Tuesday, 16 June 2020

«Στού Σκιάθου...»


, πς πρωτογνώρισα τ νσο τν λογίων, τ Σκιάθο

Στν ερ Μνήμη το λησμόνητου φίλου Χρ.Β. Χειμώνα


ταν μετ τ Πάσχα το 1963. Μαθητς εμασταν στ κτη το Δημοτικο κι δάσκαλος, μακαρίτης σήμερα νέστης Κούκουρας,  π τος Καθενος τς Εβοιας,  μς μήνυσε πς ποχαιρετιστήρια κδρομή μας θ ταν στ Σκιάθο. τσι, να λιόλουστο πρωϊν το Μαου μ τ τρεχαντηράκι το μπάρμπα Γιάννη το Φηύβγα κινήσαμε γι τ γείτονα νσο μ σκοπ ν πισκεφτομε τ σπίτι το Παπαδιαμαντη κα ν πμε κα στς «Κουκναριές», τν περίφημη παραλία μ τ χρυσ τν μμο.

Γι ν π τν λήθεια τ Σκιάθο τ γνωρίζαμε μονάχα π μακρυά, ταν τν γαναντεύαμε π τ χωριό μας, τ Κλήμα,  ν᾿ πλώνεται πέναντί μας μέσα στ πέλαγο σν να μεγάλο σκουροπράσινο κτος. Χώρια πο προσέχαμε πόση ρα θ κάμει «Πασχάλης» κι «Κατερίνα», τ δυ κακια δηλαδή πο κάνανε τ δρομολόγιο Σκόπελος-Βόλος, π τ φανάρι τς Σκιάθου σαμε τ Λουτράκι, γι ν δομε ποι εναι τ πι γρήγορο, λλ κα πι καλοτάξιδο ταν εχε θάλασσα... πίσης θ πρέπει ν π, τι Σκιάθος χει πομείνει στν παιδικ τ μνήμη τυλιγμένη σ γκρίζα χρώματα κα μ τ βαρει τ μυρωδι τς ξυνίλας νακατωμένης μ τ μυρωδι το καπνο κα το πετρελαίου. Κι ατ γιατ μικρ παιδάκι -γύρω στ ξη στ φτά, ταν πιστρέφαμε να κρύο χειμωνιάτικο πόγευμα π τ Βόλο μ τρικυμία καλή, ζαλισμμένοι καθς εμασταν κα τσακισμένοι π τν μετό, ταν τ κακι φτασε στ Σκιάθο, βγήκαμε ξω, μέχρι ν ξεφορτώσει, γι ν’ νασάνουμε. ταν μως τέτοιος καιρς, πο κάθε λλο παρ νάσα πήραμε...

Άκόμα τ Σκιάθο τν χω τυπωμένη στν ψυχή μου ν εναι γένους... ρσενικο, γιατ ο παλιο Κληματιανο δ λέγανε ποτ Σκιάθος Σκίαθος -πο προτιμοσε κι πολς ω. Ν. Φραγκούλας-, λλ «ο Σκιάθους!!! Εχαν μάλιστα φεύρει κα τ σκωπτικ δίστιχο:

«Στο Σκόπιλου στο Σκιάθου ρωτήσαν το γαbρό.. κ.λ.π.» (Σκόπελος = Χώρα)

τσι λοιπόν, κενο τ πρωϊν το Μαου ταξιδεύαμε γι τ γείτονα νσο μ λίγο θαλασσάκι ν μς ταρακουνάει, περιχαρες στόσο πο θ τν  πισκεπτόμασταν.

Τότε τ κακια κα τ πλοα ραζαν μπροστ στ λιμάνι κι χι δ πο πάνε σήμερα.  ντύπωση δ κανε στν πισκέπτη μεγάλη σιδερένια σημαδούρα, πο ταν σιμ στ «Μπούρτζι» μέχρι τς πρτες χρονις τς δεκαετίας το 1970. Σήμερα γνο τ πέγινε.

Σ φτάσαμε, λοιπόν, πήγαμε κατευθεαν στ σπίτι το Παπαδιαμάντη, πο ταν λίγο παραπάνω π τν προκυμαία. συχη πολίχνη τότε Σκιάθος, δίχως κάνενα χνος κοσμοπολιτισμο, μς συνεπρε στ᾿ λήθεια, γιατ εχε μιν πλότητα κι ρχοντιά πο τ χαιρόταν παιδική μας ψυχή, μ τ νοικοκυρεμένα μαγαζάκια κα τ στολισμένα σπίτια. Κάτι δηλαδή πο δν τ εχαμε στ χωριό μας, πειδ Σκιάθος εχε κι λλο να στοιχεο: ατ τς παρχιακς πόλεως.

Τ μόνο πο θυμμαι π τ σπίτι το Παπαδιαμάντη ταν τ γιατάκι σιμ στν παραστιά, που φησε τν σχατη πνοή του κα τ λιτ τραπέζι-γραφεο μ τ καλαμάρι κα τ μελανοδοχεο κενο, πο ταν καμωμένο π στρακοειδές, μλλον πόδι μεγαλης καβούρας κα  δέποζε πάνω στ σκορο-καφ γραφεο... Μ ντυπωσίασε πολ περισσότερο π τ χειμωνιάτικο δωμάτιο μ τν παραστιά κα τ ντυμένο, μ γεράνιο φασμα, στρμμα, ατ τ γραφεο. Γιατ τ σκηνικ το χειμωνιάτικου μ τ παραστι κα τ «μιντέρι» ταν κάτι πο τ ζούσαμε στ χωριό, φο τσι ταν λα τ σπίτια. Μ λίγα λόγια, εχα τν ντύπωση πς Παπαδιαμάντης ταν νας π τος συγχωριανούς μου, γείτονας, συγγενής, φίλος... Κα μήπως δν ταν!!! ργότερα, ταν πι ριμος διάβασα μ προσοχ τ Σκιαθίτικα διηγήματα το Ππδ. πρόσεξα να πράγμα: πς πολλὰ ἀπ ατ πο ναφέρονται κε, τ εχα κι διος ζήσει στν μικρή, κλειστ κοινωνία το χωριο μου. Κα τ ξαναζ διαβάζοντά τον. Πς, λοιπόν, ν μν μνημονέυω κι εγνωμον;

π. Κ.Ν. Καλλιανός

No comments: