναχού, Σημειώσεις ενός εικονογράφου, μετάφρ. Σ.Μαρίνη,  Αθήνα (εκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος) 1998, σ. 37. Χ. Κοντάκη,  ό.π., σ. 313.
[73]          Βλ. Λ.Ουσπένσκυ, Η θεολογία της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, ό.π., σ. 212.
[74]          Βλ. Ι.Λ. Τριάντη «Μηνύματα της Κυριακής της Ορθοδοξίας», περ. Κοινωνία (1994),  τεύχ. 3, σσ. 289 και 290. Βλ. επίσης Π. Ευδοκίμωφ, ό.π., σ. 323. Πρβλ και Λ. Ουσπένσκυ, Η Εικόνα, ό.π., σσ. 33 και 55. Μ. Σιώτου, Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, ό.π., σ. 168. Κ. Δέφνερ-Καφή, ό.π., σ. 115. Φ. Πατρικαλάκι, Φ., Η πορεία και το όραμα της βυζαντινής ζωγραφικής, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1995, σσ. 111 και 121. Ι.Γ.,Κολλάρου, ό.π., σ. 262. Τ.Τσομπάνη, «Η Εικόνα μέσα από την Υμνογραφία της Κυριακής της Ορθοδοξίας», ό.π., σσ. 897 και 898.
[75]          Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Τα σωζόμενα πάντα, PG 3, 701DC Βλ. επίσης Βασίλειου, Αρχιμ., ό.π., σ. 24.