Ο
χαμογελαστός Κενυάτης ταχυδρόμος μας μου παρέδωσε πρόσφατα τα τεράστια "Λιλιπούτεια",
σταλμένα με ειδική αφιέρωση από τον αγαπητό φίλο και άξιο Ποιητή Ηλία Κεφάλα!
Τις
δίγλωσσες
(ελληνικά - γαλλικά) δεήσεις τους αποφάσισα να τις πάρω συμπορεύτριες μαζί μου στη χθεσινή εξόρμηση στο πασίγνωστο
παραθαλάσσιο τουριστικό θέρετρο της Δυτικής Αγγλίας, το Weston-super-Mare.
Κι όπως λέει κι ο Αλεξανδρινός
Πρίγκιπας της Ποίησης ευχήθηκα επανειλημμένως «νάναι μακρύς ο δρόμος» και να «μη βιάσω το ταξείδι διόλου», με σκοπό να γίνω «πλούσιος
με όσα θα
κερδίσω στον δρόμο»,
από τη μελέτη και συναναστροφή με τα «Λιλιπούτεια».
Για άλλη μια φορά με δόνησε και
με συγκίνησε ο λόγος του ποιητή της φύσης, που οι αναφορές του σ’ αυτήν, τη μεγάλη
μητέρα, είναι αμέτρητες και διάχυτες παντού. Τα στοιχεία της δημιουργίας και
της φύσης είναι πανταχού παρόντα: βροχή, φεγγάρι, πουλιά, αγέρας, βουνό,
δέντρα, φύλλα, ρυάκι, αγριολούλουδα, ποταμός, μανιτάρια , ομίχλη, κεραυνός και
πάλι φύλλα, πολλά, απλωμένα παντού.
Ο φίλος Ποιητής γράφει σε όλες
και για όλες τις φάσεις και στιγμές του ημερονυχτίου. Δηλώνουν παρόντα τα: «κάθε
στιγμή», «άλικο σούρουπο», «φεγγάρι που ανατέλλει», «ξημέρωσε ο κόσμος», «σιωπηλό
μεσημέρι», «χάραμα πορφυρό», «μαυροφόρα νύχτα», «πικρό πρωΐ»... σκόρπια κι αυτά
όπως και τα φύλλα του Θεσσαλικού κάμπου.
Ο θάνατος και η μελέτη του, όπως
και η αναζήτηση του αγνώστου, είναι βασικά στοιχεία της λογοτεχνικής άσκησης
του Ηλία Κεφάλα, μέσα από μια διανοητική αλλά και ψυχική ανάγκη να προσεγγίσει τη
διάσταση του επέκεινα. Για τούτο ανακαλύπτουμε φράσεις όπως και οι παρακάτω:
-
«Μήπως πέθανα;» (σελ. 32)
-
«Στις τέσσερις κηδεύεται ο γείτονας» (σελ. 42)
-
«...λέξεις παράξενες και ασύνδετες που τις συλλαβίζουν
κάποτε οι νεκροί» (σελ. 46)
-
«Νεκροί... οι πιο εχέμυθοι» (σελ. 56)
-
«Στο ερημικό νεκροταφείο οι επιτάφιες προτομές με κοιτούν
ξαφνιασμένες» (σελ. 82)
-
«...οι νεκροί απ’ τις ρωγμές του αθέατου έρχονται και μου
αποσπούν τις σκέψεις» (σελ. 92)
-
«...ψάχνει τον νεκρό πατέρα μου» (σελ. 102)
-
«...ένας νεκρός ξυπνάει απ’ το βαθύ του λήθαργο» (σελ. 128)
-
«Έτσι να ’ναι τάχα όταν πεθαίνουμε;» (σελ. 132)
Φράσεις ιδιαίτερες, αποφθεγματικού
χαρακτήρα, συναντά κανείς σε κάθε στροφή της γραφίδας, σε κάθε ξεφύλλισμα του
μικρού αυτού το «δέμας» αλλά παμέγιστου θησαυρού. Ιδού, μια ελάχιστη συλλογή:
-
«Ποιός μου έκλεψε το βάρος και ξαφνικά αιωρούμαι;» (σελ. 30)
-
«Κι εσύ πικρό πρωΐ που δεν ξεντύνεσαι τη νύχτα που με πας» (σελ. 58)
-
«Η νύχτα καταφθάνει γρήγορα ... όταν λείπεις» (σελ. 66)
-
«Κανένα αίνιγμα δεν μένει άλυτο» (σελ. 74)
-
«Από γυαλί είμαι... Για να με σπάζεις» (σελ. 80)
-
«...το ύψος εν τέλει μας μικραίνει πολύ» (σελ. 138)
Ο ολοκληρωμένος λόγος του
διακόνου αυτού και μύστη της Ποίησης δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο.
Αντίθετα, μας κινεί και μας προσελκύει να γευθούμε μαζί του το φως!
ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Ω βουνό – ανοιχτό βιβλίο
Με τη βαθιά σου ρεματιά-σελιδοδείχτη
Και τα καλλιγραφήματα των δέντρων
Άφωνες λέξεις στην ύψιστη σαφήνειά τους
Μείνε ανοιχτό ω βουνό-βιβλίο
Ας μη σε ξεφυλλίσει ο καιρός
Και η κακόγουστη μοίρα
Στα πόδια σου προσπίπτω ο αναλφάβητος
Μέχρι να αντιληφθώ πλήρως τις έννοιες
Της γεγραμμένης σου παρειάς
ΚΗΠΟΣ ΣΗΜΑΤΩΝ
Ηδύφθογγος και λιγύθροος η κόρη
Ψιθύριζε τα μαρμαρένια λόγια της
Ακρότατη σιωπή
Όμως και η στάχτη μιλάει -
Κατά τον τρόπο που ο άνεμος υπονοεί
Και το αντιφωνεί ο Άδης
Ω σύννεφα – κομπρέσες των βουνών
Αφουγκραστείτε μαζί μου το αόρατο
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
Φιλώ τα μάτια σου: αιθέριο άρωμα
Τσαγιού με λεμονόφυλλα
Στα χείλη μου μένουν ακόμα στάλες δροσιάς
Από παλιές ξεψυχισμένες βροχές
Κι έτσι νιώθω παρών
Σ’ όλα τα δάκρυά σου
ΕΚΠΛΗΞΗ
Κοίτα να δεις
Από ολόκληρο ροδώνα
Ένα «μη με λησμόνει» μόνο
Σκαρφάλωσε στο ποίημά μου
Καλοτάξιδο νάναι και τούτο το
εύηχο έργο του σημαντικού ανθρώπου των Ελληνικών Γραμμάτων Ηλία Κεφάλα. Πραγματικά
το αξίζει!
No comments:
Post a Comment