Sunday 9 June 2013

Ελληνική Εκκλησία Μπρίστολ

Εξιστορεί η Ιδρύτρια κα. Αγλαΐα Hill

Νομίζω  οτι  η ιστορική έρευνα δεν φώτισε  ακόμη  αρκετά  την  ανυπολόγιστη  συμβολή της Εκκλησίας στην ανάπτυξη  των κοινοτήτων  στο  εξωτερικό. Όμως, απο τα  πενιχρά  και κατεσπαρμένα  εδώ και εκεί στοιχεία  που  μπορεί να’ χει  ο  μελετητής  υπ’ όψην  του,  θα  αναγνωρίσει  σε  αυτήν  την  συμβολή,  μια  απο  τις  σπουδαιότερες  δυνάμεις, που  προωθούν  την  υπεράσπιση  της  πατρίδας  και  γεννούν  νέα  ιδανικά.  Διότι  η  Εκκλησία  είναι  ο  ιερός  κρίκος  που  μας κρατάει  κοντά στον Θεό,  την  Πατρίδα  και  την Οικογένεια, και  με  αυτά γεμίζει  την  ζωή  μας, την  ζωή  που  είναι  γεμάτη  από αγάπη  για  την  Πατρίδα, την Θρησκεία  και  την  Οικογένεια.

Έτσι  ο  ξενιτεμένος  Ελληνισμός,  με  Χριστιανική  εγκαρτέρηση,  υποφέρει  τις  ελπίδες,  μιας  ελεύθερης  Κύπρου,  και  μιας  ρεαλιστικής  ακτίνας  ύπαρξης  της  Ελλάδος.  Όλος  ο Ελληνισμός,  κάθε  φορα  που μεταναστεύει  υπό  διαφορες  καταστροφικές  συνθήκες,  π.χ. όπως  οι  σημερινές,  προσπαθεί  να  διατηρήσει  τους  θησαυρούς  των  παραδόσεων  του  και  την  διάσωση  της  εθνικής  του  ψυχής  με το  φύλαγμα  της  ακοίμητης   Ορθοδόξου  Χριστιανοσύνης.


Ο ξενητεμένος  λοιπόν  Έλληνας  και  ο  Κύπριος  Έλληνας  πάει  στην  εκκλησία  όχι  μονάχα  για   την  Ψυχή  του  αλλά και για να βρει  τις  ρίζες  του  που  συνταυτίζονται με  την  θρησκεία της  καθε Ανάστασης και  βέβαια  της  συνύπαρξης  με  τους  συμπατριώτες του.  Γι’ αυτό  η  Εκκλησία  γίνεται  ο  ιερος  κρίκος  στην  ξενητιά.

 Στις  εκκλησίες  παραδοσιακά βλέπουμε  ψηλά  κάπου  τον  Παντοκράτορα  και  ολόγυρα  πιο  κάτω τις  εικόνες των  Αγίων  μας  που  δεν  είναι  απλές  φιγούρες, αλλά  βρίσκονται εκεί  για  να  μας  ανεβάζουν  και  εμάς και να  μας ενισχύουν  πνευματικά  έτσι  ώστε  να  μας  φέρνουν  με  την  προσευχή μας  πλησίον  στον  Πνευματικό  και  Αόρατο  θεϊκό  κόσμο  των  προγενέστερων μεγάλων  Χριστιανών της  Ορθοδοξίας,  των οποίων  και  τα  ονόματα  φέρουμε και  τους  γιορτάζουμε.  Τοιουτοτρόπως   αισθανόμαστε καλύτερα  την  μέγιστη  και  απεριόριστη αγάπη  του  Θεού  μας.  Στο  σημείο  αυτό  θα  αναφερθώ   σε  ένα  ποιημα  του  Καβάφη  με τον  τίτλο  ‘Στην Εκκλησία’  όπου  λέει:

«Αγαπώ  την  εκκλησία,  τα  λάβαρά  της,  τα  ασημένια  αντικείμενα  και  τα  κηροπήγια  της. Τα  καντήλια, τις εικόνες,  το  ιερό. Όταν  πάω  εκεί  στην  εκκλησία  των  Ελλήνων με  το  άρωμα  του  θυμιάματος,  την  Λειτουργική  ψαλμωδία  και   αρμονία,  την  αυτοκρατορική  παρουσία  των  ιερέων  που  λάμπουν  στα  διακοσμητικά  άμφια,   τους  σοβαρούς  ρυθμούς  και  κινήσεις  τους,   οι  σκέψεις  μου  στρέφουν  στις  δόξες  του  Γένους  μας,  και  την  ένδοξη  ιστορία  της  Βυζαντινής  μας  κληρονομιάς  και  παράδοσης».

Έτσι,  αγαπώ λοιπόν  και  εγώ,  τις  Πασχαλινές  Λειτουργίες,  τα  Ιερά  Πάθη  της  Τέλειας  Αγάπης  του  Χριστού  μας  για  τους   ανθρώπους.  Αγαπώ  τα  πολύχρωμα  και  φωτεινά  κεράκια  και  τους  πολυέλαιους,  τον  στολισμένο  Επιτάφιο,  τα  κόκκινα  αυγά,  τα  Πασχαλινά  εδέσματα,  και  όλες  τις  λαμπρές  παραδόσεις μας.  Τις  Αρτοκλασίες,  τα  μνημόσυνα, τις  Φανουρόπιτες  και  τις  νηστήσιμες  ελιόπιτες.  Αυτά  όλα  και  άλλα  πολλά είναι  για  μας τους  Γραικούς  η  εμψύχωση  και  η  ένστερνη  αγάπη  για  τα  Πάτρια. Ναι,  η εκκλησία  είναι  το  σπίτι μας,  η  οικογένεια,  η  πατρίδα,  ο  ελληνισμός μας,  και  η  ψυχή μας  κοντά στον Θεό.

Ήρθα, λοιπόν, κι εγώ εδώ, στις  16  Ιουνίου  1946  μόλις  18  ετών, φεύγοντας απο  την  ηλιόλουστη  Αθήνα  και  ατενίζοντας  με  δακρυσμένα  μάτια  τον  Παρθενώνα  μέσα  από  το  ταξί.  Τότε  αισθάνθηκα  σαν  να πήγαινα  στην  ίδια την κηδεία μου. Άφηνα  τους  λατρευτούς  μου  γονείς και  την  καταπονεμένη  και  βαριά  τραυματισμένη  πατρίδα  μου, από  τη  Ναζιστική  εισβολή  και  τον  τρομερό  εμφύλιο  πόλεμο.  Ήμουν  δε ήδη  παντρεμένη  με  τον  Άλφη  που  με  περίμενε  στο  Αεροδρόμιο  για  να  με  βάλει  μέσα  στο  στρατιωτικό  αεροπλάνο  και  να  με  δει  να  φεύγω  μόνη,  ενώ  διεβεβαίωνε  τις  ραγισμένες  καρδιές  των  δικών  μου  ότι  θα  με  φροντίζει  για  πάντα  και  σε  όλα.  Έτσι  προσπαθούσε  να  τους  παρηγορήσει   μένοντας  κοντά  τους,  ενώ έφευγα εγώ μόνη, και  καταπικραμένη, ο  Αλφαίος, όπως τον αποκαλούσε   αργότερα ο αείμνηστος και πολυσέβαστος Αρχιμανδρίτης Ειρηναίος  Βασιλειάδης,  και έπειτα  Επίσκοπος Πατάρων, που  τον   εβάπτισε  Ορθόδοξο το 1963, έμεινε πίσω  μαζί τους.


Το  πρώτο  πράγμα  δε,  που  έκανα  εγώ  φτάνοντας  εδώ , ύστερα  από  ένα  μήνα ταξίδι, ήταν  να  αγοράσω  με  τα  κουπόνια  του  νέου  δελτίου   μου  ένα  αδιάβροχο  παλτό.

Φτάνοντας εδώ, ένοιωσα όπως ένας τυφλός που όταν βρεθεί  σε ένα  εντελώς  ξένο περιβάλλον ψάχνει κλαίγοντας, ανιχνεύοντας και σκοντάφτοντας  παντού.

Τον Ιανουάριο  του  1947  με  τη  βοήθεια  των  υπέροχων  γονέων  του  Αλφαίου, γνωρίστηκα  με τον  Αείμνηστο  -χριστιανικά  φωτισμένο- Άγγλο  ιερέα L.W. HERNEMAN MAXWELL JONSTON, τότε εφημέριο  του  Αγγλικανικού  ναού  του  Αγίου  Βαρνάβα  Knowle  Bristol.   Εκει  εκκλησιαστήκαμε  στα  αγγλικά  με την  κορούλα  μας  Γαλήνη,  αμέσως  μετά  τη  γέννα,  και  κατά  συμβουλή  του  τότε Αρχιμανδρίτου  κ.  Ιακώβου  Βίρβου, από  την  Αγία  Σοφία  Λονδίνου, που τότε  ήταν  και  η  μοναδική  εκκλησία  στο  Λονδίνο.

Στη  συνεχεια,  τον  Μάρτη έγινε  η  Βάπτιση  της  μικρούλας μας  Γαλήνης,  μέσα  στο σπίτι, λόγω  της  τρομερής  κακοκαιρίας, από τον Αρχιμ. κ. Ιάκωβο  Βίρβο. Έφεραν  την  κολυμβήθρα  απο  την  εκκλησία  του  Αγίου  Βαρνάβα.   Ανάδοχος,  βρέθηκε  την  τελευταία   στιγμή, ήταν  γνωστός  του  π. Ιακώβου   Βίρβου. Λεγόταν Μιχαήλ  ΧατζηΚυριάκου. Έτσι  ένας  τελείως  άγνωστος  μας  έγινε ανάδοχος του παιδιού μας. Τότε  εχήρευε  και  η  εκκλησία  του  Κάρδιφ  απο  ιερέα.  Όλα  δε  τα  απαιτούμενα για  τη  βάπτιση τα  ειχα  αγοράσει με   κουπόνια και δελτία. Το  λάδι  το  πήρα  απο  το  φαρμακείο σε μικρό  μπουκαλάκι,  που  τότε  χρησιμοποιούσαν  σαν  φάρμακο  για   τα  αυτιά.

Λίγο  μετά  με  επιστολές  μας  στις  στρατιωτικές  αρχές,  στις  πρεσβείες  και  στην  Αγγλοελληνική Ένωση  Ελλήνων  Λονδίνου, έλαβα  μια  κάρτα  με  εννέα  ονόματα και διευθύνσεις Ελληνίδων, που είχαν πανδρευτεί Άγγλους  Στρατιωτικούς. Βρήκαμε μόνον  επτά από αυτές.

Χρησιμοποιώντας  μια  αίθουσα της  εκκλησίας  του Αγίου  Βαρνάβα,  και  με  την  βοήθεια  της  διευθύνουσας  ενος  νεου Κολεγίου, άρχισα  τις  εβδομαδιαίες  συγκεντρώσεις  των  Ελληνίδων, και  ασχολούμασταν  με εργόχειρα.  Αυτός  ήταν  ένας  πολυπόθητος  τρόπος  για  να  επικοινωνούμε  ελεύθερα στη  γλώσσα  μας   και   για  να  αντιμετωπίζουμε  την έλλειψη  πατρίδας  και  θρησκείας. 

Το  Πάσχα  ετοίμασα  τη φτωχική  γιορτή μας, με μόνο  λίγα  σάντουϊτς,  με  το  τότε meat paste, αφού όλα ήταν  με  το  δελτίο. Έτσι «λειτουργηθήκαμε»,    ψάλλαμε  τον  εθνικό  μας ύμνο  και  το  Χριστός  Ανέστη. Είχαμε  τρία  μεγάλα  κόκκινα  χάρτινα  αυγά  με  σοκολατάκια  μέσα,  που  μου  έστειλαν  οι  γονείς  μου. Υποσχέθηκα όμως  οτι  σύντομα  θα  είχαμε  ιερέα  από  το  Λονδίνο  για  να λειτουργηθούμε και να μεταλάβουμε  κανονικά   επιτέλους.   Δεν  μπορείτε  να  φανταστείτε  τη συγκίνηση  στο άκουσμα  του  λόγου  μου. Επίσημοι  καλεσμένοι  μου ήταν  ο  κ.  Κλήφορντ  Ντέηβης, Άγγλος  αντιπρόσωπος  του  Ελληνικού Προξενείου  στο  Μπρίστολ,  ο  Κάνων  Τζόνστον  με  την  κα.  Τζόνστον  και  οι σύζυγοί  μας.

Τον  ίδιο  χρόνο  λίγο  αργότερα  είχαμε  την  Πρώτη  Θεία  Λειτουργία  μας,  στην εκκλησία του Αγίου Βαρνάβα, η οποία τελέστηκε από τον τότε  Αρχιμανδρίτη  Διονύσιο  Ψιάχα.  Φυσικά  έκανα  ό,τι μπορούσα, εκτελώντας  χρέη ψάλτη και νεωκόρου. Στη  δεύτερη  Θεία  Λειτουργία μας, το  1948,  έγινα και ανάδοχος. Αυτό επαναλείφθηκε πολλές φορές, λες και δια  μαγείας  αυξήθηκε  ο  αριθμός  μας.  Η  μόνη  αμοιβή δε του ιερέως, ήταν να  καλύπτω  τα  έξοδα  του  εισιτηρίου  του  από  το  Λονδίνο,  που  ήταν τότε κάπου  μια  λίρα  και  δέκα σελήνια.


Στην  τρίτη  Θεία  Λειτουργία, που  διοργάνωσα  το  1948, άκουσα έξαφνα  κάποιον  να ψέλνει  σε  βυζαντινό ρυθμό. Ήταν ο  κ. Παναγιώτης  Μιχαηλίδης, μετέπειτα πάτερ Λουκάς. Οι  Θείες μας Λειτουργίες εξακολούθησαν να  γίνονται  στην  εκκλησία  του  Αγίου  Βαρνάβα,  μέχρι  το  1952, οπότε  λόγω  της  νέας  εισροής Ελληνοκυπρίων,  οι  οποίοι  κατάφερναν  να  ξεφύγουν  από  την Αγγλοκρατούμενη  τότε  Κύπρο και  να  ζητήσουν  κάτι  καλύτερο  για να επιβιώσουν, έφευγαν  από την πατρίδα  και τους οικείους των, με  πρόσκληση  κάποιου  δικού τους από  εδώ.

Έτσι  άρχισε  να αυξάνεται  ο  αριθμός  μας,  ξεπερνώντας τοτε τους πενήντα.  Αναγκαστήκαμε όμως να  βρούμε  μια  εκκλησία  πιο  κεντρική  και  προσιτή  σε όλους.  Έτσι αρχίσαμε να  ερχόμαστε  στην  εκκλησία του Saint James  on  the  Horsefair,  στο  κέντρο  της  πόλης,  την  οποία  μας  παραχωρούσαν  όταν  την χρειαζόμασταν, δηλαδή για γάμους  και  βαφτίσεις. Τοιουτοτρόπως,  από  το  1952  ως  το  1958  εκκλησιαζόμασταν  εκεί. Η  πρώτη  λειτουργία  μας  δε,  τελέστηκε  απο τον  τότε  Αρχιμανδρίτη  Αιμιλιανό Τιμιάδη. Τότε έγινε  και  η  Βάπτιση  του  γιου μας Ριχάρδου - Νικολάου, ενώ εγώ γινόμουν ανάδοχος  στο  αγοράκι της  κας. Μαίρης Τζέημς.

 Ο  αείμνηστος  Κάνων  Τζόνστον απεδήμησε  υπηρετώντας  στον  Καθεδρικό  ναό  Μπρίστολ  το  1970. Ο θάνατάς  του θρηνήθηκε  από  όλη  την  Ελληνική  Κοινότητα, σε αυτήν εδώ τη δική μας εκκλησία.

Παράλληλα  τελούσαμε  εθνικές  και  θρησκευτικές  εορτές  και εκδηλώσεις σε  άλλη  μεγάλη αίθουσα  της  εκκλησίας  της  Σέηντ  Μαίρη  Ρέντκληφ. Εκδηλώσεις με  ελληνικούς  χορούς,  μουσική  και  σκετς, τα  οποία  έγραφα. Εκεί  ανέδειξαν  οι  νεοφερμένες  από την  Κύπρο γυναίκες τον  θησαυρό των  παραδόσεων και  των γευμάτων, παρόλες τις οικονομικές δυσκολίες.

Το 1951 έγινε  η  πρώτη τακτική συνάντηση μελών, ψηφοφορία, σύσταση  Επιτροπής,  με το  όνομα   Σύνδεσμος  Ελλήνων  Δυτικής  Αγγλίας και δικό μας  καταστατικό, όπου  οι  άνδρες είναι  οι  πρωτοπόροι  της Εκκλησιαστικής  Επιτροπης, δηλαδή άνδρες Πρόεδροι και γυναίκες Αντιπρόεδροι, όπως έβγαινα  εγώ  επανειλημμένως. Όλα έγιναν παρουσία του Ιερατικού  Προϊσταμένου  της εκκλησίας  του  Κάρδιφ, π. Λεόντιου Χατζηκώωστα.

Παρατηρητέον είναι ότι κατά διαστήματα αυξάνονται τα μεταναστευτικά  κύματα  Κυπρίων. Έτσι αυξάνονται και οι ανάγκες αυτών  που  καταφθάνουν. Οι  περισσότεροι  εργάζονται  σε  μαγαζιά με  fish  and  chips  των  συγγενών  των. Όμως η ανάγκη βοηθάει την  εκκλησία  σε  αριθμό, αλλά  και  η  εκκλησία   βοηθάει τα ξενητεμένα της παιδιά. Στις  εθνικές ή εορταστικές εκδηλώσεις  μας δε, ο αριθμός  μας  μεγαλώνει  και  μετριούμαστε  γύρω   στα  150  ατομα.

Στις  παραδοσιακές μας γιορτές, μαζί με λίγους Άγγλους φίλους όλων,  παρουσιάζουμε  τους  χορούς  με  τις  Ελληνικές  ενδυμασίες  μας και σκετς,  ακόμη  και  με  το πλούμισμα  των  νεονύμφων   του   Κυπριακού γάμου, όταν  πλουμίζουν το νέο ζευγάρι. Τα  χρήματα  που  μαζεύουμε  τα  χρησιμοποιούμε  για τα εδέσματα και για να πληρώσουμε  τα  μεταφορικά έξοδα  των εκάστοτε  ιερέων, που έρχονται από το Λονδίνο για τις Θείες Λειτουργίες.

Κατά το 1955 αρχίζουμε προσπάθειες για ανεύρεση εντελώς δικής μας  εκκλησίας. Οι εθνικές μας εκδηλώσεις μειώνονται αν και με αυτές  εξυψώνεται  το  ηθικό μας, μα  έχουμε  αρκετούς  γάμους  και  βαφτίσεις  και  εναν πιο τακτικό ιερέα, που κάνει ιερατικές μετασπουδές σε Κολέγιο κοντά  στο Μπρίστολ. Είναι ο τότε Αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Ροδόπουλος ο οποίος εξυπηρετεί την Κοινότητα μέχρι το 1957.

Το 1958 αναλαμβάνει όλες τις κοινοτικες  και εκλησιαστικές υποχρεώσεις ο  Κρητικός τότε Αρχιμανδρίτης  Ειρηναίος Αθανασιάδης, τώρα Αρχιεπίσκοπος  Κρήτης. Στη Γενική Συνέλευση η  οποία  γίνεται ο ίδιος μας ανακοινώνει το νέο  Καταστατικό της Εκκλησίας Λονδίνου, όπου μόνο οι άνδρες έχουν δικαίωμα  ψήφου  για  την Εκκλησιαστική Κοινοτική Επιτροπή. Οι  γυναίκες  μπορούν να  ασχοληθούν με τις δευτερεύουσες φιλανθρωπικές φροντίδες και  να βοηθούν  όπως πάντα στα πλείστα όλα. Η δυναμική θέληση και οι προσπάθειες  πολλών  από εμάς, αλλά  κυρίως του Σεβασμιωτάτου Ειρηναίου, του Αειμνήστου  Επισκόπου Απαμείας Ιακώβου και του Μητροπολίτου Αθηναγόρου Α’,  φέρνουν το ευχάριστο αποτέλεσμα. Έτσι, το 1959 μας παραχωρείται    επίσημα, από τις Αγγλικές Εκκλησιαστικές Αρχές του Μπρίστολ, μια εκκλησία, η ονομαζόμενη τότε Saint Simon, για το μηδαμινό ενοίκιο των 12 λιρών  ετησίως. 


Εδώ  πρέπει να αναφέρω ότι η  εκκλησία αυτή εχρησιμοποιείτο, επί τρία και  πλέον χρόνια, ως αποθήκη από τους προσκόπους και δεν μπορείτε να φανταστείτε την κατασταση  ενός αχανούς χώρου με τσιμέντα και πέτρινες  πλάκες, άχρωμους τοίχους και δίχως θέρμανση, με αμέτρητα περιστέρια που  γέμιζαν ακαθαρσίες το δωμάτιο κάτω από το καμπαναριό και τον περίβολο. Όλα χρειζόντουσαν πάρα πολλά χρήματα και καθημερινούς συνεχείς κόπους για γίνουν κάπως ανεκτά.

Δακρύζουν τα μάτια μου βλέποντας το συμβόλαιο των πρώτων μεγάλων  εικόνων, που λέει, «σύνολο πληρωμής 245 λιρες, 35 λίρες εκάστη». Βέβαια  δεν ήταν βυζαντινού ρυθμού, αλλά οι μορφές των Αγιων γέμιζαν με ζεστασιά  τον ατημέλητο χώρο του ξύλινου άδειου τέμπλου της παλαιάς αυτής  εκκλησίας, όπως ήταν τότε. 

Σήμερα οι εικόνες αυτές εξακολουθούν να στολίζουν από ψηλά,   καλοβαλμένες από τον πατέρα Γεώργιο, στους καλοβαμμένους πια τοίχους, όπως και οι τόσες άλλες καινούργιες, του Αγίου Τέμπλου εικόνες, βυζαντινού  ρυθμού, και πλείστες άλλες διακοσμήσεις, από τις αμέτρητες φροντίδες του  ακούραστου, δραστήριου, υπομονετικού και τακτικού μας ιερέα πατέρα  Γεωργίου, που μαζί με την θαυμάσια καλλιτέχνιδα και αξιοπρεπή σύζυγό του  Πρεσβυτέρα κυρία Χρυστάλλα και των αξιέπαινων παιδιών των, με τις υπερεργατικές οικογένειές των και τον ζήλον των  να  συμπαραστέκονται    και  συνεχώς  να  φροντίζουν,  βοηθώντας  στο  ιερό έργο του πατέρα τους αλλά και σαν ενεργά μέλη της Κοινότητάς μας, όπως οι δύο γιοί  του, ο Νίκος και ο Ανδρέας.

Ο π. Γεώργιος Νικολάου ανέλαβε τα ιερά του καθήκοντα στην Κοινότητα του Μπρίστολ τον Σεπτέμβριο του 1979, επωμιζόμενος άπειρα έργα, διορθώνοντας και συμπληρώνοντας. Τελικά, εμπνέοντας εμπιστοσύνη και σιγουριά μονιμότητας ενήργησε και έκανε έτσι ώστε η εκκλησία να γίνει εντελώς δική μας!

Αγλαΐα Hill


Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο είναι μέρος της ομιλίας που έδωσε η κα. Αγλαΐα Hill, την 14η Μαΐου 2013, στον Ι.Ν. Αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στο Bristol της Δυτικής Αγγλίας, μέσα στο πλαίσιο του Ιερατικού Συνεδρίου της Ι.Α. Θυατείρων και Μεγ. Βρετανίας.

No comments: