Monday, 16 December 2013

Προεόρτιες τῶν Χριστουγέννων μνῆμες

Στὸν Παναγιώτη Σταμούλη, ἑόρτιος χαιρετισμός

Ἀναμφίβολα, οἱ μέρες αὐτές, οἱ προεόρτιες τοῦ Δωδεκαημέρου εἶναι μέρες μνήμης καὶ ἐπιστροφῆς. Ἐπιστροφῆς σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους, ἐκείνους τῆς παιδικῆς μας ἠλικίας, ποὺ εὐωδιάζουν μέσα μας ἀπὸ ἀθωότητα καὶ καλωσύνη. Γιατὶ τότε τὰ πράγματα τὰ βλέπαμε δίχως τὴ βιασύνη καὶ τὴν ἔναγχο προσπάθεια τοῦ σήμερα, ποὺ πότε μὲ τὴν ὑπερκατανάλωση, πότε μὲ τὴν κρίση -τὴν ὅποια κρίση- ἀποσυντονίζει τὸ εἶναι μας. Εἶχαν οἱ μέρες ἐκεῖνες τὴν ὁμορφιά τους, παρ᾿ ὅλο ποὺ μήτε δέντρα στολισμένα βλέπαμε, μήτε πολύχρωμα φωτάκια νὰ στολίζουν τὰ σπίτια. Τὰ μόνα στολίδια τῶν σπιτιῶν τότε ἦταν τὸ ἀσβέστωμα τῆς παραστιᾶς, τὸ καινούριο «στὸρ» στὸ μικρὸ παράθυρο, ἡ προετοιμασία τῆς ἑορταστικῆς τράπεζας καὶ φυσικὰ ἡ προετοιμασία τῶν ἁπλῶν χωρικῶν νὰ μεταλάβουν γιὰ «τοῦ Κ᾿ στοῦ», ἔτσι ὥστε νὰ καταλάβουν ὅτι ὄντως ἔρχεται τὸ πλούσιο σὲ εὐλογίες καὶ ὁμορφιά Δωδεκαήμερο.   


Τὰ παιδιὰ πάλι περίμεναν πῶς καὶ πῶς τοῦτες τὶς μέρες, γιατὶ θὰ σταματοῦσαν τὰ Σχολεῖα, θὰ πήγαιναν στὰ Κάλαντα, ὄχι μιὰ ἤ δυὸ φορές, ἀλλὰ τρεῖς. Δηλαδὴ καλάντιζαν τὶς παραμονὲς τῶν Φώτων, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τῶν Φώτων. Κι ἦταν ἡ χαρά τους ὄχι ἁπλὰ μεγάλη, ἀλλὰ κι ὠφέλιμη, ἀφοῦ θὰ συνέδραμαν στὸ φτωχικὸ τῆς φαμίλιας τους βαλάντιο. Περίμεναν λοιπόν, τὰ παιδιὰ τὸ Δωδεκαήμερο. Καὶ μάζευαν ἀπ᾿ αὐτὸ μνῆμες εὐλογημένες καὶ βιώματα ἀκριβὰ γιὰ νὰ τὰ ἔχουν φυλαχτὸ στὶς δύστυχές τους μέρες. Βιώματα μὲ περιέχομενο ποὺ ἴσως νὰ μὴν τὸ καταλαβαίνουν σήμερα, ὡστόσο τότε εἶχε τὴ σημασία του καὶ τὸ κέρδος σὲ ἀνθρωπισμό, τρυφερότητα καὶ τιμή. Ὅπως αὐτὸ ποὺ στὴ συνέχεια θὰ παρουσιαστεῖ, ὄχι γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει, μονάχα γιὰ νὰ τιμήσει ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Κάτω Χωριοῦ μας ποὺ μᾶς λείπουν τόσο. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς λείπει ἡ καλωσύνη κι ἡ ἀρχοντιά τους.

Ἦταν γύρω στὰ 1960-61. Μέρες τοῦ Σαρανταήμερου, ποὺ μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὰ Χριστούγεννα. Πρὶν ἀπό τὸ μεγάλο σεισμό, ποὺ μᾶς ὀρφάνεψε ἀπὸ τὴν παλιά μας τὴν ἐκκλησιά, τῶν Ἀγ. Ἀναργύρων, στὸ Κάτω Χωριό.

Πότε ἀκριβῶς δὲ θυμᾶμαι. Ἴσως νὰ ἦταν γύρω στὶς ἀρχὲς τοῦ Δεκεμβρίου, ὅταν πηγαίνοντας μιὰ Κυριακὴ πρωΐ στὴν ἐκκλησιὰ, ἀκούσαμε ἔνα ἦχο παράξενο, λίγο παρακάτω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ τὴ θύρα, κοντὰ στὴ στροφὴ ποὺ πάει ὁ δρόμος γιὰ τὸ Λουτράκι. Πλησιάσαμε λοιπόν, κι εἴδαμε νὰ βόσκει ἕνα γουρουνάκι γκριζόμαυρο, χαριτωμένο καὶ πολὺ φιλικό, κάπου ἐκεὶ στὸ σύνορο μεταξὺ τοῦ δρόμου ποὺ κατεβαίνει καὶ τοῦ σπιτότοπου, ποὺ ἦταν ἐκεῖ δίπλα,  ἐρειπιασμένος. Μάλιστα, τὸ γουρουνάκι τὸ εἶχαν δεμένο μὲ σχοινὶ γιὰ νὰ μὴ χάνεται. Τὸ εἶχαν δὲ ὁ μπαρμπα Παναὴς ὁ Σταμούλης κι ἡ θειὰ ἡ Οὐρανία, ποὺ μένανε ἐκεῖ δίπλα, λίγα βήματα παρακάτω ἀπό τὴν ἐκκλησία.


Εἶν᾿ ἀλήθεια ὅτι στὸ χωριὸ εἴχαμε πρόβατα, γίδες, γαϊδουράκια, μουλάρια, ἄλογα, καὶ «ζευγάρια», γελάδια δηλαδή. Τὸ γουρούνι ἦταν σπάνιο ἕως ἄγνωστο θὰ ἔλεγα. Ἔτσι ὅταν τὸ εἴδαμε, στρουμπουλό - στρουμπουλό καθὼς ἦταν ἀφήναμε τὸ ἱερό, ὅπου πηγαίναμε γιὰ νὰ διακονήσουμε τὸν παπᾶ καὶ βγαίναμε ἔξω νὰ  χαζέψουμε τὸ γουρουνάκι καὶ νὰ παίζουμε μαζί του. Κι ἐκεῖνο ἔβγαζε κάτι γρυλίσματα, λὲς καὶ χαιρόταν τὴν παρουσία μας. Κι ὅλο ἔχωνε τὴ μουσούδα του στὸ χῶμα τρώγοντας ρίζες καὶ χορτάρι.  Μέχρι ποὺ ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα καὶ τὴν παραμονὴ ξεκινήσαμε γιὰ νὰ τὰ ποῦμε.

Τὸ πρῶτο σπίτι ποὺ πηγαίναμε κι ἀρχίζαμε νὰ τὰ λέμε, ἦταν τὸ σπίτι τῆς θειᾶς Οὐρανίας, ποὺ εἶχε τὸ γουρουνάκι. Πήγαμε λοιπὸν κι ἐκείνη τὴ χρονιὰ, τὰ εἴπαμε κι ὕστερα ρωτήσαμε τὶ κάνει ὁ μικρός μας φίλος. Γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἀπάντηση ὅτι εἶχε ἐτοιμαστεῖ γιὰ τὴν γιορταστικὴ τῶν Χριστουγέννων τράπεζα, ὅπως τόσα καὶ τόσα ζωντανά.

Φύγαμε φαρμακωμένοι, σὰ νὰ χάσαμε κάτι πολύτιμο. Κι ἄς ἔλεγε ἡ θειὰ ἡ Οὐρανία ὅτι ὁ Θεὸς τα ἔδωσε γιὰ νὰ χαίρονται οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ γιορτάζουν. Ἐμεῖς σκεφτόμασταν ὄτι όταν θὰ βγαίναμε τὶς αὐγὲς ἀπό τὸ ἱερό, τότε δηλαδὴ ποὺ τέλειωνε ἡ ἐκκλησία, δὲν θὰ βλέπαμε πιὰ τὸ μικρό μας φίλο, τὸ γκριζόμαυρο γουρουνάκι, μήτε θὰ ξανακούγαμε τὸ φιλικό του γρύλισμα...

Τὰ χρόνια πέρασαν. Ἔφυγαν ὅλοι ἀπό τὸ Κάτω Χωριό γιὰ τὸν κόσμο τὸν ἀληθινό, κι ἐρήμωσε ὁ τόπος. Ὡστόσο ὅταν ἔρχονται αὐτὲς οἱ μέρες οἱ προεόρτιες καὶ τοὺς θυμᾶμαι, μαζί μ᾿ αὐτοὺς ἔρχεται στὸ νοῦ κι ἐκεῖνο τὸ χαριτωμένο γουρουνάκι, τὸ εὐχάριστο παιχνίδι τῶν παιδικῶν μας χρόνων δηλαδή, ποὺ δὲν τὸ ξαναζήσαμε ποτὲ πιά. Ὅπως καὶ τόσα ἄλλα...

π. Κων. Ν. Καλλιανός

No comments: