ἤ, πὼς
πρωτογνώρισα τὴ νῆσο τῶν
λογίων, τὴ Σκιάθο
Στὴν ἱερὴ Μνήμη τοῦ ἀλησμόνητου φίλου Χρ.Β. Χειμώνα
Ἦταν μετὰ τὸ Πάσχα τοῦ 1963. Μαθητὲς εἴμασταν στὴ ἔκτη τοῦ Δημοτικοῦ κι ὁ δάσκαλος, ὁ μακαρίτης σήμερα Ἀνέστης Κούκουρας, ἀπὸ τοὺς Καθενοὺς τῆς Εὔβοιας, μᾶς μήνυσε πὼς ἡ ἀποχαιρετιστήρια ἐκδρομή μας θὰ ἦταν στὴ Σκιάθο. Ἔτσι, ἔνα ἠλιόλουστο πρωϊνὸ τοῦ Μαΐου μὲ τὸ τρεχαντηράκι τοῦ μπάρμπα Γιάννη τοῦ Φηύβγα κινήσαμε
γιὰ τὴ γείτονα νῆσο μὲ σκοπὸ νὰ ἐπισκεφτοῦμε τὸ σπίτι τοῦ Παπαδιαμαντη καὶ νὰ πᾶμε καὶ στὶς «Κουκναριές», τὴν περίφημη παραλία
μὲ τὴ χρυσὴ τὴν ἄμμο.
Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια τὴ Σκιάθο τὴ γνωρίζαμε μονάχα ἀπὸ μακρυά, ὅταν τὴν ἀγαναντεύαμε ἀπὸ τὸ χωριό μας, τὸ Κλήμα, ν᾿ ἁπλώνεται ἀπέναντί μας μέσα
στὸ πέλαγο σὰν ἔνα μεγάλο
σκουροπράσινο κῆτος. Χώρια ποὺ προσέχαμε πόση ὤρα θὰ κάμει ὁ «Πασχάλης» κι ἡ «Κατερίνα», τὰ δυὸ καΐκια δηλαδή ποὺ κάνανε τὸ δρομολόγιο
Σκόπελος-Βόλος, ἀπὸ τὸ φανάρι τῆς Σκιάθου ἴσαμε τὸ Λουτράκι, γιὰ νὰ δοῦμε ποιὸ εἶναι τὸ πιὸ γρήγορο, ἀλλὰ καὶ πιὸ καλοτάξιδο ὅταν εἶχε θάλασσα... Ἐπίσης θὰ πρέπει νὰ πῶ, ὄτι ἡ Σκιάθος ἔχει ἀπομείνει στὴν παιδικὴ τὴ μνήμη τυλιγμένη σὲ γκρίζα χρώματα καὶ μὲ τὴ βαρειὰ τὴ μυρωδιὰ τῆς ξυνίλας ἀνακατωμένης μὲ τὴ μυρωδιὰ τοῦ καπνοῦ καὶ τοῦ πετρελαίου. Κι αὐτὸ γιατὶ μικρὸ παιδάκι -γύρω στὰ ἑξη ἤ στὰ ἑφτά, ὅταν ἐπιστρέφαμε ἕνα κρύο
χειμωνιάτικο ἀπόγευμα ἀπὸ τὸ Βόλο μὲ τρικυμία καλή,
ζαλισμμένοι καθὼς εἴμασταν καὶ τσακισμένοι ἀπὸ τὸν ἐμετό, ὅταν τὸ καΐκι ἔφτασε στὴ Σκιάθο, βγήκαμε ἔξω, μέχρι νὰ ξεφορτώσει, γιὰ ν’ ἀνασάνουμε. Ἦταν ὅμως τέτοιος ὁ καιρὸς, ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἀνάσα πήραμε...
Άκόμα τὴ Σκιάθο τὴν ἔχω τυπωμένη στὴν ψυχή μου νὰ εἶναι γένους... ἀρσενικοῦ, γιατὶ οἱ παλιοὶ Κληματιανοὶ δὲ λέγανε ποτὲ ἡ Σκιάθος ἤ ἡ Σκίαθος -ποὺ προτιμοῦσε κι ὁ πολὺς Ἰω. Ν. Φραγκούλας-,
ἀλλὰ «οὑ Σκιάθους!!! Εἶχαν μάλιστα ἐφεύρει καὶ τὸ σκωπτικὸ δίστιχο:
«Στοὺ Σκόπιλου στοὺ Σκιάθου ρωτήσαν
τοὺ γαbρό..
κ.λ.π.» (Σκόπελος = ἡ Χώρα)
Ἔτσι λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ πρωϊνὸ τοῦ Μαΐου ταξιδεύαμε γιὰ τὴ γείτονα νῆσο μὲ λίγο θαλασσάκι νὰ μᾶς ταρακουνάει,
περιχαρεῖς ὡστόσο ποὺ θὰ τὴν ἐπισκεπτόμασταν.
Τότε τὰ καΐκια καὶ τὰ πλοῖα ἄραζαν μπροστὰ στὸ λιμάνι κι ὄχι ἐδῶ ποὺ πάνε σήμερα. Ἐντύπωση δὲ ἔκανε στὸν ἐπισκέπτη ἡ μεγάλη σιδερένια
σημαδούρα, ποὺ ἦταν σιμὰ στὸ «Μπούρτζι» μέχρι
τὶς πρῶτες χρονιὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1970. Σήμερα ἀγνοῶ τὶ ἀπέγινε.
Σᾶ φτάσαμε, λοιπόν,
πήγαμε κατευθεῖαν στὸ σπίτι τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ἦταν λίγο παραπάνω ἀπὸ τὴν προκυμαία. Ἥσυχη πολίχνη τότε ἡ Σκιάθος, δίχως
κάνενα ἴχνος κοσμοπολιτισμοῦ, μᾶς συνεπῆρε στ᾿ ἀλήθεια, γιατὶ εἶχε μιὰν ἁπλότητα κι ἀρχοντιά ποὺ τὴ χαιρόταν ἡ παιδική μας ψυχή,
μὲ τὰ νοικοκυρεμένα
μαγαζάκια καὶ τὰ στολισμένα
σπίτια. Κάτι δηλαδή ποὺ δὲν τὸ εἴχαμε στὸ χωριό μας, ἐπειδὴ ἡ Σκιάθος εἶχε κι ἄλλο ἕνα στοιχεῖο: αὐτὸ τῆς ἐπαρχιακῆς πόλεως.
Τὸ μόνο ποὺ θυμᾶμαι ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν τὸ γιατάκι σιμὰ στὴν παραστιά, ὅπου ἄφησε τὴν ἔσχατη πνοή του καὶ τὸ λιτὸ τραπέζι-γραφεῖο μὲ τὸ καλαμάρι καὶ τὸ μελανοδοχεῖο ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν καμωμένο ἀπὸ ὀστρακοειδές, μᾶλλον πόδι μεγαλης
καβούρας καὶ δέποζε πάνω στὸ σκοῦρο-καφὲ γραφεῖο... Μὲ ἐντυπωσίασε πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸ χειμωνιάτικο δωμάτιο
μὲ τὴν παραστιά καὶ τὸ ντυμένο, μὲ γεράνιο ὔφασμα, στρῶμμα, αὐτὸ τὸ γραφεῖο. Γιατὶ τὸ σκηνικὸ τοῦ χειμωνιάτικου μὲ τὴ παραστιὰ καὶ τὸ «μιντέρι» ἦταν κάτι ποὺ τὸ ζούσαμε στὸ χωριό, ἀφοῦ ἔτσι ἦταν ὅλα τὰ σπίτια. Μὲ λίγα λόγια, εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς συγχωριανούς
μου, γείτονας, συγγενής, φίλος... Καὶ μήπως δὲν ἦταν!!! Ἀργότερα, ὄταν πιὸ ὤριμος διάβασα μὲ προσοχὴ τὰ Σκιαθίτικα διηγήματα
τοῦ Ππδ. πρόσεξα ἕνα πράγμα: πὼς πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρονται ἐκεῖ, τὰ εἶχα κι ὁ ἴδιος ζήσει στὴν μικρή, κλειστὴ κοινωνία τοῦ χωριοῦ μου. Καὶ τὰ ξαναζῶ διαβάζοντά τον. Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴν μνημονέυω κι εὐγνωμονῶ;
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment