Εις μνήμην του Γιώτη
Αργυρού
Περασμένα μεσάνυχτα
-
ησυχία
η κουκουβάγια ξαγρυπνά
ο καπετάνιος γέρνει
στην κουπαστή
τα όνειρα αρνούνται
να παραδοθούν
η ζωή φτερουγάει...
Τα χείλη του αρχάγγελου
ευχαριστία γεμάτα
στους μυκτήρες θυμίαμα
αγιορείτικο, γλυκό
στ’ αυτιά του η ευχή
συνάμα
κι ο λυγμός
της χαροκαμένης
μάνας
στην ψυχή γαλήνη.
Ο φιλάρετος μοναχός
σφακιανό
μοιρολόϊ σιγοψέλνει...
«Σ´αγκαλιάζω μα δε
μυρίζεις Βασιλικέ μου
Πίνω νερό και δε ξεδιψώ
ποταμέ μου.
Άπ´ το κατώφλι του φευγιού
σου Άγγελε μου
Κοίτα με για στερνή φορά
και μίλησε μου.
Πού πας με τέτοιον άνεμο
καμάρι μου;
Τα βέλη δε γυρίζουν πίσω
παλληκάρι μου.
Πετάω με τσι αγγέλους
προς το φως,
Γιατί μας αγαπάει ο Θεός.
Εκειά που εκβάλει το
ποτάμι του καθενός
Αρχίζει του επομένου ο
ποταμός».
Τούτη η αναχώρηση
άκαιρη στην ουσία της
και με το «ίνα τι» αναπάντητο
ωριμάζει το είναι
αποκαθιστά οριστικά
την ισορροπία της φυσικής αναπνοής
και επουλώνει την πληγή
θέτοντας τέλος στον μαρτυρικό πόνο.
Η νύχτα προχωράει
το
σκοτάδι πηχτό
οι σκιές απομακρύνονται
αργά και
τελετουργικά
το γιασεμί υποκλίνεται
ένας ήχος από φτερά που ανοίγουν
σχίζει
τη βαθιά σιωπή
η Ανατολή περιμένει υπομονετικά...
Λονδίνο,
4 Μαΐου 2018
No comments:
Post a Comment