…και η προσφορά της
Εκκλησίας κατά την τουρκοκρατία
Μέρα μνήμης η 29η
Μαΐου, η ημέρα (Τρίτη ήταν) που το 1453
συνέβη το τραγικό γεγονός της άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως. Μέρα αποφράδα
(καταραμένη) αποκλήθηκε και συνδέθηκε με θρύλους και με το δημοτικό τραγούδι.
Με αυτό ο λαός εξέφρασε τον καημό του, και έτσι θρήνησε τον χαμό της
Βασιλεύουσας. Να τί γράφει ένας θρήνος
του Πόντου:
Έναν πουλίν καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλιν
Ουδέ
στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
Επήγεν
και ν- εκόνεψεν και ΄ς σου Ηλί τον κάστρον.
Εσείξεν
τ’ έναν το φτερόν ΄ς σο αίμα βουτεμένον.
Εσείξεν τ’ άλλο χαρτίν
έχει γραμμένον.
Από
κανείς κ’ ενέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης,
Έναν
παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται και αναγνώθει.
Σίτ’
αναγνώθ’, σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν,
«Αλί
εμάς και βάϊ εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!».
Μοιρολογούν
τα εγκλησιάς, κλαίγ’νε τα μοναστήρια
Κι
ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει δερνοκοπιέται.
-Μην
κλαις, μην κλαις Άι-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι.
-Η
Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία πάρθεν!
-Η
Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
Οι πέντε τελευταίοι στίχοι
έχουν και την ακόλουθη παραλλαγή:
Όλ’ έπαιρναν υπομονήν, επαίρναν παρ’γορίαν
Α-γιάννες
κι Αε-Θόδωρον και Αγιά Σοφιά στην Πόλιν
Παρηνοσίαν
κ’ είχανε ουδέ παρηγορίαν.
-Αγιάννε,
έπαρ΄υπομονήν, έπαρ’ και παργ’γορίαν
Οι
Έλληνες γερούν κι ανθούν και φέρουν πάλιν άλλα.
Οι τελευταίοι στίχοι δίνουν
το στίγμα της μετά την άλωση αρχής, το γενέσιο, του νέου Ελληνισμού και
θυμίζουν τα λόγια του ιερομάρτυρα Αρχιεπισκόπου
Κύπρου Κυπριανού πριν από το Μαρτύριο του, την 9η Ιουλίου 1821, στον
Μουσελλίμ Αγά, που απαθανάτισε ο Κύπριος εθνικός μας ποιητής Βασίλης
Μιχαηλίδης:
Η Ρωμιοσύνη έν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
Κανένας
δεν ευρέθηκεν για να την ηξηλείψει,
Κανένας,
γιατί σκέπει την ΄πού τά ΄ψη ο Θεός μου.
Η
Ρωμιοσύνη έν να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!
Για την άλωση τίθενται δύο
ζητήματα. Το πρώτο είναι αν ήταν σωστή η επιλογή του λαού, όπως την εξέφρασε ο
Νοταράς, «προτιμότερο το οσμανικό φακιόλιο, παρά η παπική τιάρα». Σημειώνεται
ότι ο Νοταράς τις αμέσως επόμενες ημέρες της αλώσεως, με εντολή του Μωάμεθ, εκτελέστηκε μαζί με τους δύο πρεσβύτερους
υιούς του, ενώ ο νεότερος παραδόθηκε στον αρχιευνούχο του Σουλτάνου... Το
δεύτερο είναι αν θα σωζόταν η αυτοκρατορία, στην περίπτωση που οι Έλληνες
προσκυνούσαν τον Πάπα.
Το δίλημμα περιγράφει
απαράμιλλα ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στο βιβλίο του «Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος-
Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού» (Εν Κερκύρα, Τυπογραφείον
Ερμή Α. Τερζάκη και Θ. Ρωμαίου, 1852, σελ. 503 -504). Γράφει:
«Οφείλει το γένος των Ελλήνων, παραιτούμενον των περί Ορθοδοξίας
αξιώσεων του, και επί σκοπώ του να διαφυλαχθή από τους άκρους κινδύνους, να
στρέψη όμμα συνδιαλλακτικόν προς την Δύσιν, να παραδεχθή τον Παπισμόν, να
συγχωνευθή μετά των εσπερίων εθνών, να απολέση την αρχαιόγονον φύσιν του, να
εξουθενηθή εις τον ωκεανόν των δυτικών εθνικοτήτων, να αποταχθή τη αυθεντία του
παρελθόντος, να απεκδυθή της ιστορικής ηγεμονείας του και ταύτα πάντα χωρίς της
βεβαιότητος ότι θέλει σωθή ποτε από της ημέραν παρ’ ημέραν αναβαινούσης
βαρβαρικής πλημμύρας. Ή μάλλον, ρέπον προς τούτον τον βάρβαρον, επειδή ταχέως ή
βραδέως ο βάρβαρος μέλλει να νικήση, οφείλει προς τούτον μεν να παραχωρήση την
αυτονομίαν, τον βυζαντινόν θρόνον, την πολιτείαν, εις εαυτό δε να φυλάξη την
κατοχήν του θρησκεύματος, ως παλλάδιον εντός του οποίου ήθελε καταφύγει και
κρυφθή ο σπόρος της πολιτικής ελευθερίας;- Εις άλλας λέξεις, τι μέλλει να δώση
βοράν εις τον της Ανάγκης αδυσώπητον δράκοντα; Την ύλην, ή το πνεύμα; Να δώση
το θρήσκευμα και την εν τω θρησκεύματι περιεχομένην μέλλουσαν αναγέννησιν προς
τους Δυτικούς, ή να παραδώση το μεσαιωνικόν ατελέστατον πολίτευμα προς τους
διαδόχους του Οτομάνου;
Δεξιόθεν
κρημνός- αριστερόθεν τάφος».
Και προσθέτει ο
Ζαμπέλιος:
«Δεν εννόησαν και δεν εξετίμησαν εισέτι (Σημ. το 1852...) οι Ευρωπαίοι
την αληθινήν φύσιν του περί ενώσεως ζητήματος, διότι δεν εγνώρισαν εισέτι καλώς
την φύσιν και την αποστολήν της Ορθοδοξίας. Διότι δεν εννόησαν ότι δόγμα
θρησκευτικόν, οίον το Ελληνικόν, είναι όρος της του έθνους ατελευτησίας, είναι
αυτό εκείνο το έθνος.
Το
γένος λοιπόν των Γραικών ώφειλε κατά θείαν οικονομίαν, και κατά ιστοριονομικόν
δίκαιον να υποπέση υπό την αιχμαλωσίαν. Ώφειλεν εις την κολυμβήθραν της
δουλείας να βαπτισθή, ίνα εξέλθη πάντως κεκαθαρισμένον και αγνισμένον εις την
ζωήν του μέλλοντος. Αυτήν δε την καθαρτηρίαν κολυμβήθραν η Ορθοδοξία
ητοίμασεν».
Μένει να απαντηθεί το
ερώτημα αν οι δυτικοί ήθελαν και μπορούσαν να αποτρέψουν την άλωση. Ο Πάπας και
οι δυτικοί δεν ήθελαν να βοηθήσουν τους «σχισματικούς» Έλληνες στην άμυνα
έναντι των Οσμανιδών. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του καρδιναλίου της
Φλωρεντίας Αντωνίνου: «Δεν υπάρχει λόγος
να δοθεί βοήθεια σε αιρετικούς, σχισματικούς και αναθεματισμένους. Όπως με τους
πανωλόβλητους έτσι και με τους άθεους αιρετικούς δεν επιτρέπεται κοινωνία.
Πρέπει οι Έλληνες να αφεθούν αβοήθητοι στην τιμωρία, την οποία εξέλεξε γι’
αυτούς ο Θεός». (Βλ. σχ. Αρχ. Θυατείρων και Μεγ, Βρετ. Μεθοδίου «Έλληνες
και Λατίνοι» Β΄ Έκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 418). Ας μην ξεχνάμε τον λόγο του Πετράρχη: «Οι Τούρκοι είναι εχθροί, αλλά οι Έλληνες
σχισματικοί είναι χειρότεροι από εχθρούς». (Ζοέλ Νταλέγκρ «Έλληνες
και Οθωμανοί 1453-1923», 3η έκδ., Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, σελ. 45).
Υπήρχε ένα μίσος των Δυτικών σε βάρος των «ατίθασων»
Ελλήνων μετά το Σχίσμα του 1054. Περίτρανη απόδειξη η άλωση της Πόλης από τους
Φράγκους το 1204 κατά την Δ’ Σταυροφορία.
Τότε αντί να πάνε να απελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ κούρσεψαν την
Βασιλεύουσα και καταδυνάστευσαν τον Ελληνισμό. Στο «Χρονικό του Μορέως» είναι
προφανής αυτός ο μισελληνισμός όχι μόνο του φραγκόδουλου συγγραφέα, αλλά
γενικότερα των Φράγκων. Επίσης μελέτες περί της φραγκοκρατίας – ενετοκρατίας
των Γεωργίου Δώριζα και Κώστα Καιροφύλα για την Τήνο, Περικλέους Ζερλέντου για
την Πελοπόννησο, Διακόνου Φιλαρέτου Κουρίτου για την Κύπρο, William Miller και Νίκου Ζαχαρόπουλου
για όλη την Ελλάδα, περιγράφουν την καταπίεση που υφίσταντο οι Έλληνες υπό την
εξουσία των Φράγκων και των Ενετών. Ήταν τόση η πίεση από τον Πάπα και τους
υποτελείς του ηγεμόνες της Δύσης να τους στερήσουν την ύπαρξή τους και να τους
καταστήσουν ανδράποδα, που τους έσπρωχνε στην άλλη τυραννία, των αλλόθρησκων
Οσμανιδών.
Tο άλλο ερώτημα είναι: Αν οι Έλληνες δέχονταν να
καταστούν υποτελείς στον Πάπα, τότε αυτός και οι δυτικοί ηγεμόνες θα είχαν τη
δύναμη να αποτρέψουν την άλωση; Η απάντηση είναι απολύτως αρνητική. Κατά τον
Κων. Παπαρρηγόπουλο αν στην εποχή του η Δύση μετά κόπου μπορούσε να ομοφωνήσει
ως προς τα ανατολικά πράγματα δύσκολα μπορεί να παραδεχθεί ότι μπορούσε να
πολιτευθεί διαφορετικά πριν από 400 χρόνια, πριν κατά και μετά την άλωση, όταν,
όπως γράφει, «η μεν πολιτική περίνοια ήτο
ταπεινοτέρα τα δε ευτελή τοπικά συμφέροντα ήσαν πολυπλοκώτερα και ισχυρότερα»
(Κων. Παπαρρηγόπουλου
«Ιστορία Ελληνικού Έθνους», Εκδ. Οίκος Ελευθερουδάκη, Αθήναι, 1925, τ. 5ος,
Μέρος 2ο, σελ. 10). Απόδειξη ο πρώην Ορθόδοξος Μητροπολίτης
Τραπεζούντος και μετά καρδινάλιος Βησσαρίωνας. Ο Πάπας αφού του αγόρασε την
ψυχή τον ξεγέλασε και δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα του να διοργανώσει
σταυροφορία απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οσμανίδες.
Ο Σουλτάνος Μωάμεθ, για τους
δικούς του λόγους, άφησε στους υπόδουλους Έλληνες τον βυζαντινό θεσμό του
Πατριαρχείου. Πολλά έχουν γραφτεί για τους λόγους της απόφασης του Μωάμεθ. Το γεγονός είναι πως
στον Πατριάρχη δόθηκαν ορισμένα προνόμια, τα οποία στη συνέχεια συνήθως οι
Σουλτάνοι παραβίαζαν. Γράφει ο Στίβεν Ράνσιμαν ότι «στους χριστιανούς δεν επετράπη να λησμονήσουν ότι ήταν υποτελής λαός».
Και προσθέτει ο άγγλος ιστορικός:
«Δεν μπορούσαν να χτίσουν νέες εκκλησίες χωρίς ειδική άδεια, η οποία
σπάνια διδόταν...Οι χριστιανοί έπρεπε να φορούν ιδιαίτερη ενδυμασία. Εκτός από
τον Πατριάρχη κανένας από αυτούς δεν μπορούσε να ιππεύει άλογο. Κανένας χριστιανός
δεν μπορούσε να υπηρετεί επισήμως στις ένοπλες δυνάμεις, αν και στην
πραγματικότητα τους στρατολογούσαν βιαίως στο ναυτικό, και στις χριστιανικές
περιοχές είχαν σχηματισθεί τοπικά τμήματα εθνοφρουρών, οι γνωστοί Αρματολοί. Οι
χριστιανικές οικογένειες ήσαν εκτεθειμένες στην αυθαίρετη αρπαγή των νεαρών
γιών τους, για να εξισλαμισθούν και να καταταγούν στα τάγματα των γενιτσάρων.
Ένας χριστιανός που είχε εξισλαμισθεί, έστω και παρά τη θέλησή του ως παιδί ή
ως αιχμάλωτος, ήταν υποκείμενος στην ποινή του θανάτου, αν ξαναγύριζε στην
παλιά του πίστη». (Στ. Ράνσιμαν «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία», Εκδ.
Μπεργαδή, τόμος Β’ Αθήνα, 1979, σελ. 357-358). Ο δόλος και η βιαιότητα
των εξισλαμισμών εκ μέρους των αλλοθρήσκων κατακτητών είχαν ως αποτέλεσμα το
νέφος των Νεομαρτύρων. Περί των Νεομαρτύρων κατά τους χρόνους της φρικτής
δουλείας του Γένους έγραψαν ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) το «Νέον Μαρτυρολόγιον» Του και ο θεολόγος
Ιωάννης Περαντώνης «Το λεξικόν των Νεομαρτύρων», Έκδοση της Εκκλησίας της Ελλάδος
με την ευκαιρία της επετείου των 150 ετών από της ενάρξεως της Επαναστάσεως του
1821.
Σημαντικό ήταν το γεγονός
πως οι Έλληνες του 1821 είχαν διατηρήσει την ίδια Πίστη, την πνευματική
ιδιοπροσωπία και την εθνική ταυτότητα που είχαν οι πρόγονοί τους πριν από 400
χρόνια. Επίσης είχαν εκείνων την άσβεστη επιθυμία για ελευθερία. Πρόκειται περί θαύματος που
οφείλεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κλήρο και λαό. Ο καθηγητής και ακαδημαϊκός
Διον. Α. Ζακυθηνός γράφει σχετικά:
«Πανθομολογούμενον είναι
ότι η Εκκλησία έσωσε το Ελληνικόν Έθνος κατά τους σκοτεινούς χρόνους της
δουλείας....Καθ’ ημάς η Εκκλησία υπήρξε πρωταρχικός ηθικός συντελεστής της
συντηρήσεως του Έθνους. Δια της αναγνωρίσεως των προνομίων του πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως εδημιουργήθη εν τοις πλαισίοις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
παρακρατικός τις οργανισμός, το ορθόδοξον εκκλησιαστικόν Κράτος του Ελληνικού
Έθνους». (Διον. Α. Ζακυθηνού «Η Τουρκοκρατία – Εισαγωγή εις την
Νεωτέραν Ιστορίαν του Ελληνισμού», Εκδ. Ε.Γ. Βαγιονάκη, σελ. 27-28).
Μετά την Επανάσταση το σωτήριο έργο της Εκκλησίας
επαίνεσαν αγωνιστές, όπως οι Θεόδ. Κολοκοτρώνης και Ιωάν. Μακρυγιάννης,
ιστορικοί της Επαναστάσεως, όπως ο Σπυρ. Τρικούπης, και ο σοφός νομομαθής
Νικόλαος Σαρίπολος, ο οποίος στην Εθνοσυνέλευση του 1864 είχε διακηρύξει: «Εσώθημεν, ως Έθνος, δια της Εκκλησίας».
Επίσης το 1833 η υπό την προεδρία του Σπ. Τρικούπη Επιτροπή, που συνέστησε η Αντιβασιλεία του Όθωνα για να μελετήσει την
κατάσταση της Ελληνικής Εκκλησίας, στην
Έκθεσή της γράφει:
«Η αναλλοίωτος διατήρησις
των εθίμων της Ανατολικής Εκκλησίας εν διαστήματι 378 χρόνων, των από της
αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως άχρι τούδε, είναι το πλέον αξιοπαρατήρητον εις
την Εκκλησιαστικήν ιστορίαν. Τοιαύτη κατά τούτο υπήρξεν εις όλον τούτο το διάστημα
η ακρίβεια της διατηρήσεως της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας, ώστε δύναταί τις
να είπη μετά βεβαιότητος ότι η Ανατολική Εκκλησία του 1833 είναι, καθ΄ όσον
ανάγεται εις τα έθιμα, απαραλλάκτως η αυτή με την των 1453....Την στέρησιν της
προόδου των φώτων αναπληροί εις τον κλήρον της Ανατολικής Εκκλησίας πίστις
ανυπόκριτος, απλότης ευαγγελική και παραδειγματική φιλοπατρία. Πρώτοι οι ιερείς
του Υψίστου έκλιναν ους ευήκοον εις την φωνήν της Ελευθερίας και περιζωσάμενοι
μετά της νοητής ρομφαίας του Ευαγγελικού λόγου το ξίφος του Άρεως, διέπρεψαν
πολλαχώς εις τον Ελληνικόν Αγώνα». ( Βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Σιμοπούλου «Μάρτυρες και
Αγωνισταί Ιεράρχαι», Εκδ. Γραφείον «Σείριος», Αθήναι, 1972, Τόμος Β΄ σελ. 498).
Παρά το ότι ο κλήρος επί τουρκοκρατίας κατηγορείται για
αγραμματοσύνη -κυρίως από εκείνους τους
Έλληνες που κατέφυγαν στην Εσπερία και από τις ανέσεις που απολάμβαναν
παρίσταναν τους εισαγγελείς εναντίον εκείνων που έμειναν μαζί με τον λαό και
του έδιναν ό, τι μπορούσαν- οι κληρικοί ήσαν που
όλους αυτούς τους αιώνες κράτησαν την Παιδεία του Έθνους.
Στους πρώτους αιώνες της δουλείας οι ολιγογράμματοι
παπάδες και μοναχοί κρατούν την πίστη και μαθαίνουν στα παιδιά τα λίγα
«κολυβογράμματα» που γνώριζαν, με το Οκτωήχι, το Ευαγγέλιο, τα Μηναία. Οι ίδιοι
και το ποίμνιό τους έγραφαν ανορθόγραφα, αλλά έγραφαν ελληνικά. Και το κρυφό
σχολειό ήταν μια πραγματικότητα, όπως αποδεικνύει στο βιβλίο του «Το κρυφό
σχολειό» ο Γιώργος Κεκαυμένος (Εκδ. Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα, 2012), που
και αυτό κοντά στα φανερά σχολεία συνέβαλε καίρια στη διατήρηση της ελληνικής
εθνικής συνείδησης. Αποκρύπτεται πάντως επιμελώς από τους εχθρούς της Εκκλησίας
ότι ΟΛΟΙ οι δάσκαλοι του Γένους ήσαν ή κληρικοί, -οι περισσότεροι-, ή λαϊκοί,
πιστά μέλη της Εκκλησίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένα ονόματα: Άγιος Κοσμάς
ο Αιτωλός, Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Νεκτάριος
Τέρπος, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Άνθιμος
Γαζής, Διονύσιος ο εκ Φουρνά, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Μάξιμος
Μαργούνιος και άλλοι πολλοί ακόμη. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός παντού όπου πήγαινε
παρότρυνε τους Έλληνες να φτιάχνουνε σχολεία, γιατί αυτά «φωτίζουν τους ανθρώπους, και ανοίγουν τα ομμάτια των ευσεβών και
ορθοδόξων χριστιανών να μανθάνουν τα Μυστήρια της Εκκλησίας».
Όλα δεν ήσαν τέλεια στην Εκκλησία τον καιρό της
τουρκοκρατίας. Υπήρξαν Έλληνες, κληρικοί και λαϊκοί, που αλλαξοπίστησαν, ή
εκμεταλλεύθηκαν καταστάσεις επί τουρκοκρατίας, ή φάνηκαν ανάξιοι της αποστολής
τους. Όμως η πλειονοψηφία των Ελλήνων έμεινε πιστή και υπεύθυνη έναντι της
Παράδοσής της και επιτέλεσε το θαύμα για το οποίο οι δυτικοί εξέφρασαν τον
θαυμασμό τους ομολογώντας πως «Αν είχε
βασιλεύσει Τούρκος εις την Φραγγίαν δέκα χρόνους χριστιανούς εκεί δεν θα
εύρισκες...» (Βλ. σχ. Βιβλίο Γ. Κεκαυμένου «Το κρυφό σχολειό», σελ.
77).
Ημέρα μνήμης η 29η Μαΐου, που πρέπει να την
τηρούμε όσο θα υπάρχει Ελληνισμός. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος τονίζει ότι μνήμη και
παράδοση είναι η ίδια η ζωή, και μάλιστα η ανώτερη φάση της, που δεν ξεχωρίζει
πεθαμένους από ζωντανούς. Απευθυνόμενος στη νιότη, το μέλλον του Έθνους,
γράφει:
«Εσύ νιότη, αν είσαι
αληθινά ζωντανή, κάνεις τα έργα της παράδοσης να μην πεθαίνουν. Με την
ενδεχόμενη κάθε φορά δημιουργία ή προσθήκη σου. Εσύ συντηρείς την παράδοση και
αυτή εσένα συντηρεί. Εσύ είσαι η παράδοση. Ο Όμηρος είσαι εσύ. Χωρίς εσένα
Όμηρος δεν υπάρχει. Αν εσύ νιότη, δεν είσαι ζωντανή, τα έργα της παράδοσης σου
μοιάζουν πεθαμένα....Από εσένα εξαρτάται να είναι η παράδοση ζωντανή ή νεκρή.
Κάθε νιόκοπη γενιά αν δεν φυσήξει στο κάρβουνο της παράδοσης να το κάνει να
κοκκινίσει, κάλλιο να την κλαις. Είναι γενιά νεκρή και τα γεννήματά της
κοιλάρφανα...». (Ζήσ. Λορεντζάτου «Οι Ρωμιές», Εκδ. Δόμος, Αθήνα,
1990, σελ. 31-32) .
Γιώργου Ν.
Παπαθανασόπουλου