Wednesday, 6 May 2015

Ναρκωτικά

Κοινωνιολογική και θεολογική προσέγγιση του προβλήματος των ναρκωτικών

          Πολλά γράφτηκαν και γράφονται καθημερινά για τα ναρκωτικά. Και αυτό γιατί αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς της υγείας της κοινωνίας μας που εισέβαλε με δυναμικό και καταλυτικό τρόπο προκαλώντας ανεπανόρθωτες συνέπειες στην κοινωνία μας και ιδιαίτερα στη νεολαία[1]. Απέκτησαν ανησυχητικές διαστάσεις από το 1970 και μετά, η σημερινή πραγματικότητα όμως φαίνεται να έχει ξεπεράσει κάθε όριο και προσδοκία, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται στην αρχή της νέας χιλιετίας ως το πρωταρχικό πρόβλημα της νεολαίας που χρήζει ολοκληρωμένης, υπεύθυνης και κοινωνικά ευαίσθητης στρατηγικής. Στόχος είναι να σταματήσει κάποτε αυτή η ανθρωποθυσία των νέων στο βωμό κάθε λογής εμπόρων ονειρικών παραδείσων[2].

          Στη Φαρμακολογία ναρκωτικά χαρακτηρίζονται διάφορες κατηγορίες φαρμάκων, όπου κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η δράση τους στο κεντρικό νευρικό σύστημα[3]. Τέτοια είναι:
α) τα οπιοειδή αναλγητικά φάρμακα
β) τα φάρμακα που προκαλούν κατασταλτικές ή διεγερτικές ενέργειες στο κεντρικό νευρικό σύστημα και
γ) τα παραισθησιογόνα ή ψευδαισθησιογόνα φάρμακα.
          Επειδή όλα αυτά τα φάρμακα προκαλούν εξάρτηση, ονομάζονται εξαρτησιογόνα ή τοξικομανιογόνα φάρμακα.
          Η ψυχική και βιολογική ανάκη των εξαρτημένων χρηστών τους εξααναγκάζει στο να διαπράξουν πλήθος αδικήματα[4]. Η παραβατική αυτή δραστηριότητα αποσκοπεί στην εξεύρεση χρημάτων για την αγορά της ουσίας που χρειάζονται προκειμένου να αποφύγουν την οδύνη του στερητικού συνδρόμου (διάρκειας 4-5 ημερών) και τη δυσφορία του μεταστερητικού συνδρόμου (που διαρκεί 3-5 χρόνια). Ένας εξαρτημένος χρήστης ηρωίνης χρειάζεται τουλάχιστον 10.000 ευρώ το χρόνο για την κάλυψη των αναγκών του. Ελάχιστοι χρήστες μπορούν να διαθέσουν ένα τέτοιο ποσό από νόμιμες πηγές. Η συντριπτική πλειονότητα εξαναγκάζεται να βρίσκει πόρους διαπράτοντας μικροαδικήματα.

          Ευάλωτοι στη χρήση ναρκωτικών είναι συνήθως όσοι έχουν διαταραγμένη προσωπικότητα, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν, αδυνατούν να αντικρίσουν και να αντιμετωπίσουν μια δυσάρεστη πραγματικότητα, με κενά και ατέλειες στην εξέλιξη και τη διαμόρφωση του “εγώ” τους και του τμήματος της προσωπικότητάς τους που λέγεται “υπερεγώ”[5]. Ακόμη, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, απογοητεύονται όταν έρθουν αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής και μελαγχολούν με το παράπονο ότι αδικούνται. Όλες οι πράξεις τους κατευθύνονται όχι για να πετύχουν ένα σκοπό αλλά για να αποφύγουν τον ψυχικό πόνο. Ωστόσο, η χρήση των ναρκωτικών είναι και αποτέλεσμα μάθησης. Άλλοτε οφείλεται στην επιθυμία για μια ποθητή αναγνώριση από τους φίλους και άλλοτε στην εκπαίδευσξ ρευμάτων φιλοσοφικών, ιδεολογικών ή καλλιτεχνικών, που επηρεάζουν τη σκέψη.
          Υποστηρίζεται ότι η αιτία και η χρήση της τοξικομανίας δεν προσδιορίζεται μόνο από τη χημική επίδραση του φαρμάκου αλλά και από τη δομή της προσωπικότητας του ατόμου, γι' αυτό έχει μεγάλη σημασία η εκτίμηση της προνοσηρής προσωπικότητας[6].
          Μελέτες έχουν δείξει όι τα άτομα που κάνουν χρήση ναρκωτικών προέρχονται από οικογένειες όπου υπάρχει η απουσία του πατρικού προτύπου ή η σχέση μητέρας – παιδιού είναι διαταραγμένη.
          Στη σύγχρονη κοινωνία κατεξοχήν χρήστης δεν είναι μόνο ο “απόβλητος”, το “απόβρασμα” της κοινωνίας ή η πόρνη αλλά και ο νέος από μια ευηπόληπτη οικογένεια”, παιδιά από μεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα που δεν έχουν έρθει σε σύγκρουση με τον νόμο. Ευάλωτα είναι πλέον όλα τα άτομα από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Διαφορές υπάρχουν κυρίως στο είδος του ναρκωτικού[7]. Το χασίς χρησιμοποιείται από τα “κατώτερα” κοινωνικοοικονομικά στρώματα, ενώ η μορφίνη και η ηρωίνη από την “ανώτερη” τάξη. Η μαριχουάνα, που έχει γίνει της μόδας, χρησιμοποιείται από όλους, ενώ η πολύ δαπανηρή κοκαίνη από ανθρώπους της “κουλτούρας”, τους “καλλιτεχνικούς” κύκλους ή τους κύκλους της “καλής κοινωνίας”.
 
          Τα τελευταία χρόνια έκανε την εμφάνισή του και το “έκσταση”. Όπως όλα τα ναρκωτικά δίνει ενέργεια, προκαλεί αίσθημα ενθουσιασμού, άρσης των αναστολών και διαταραχής της εγκεφαλικής λειτουργίας. Εκτός όμως από αίσθημα ευφορίας και υπερδιέγερσης, παρατηρείται αύξηση της πίεσης, ταχυκαρδία, αϋπνία, αύξηση της αρτηριακής λειτουργίας και της θερμοκρασίας του σώματος, η οποία μπορεί να οδδηγήσει σε θανάτους από θερμοπληξία, ειδικά αν υπάρχει και οργανικό πρόβλημα[8]. Σε περίπτωση που γίνει συνδυασμός με αλκοόλ ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος. Οι χημικές ουσίες που περιέχουν τα χάπια αυτά προκαλούν μόνιμες βλάβες στη λειτουργία των εγκεφαλικών κυττάρων καθιστώντας τα εξαιρετικά επικίνδυνα ακόμη και για τους περιστασιακούς χρήστες.
          Έρευνες (1996) στα ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα απέδειξαν ότι κανείς νέος με ουσιαστικούς δεσμούς με την Εκκλησία και τους φορείς της δεν αναφέρεται μεταξύ των κατά καιρούς εξαρτημένων ατόμων[9].
          Η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία πολύ νωρίς ζήτησε νομοθετική ρύθμιση για τη δημιουργία εκκλησιαστικών κέντρων αποτοξίνωσης. Διάφορες προκαταλήψεις όμως εμπόδισαν τη λειτουργία τους. Τελευταία όμως παρατηρείται μια αλλαή νοοτροπίας, με αισιόδοξες προοπτικές.
          Το κέντρο “Ιθάκη” που λειτουργεί από το 1983 στη Σίνδο Θεσσαλονίκης, δεν μπορεί να καλύψει όλες τις ανάγκες[10]. Στη δημιουργία αυτών των κέντρων επιβάλλεται και η Εκκλησία να πρωτοστατήσει. Κατά τον π. Βασίλειο Θερμό, Θεολόγο και παιδοψυχίατρο, θεμελιώδη προϋπόθεση για την επανένταξη των εξαρτημένων ανθρώπων αποτελεί η ύπαρξη μιας ζωντανής εκκλησιαστικής κοινότητας, η οποία θα τους αγκαλιάζει με αγάπη, ανεξάρτητα από το πρόβλημά τους ή την παθολογία τους. Που δεν θα τους δακτυλοδείχνει επισκιάζοντας τα άλλα τους νωρίσματα και συντελώντας στην απομόνωσή τους, αλλά διαφυλάσσοντας την αξιοπρέπειά τους, θα τους ξεναγεί στον τρόπο ζωής που λέγεται Ορθόδοξη Εκκλησία[11]. Ο π. Θερμός επιμένει στην εκπαίδευση κληρικών και λαϊκών, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες των συγκεκριμένων ατόμων. Η εκπαίδευση αυτή πρέπει να έχει διπλό χαρακτήρα: βασικά στοιχεία κοινωνικής και ψυχολογικής θεώρησης του φαινομένου των ναρκωτικών στην προπτυχιακή εκπαίδευση των θεολογικών σχολών και συστηματικότερη εμβάθυνση σ' αυτά τα ζητήματα από επιλεγμένα στελέχη που θα αποτελέσουν την κύρια δύναμη κρούσης της Εκκλησίας σ' αυτό το θέμα.
          Σοβαρό ζήτημα για έναν τοξικομανή είναι η επαγγελματική του αποκατάσταση, διότι χωρίς αυτή δημιουργούνται περαιτέρω προβλήματα[12]. Εδώ χρειάζεται η αρωγή της Εκκλησίας, ώστε να προωθηθούν με ευελιξία όλοι αυτοί οι τομείς και η απασχόληση των πρώην χρηστών μέσα σε δικές της δραστηριότητες να αποτελεί προσωρινή και μερικές φορές μόνιμη λύση[13]. Η Εκκλησία μπορεί να συμβάλλει στην ευρύτερη πνευματική αναδόμηση του εξαρτημένου ανθρώπου και να ανοίξει νέους ορίζοντες στη ζωή του[14]. Κι αν ο νόμος της πολιτείας είναι σκληρός και άτεγκτος, κι' αν οι άνθρωποι με το κοσμικό φρόνημα περιφρονούν τον τοξικομανή και τον θέτουν στο περιθώριο της ζωής, η Εκκλησία τον συγχωρεί και τον θέλει κοντά της[15], κοντά στους ανθρώπους, μέσα στην κοινωνία, μέσα στην ζωή, μέσα στη δράση, στον αγώνα για τελείωση, αγιότητα και τη θέωσή του. Αυτός είναι ο στόχος και ο σκοπός της ζωής του καθενός μας.
          Η Εκκλησία δεν είναι ούτε πολιτικό κόμμα, ούτε κρατικός μηχανισμός. Είναι θεανθρώπινο καθίδρυμα, έτοιμο να αγκαλιάσει τον κάθε άνθρωπο. Ο ρόλος της, επομένως, είναι ιδιαίτερα σημαντικός όσο και αν παραθεωρείται από πολλούς, μπορεί να προσφέρει έργο σημαντικό, όπως πολλές φορές έχει επιτελέσει, σε δύσκολους καιρούς, η ιδιωτική πρωτοβουλία και η εθελοντική προσφορά.
          Για εκείνους που έχουν αξίες πνευματικές και υψηλούς στόχους, τους οποίους και προσπαθούν να πραγματοποιήσουν, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι μικρότεροι.

Βασιλικής Β. Παππά
Msc, MA Θεολόγου-Δημοσιογράφου



[1]    Βλ. Χ. Κρικώνη, Πατερικά Θεολογικά μελετήματα, (1998) 508.
[2]    Βλ. Ν. Μπουντούρογλου, “Τοξικομανία”, περ. Νέμεσις, 28 (2002) 39.
[3]    Βλ. Χ. Κρικώνη, ο.π. σ. 508.
[4]    Βλ. Κλ. Γρίβα, Πλανητική κυριαρχία και “ναρκωτικά”, (1997) 192-193.
[5]    Βλ. Α. Αβραμίδη, Η αλήθεια για τα ναρκωτικά, (1988) 152-154.
[6]    Βλ. Γ. Τσιαντή, Ψυχική υγεία του παιδιού και της οικογένειας, τευχ. Β΄ (1993) 102.
[7]    Βλ. Αβραμίδη ο.π. σ. 155.
[8]    Βλ. Κ. Παπαδημητρακόπουλου, “Έκσταση”: Το ναρκωτικό της διασκέδασης (1996).
[9]    Βλ. Β. Γιούλτση, Πνευματικότητα και κοινωνική ζωή, Β΄ έκδοση (1999) 265-266.
[10]  Βλ. Ι. Κογκούλη, Κατηχητική και Χριστιανική παιδαγωγική (χ.χ) 11.
[11]  Βλ. π. Β. Θερμού, Ποιμαίνοντες μετ' επιστήμης (1996) 123-126.
[12]  Βλ. Γ. Τσιαντή, ό..π., σ. 104.
[13]  Βλ. π. Β. Θερμού, ό.π., σσ. 125-126.
[14]  Βλ. Στ. Μπαλογιάννη, “Το ψυχικό δράμα των νέων εις την σύγχρονον κοινωνίαν και η ενερητική παρουσία της εκκλησίας”, στον τόμο Ορθοδοξία και Ελληνισμός, Πορεία στην Τρίτη Χιλιετία, β΄ τόμος (1996) 192.
[15]  Βλ. Χρ. Οικονόμου, Εκκλησία και ναρκωτικά (1982) 67-68.

No comments: