Thursday, 9 January 2025

Αλεξανδρέττα

 
Μέσα στο ντουλαπάκι της δισκοθήκης, στο επάνω ράφι, βρήκα μερικές ταινίες μαγνητοφώνου, στύλ δεκαετίας του ’60. Στις ετικέτες, μισοξεκολλημένες απο την πολυκαιρία, τα γράμματα του μπαμπά μου, <<Στο Bostan sokak, Στο Γερμανικό, Mε τα Αηδόνια, Η Νίκη πιάνο, Ο Σταυρίκος της Αιμιλίας, κιθάρα: Ροσινιόλ / Αυτή την μέρα που είναι η γιορτή σου, Εξέδυσάν με τα ιμάτια μου...>>. Κατάφερα να βρω κάποιον να μεταφέρει μιά ταινία σε ένα σύγχρονο CD.
 

Ο Σταυρίκος ήταν ο γιός της κυρίας Αιμιλίας και του κυρίου Αντρέα  που οι γονείς μου είχαν γνωρίσει στην Αλεξανδρέττα όταν πήγαν νιόπαντροι. Εκεί ήταν και ο κ. Μανώλης με την κ. Ελένη, αδελφός και νύφη του κ. Αντρέα. Στην παρέα βρέθηκαν το ζευγάρι του κ. Σίμου και της κ. Σοφίας, το ζεύγος κ. Βασιλάκη και κ. Μαρίκας. Εκτός από τον Σταυρίκο που ήταν πολύ μικρός, άλλα παιδιά δεν υπήρχαν, νιόπαντρα τα ζευγάρια γαρ. Γαλλομαθείς, για αυτό φυσικά βρήκαν δουλειά στην Αλεξανδρέττα οι άντρες. Ο μπαμπάς μου, ίσως να γνώριζε τον κ. Αντρέα  από τα Αμελέ Ταμπουρού, νομίζω πως τον πήρε το μάτι μου σε μιά φωτογραφία ανάμεσα στους άλλους στρατιώτες / εργάτες.
 
Ζούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο, μέσα σε μιά αυλή με χουρμαδιές, πορτοκαλιές και όλα τα καλά του Θεού, με την μανταμ Εντβιζ νοικοκυρά και τον μονσιό Χρήστο, που μόνο Γαλλικά μιλούσαν, σύζυγό της, να τους προσέχει και να προσέχει τους χουρμάδες και τα πορτοκάλια με τα οποία μαστόρευε γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες, πορτοκαλόπιτες και χουρμαδόπιτες, χοσάφια, liquor και Χαλεπλίδικες συνταγές. Μετρούσε και ξαναμετρούσε τα οπωρικά και απ’ το μέτρα-μέτρα έχανε τον λογαριασμό. Δεν τον έχανε μόνο από τον μέτρημα αλλά και από τις αταξίες που έκαναν τα νεαρά ζευγάρια και έβαζαν χέρι πότε-πότε στα λαχταριστά φρούτα. Τσιμουδιά όλοι. Μια μέρα που ο Σταυρίκος έφαγε δυό-τρεις ξυλιές από μιά ανδραγαθία που έκανε, πήγε με κλάματα στην μαντάμ Εντβιζ και τους μαρτύρησε, <<voila, bak madam Edwiz>>! Βέβαια εξυπακούεται πως έφαγε και μερικές άλλες ξυλιές παραπάνω στα μαλακά.
 
Λίγο παρακάτω ήταν ο θείος Μόρφης, εξάδελφός της μαμάς μου, με την θεία Αθανασία και τα παιδιά τους, την Νίτσα και τον Γιαννάκη και παραπέρα, ο Δημητρός που ήταν ψάλτης (σίγουρα ήταν με τον μπαμπά μου στα Αμελέ Ταμπουρού) ο οποίος παντρεύτηκε την Κατίνα στην Εκκλησία του Πέτρου και Παύλου με Ιερέα τον Πατ. Κύριλλο (που ζύμωνε τις Λειτουργιές για την Εκκλησία) και την μαμά μου κουμπάρα. Παρανυφάκια, η Νίτσα και ο Γιαννάκης, μάλλον αυτός κρατούσε τις λαμπάδες. Περνούσαν καλά και από ό,τι έλεγαν, στο περιβόλι υπήρχε μιά χαβούζα, μικρή-μεγάλη δεν νομίζω να μ' είχε πει κανείς, που έριχναν μέσα τα καρπούζια και τα καβούνια για να διατηρούνται δροσερά, και τα βράδια μαζευόντουσαν γύρω της, με μαντολίνα και κιθάρες και το έριχναν στο τραγούδι και στις καντάδες. Ετσι ο Σταυρίκος γνώρισε την κιθάρα και η μητέρα μου που τον τρελαινόταν και αυτός ήταν κολλημένος επάνω της, κατάφερε να του φτιάξει μιάν από χαρτόνια και εφημερίδες, με αυτήν κοιμόταν και με αυτήν ξυπνούσε.    
 
Κάποτε όλοι τους άφησαν την πόλη που ίδρυσε ο Μεγαλέξανδρος, τον Άγιο Πέτρο και γύρισαν στην Πόλη, γέννησαν παιδιά, εξακολούθησε η φιλία των ζευγαριών και τα παιδιά και εγώ μαζί, συνέχισαν την φιλία που γέννησε η Αλεξανδρέττα. Ο Δημητρός που ήταν ψάλτης έγινε Διάκος, καλλίφωνος όπως ήταν έγινε Παπάς πολύ αργότερα, την Κατίνα την φώναζα θεία και ο Δημητρός από θείος που άρχιζα να τον φωνάζω, στα καλά καθούμενα, έγινε Πάτερ. Είναι για να μην μπερδεύεται κανείς;
 
Το μεράκι της κιθάρας έμεινε στον Σταυρίκο και έψαλλε στο Αναλόγιο. Το <Ροσινιόλ>, το τραγούδι που σύνθεσε λόγια και μουσική ο Σταυρίκος για κάποια Γιορτή της μητέρας, για την μαμά του, <Αυτή την μέρα που είναι η γιορτή σου, η φύσις όλη θα χαμογελά και εγώ μαζί της, θα σου πω <<θυμήσου στιγμές ωραίες και όλα θα παν καλά...>>, και το <Εξέδυσάν με τα ιμάτια μου...>, τραγουδήθηκαν και για ενθύμιο μαγνητοφωνήθηκαν στο μαγνητόφωνο GRUNDIG του μπαμπά μου, στο Bostan Sok, no 9, στον δρόμο που οδηγούσε στο Αγίασμα του Αη Γιάννη, στα Θεραπειά, στο σπίτι μας. Ηταν μερικές μέρες πριν η οικογένεια του κ. Αντρέα πάρει την άγουσα προς το Μοντρεάλ του Καναδά και ήρθαν να μας αποχαιρετήσουν.
 
Ήταν η εποχή που ο Ρωμιόκοσμος της Πόλης <έπαιρνε των ομματιών>, μάζευε όσα μπορούσε, άφηνε τα πιό πολλά πίσω και έφευγε. Αεροπλάνα και βαπόρια, βαλίτσες  δερμάτινες και μή, μπαούλα, τραίνα, αγκαλιές φιλιά, ώρα καλή και στο επανειδείν...
 
Στην αρχή αλληλογραφούσαν συχνά, μετά πέρασε ο καιρός και τα γράμματα αραίωσαν. Κάποτε σταμάτησαν, C'est la vie έλεγε ο μπάμπάς μου. Φιλοσοφούσε συχνά με αυτό. Το Saint Benoit στο Karakoy με τους Φρέρηδες, βλέπετε.
 
Με τον χρόνο που φεύγει και όταν το βάλει στον νου του, σταματημό δεν έχει, έφυγαν οι μεγαλύτεροι. Πρόωρα και δίχως ένα γειά, έφυγαν και δυό από τους μικρότερους, για το ταξίδι δίχως επιστροφή, με one way ticket. Γιατί τόση βιασύνη βρε παιδιά;
 
Ο Άγιος Πέτρος έπαθε ζημιές μεγάλες στον φονικό σεισμό από ότι έμαθα. Σκέφτηκα τις χουρμαδιές και τις πορτοκαλιές στην αυλή της μαντάμ Εντβιζ, τη χαβούζα και τη συντροφιά της Αλεξανδρέττας, με τα Γαλλικά και το <βουαλά> του Σταυρίκου και τις ξυλιές που ξανάφαγε και χαμογελώ σαν να βλέπω την παράσταση. <Πριν γεννηθείς εσύ>, έλεγε η μαμά μου και με έπιανε το παράπονο... <Άστο το παιδί>, έλεγε η πανταχού παρούσα γιαγιά μου. 
 
Νίκη Beales
Ιανουάριος 2025
Buckingham, Αγγλία

No comments: