Wednesday, 10 July 2013

Ο Γ. Σαραντάρης για τον Κ. Καβάφη

Ο ποιητής και στοχαστής Γιώργος Σαραντάρης, εκλεκτή μορφή των γραμμάτων μας στη δεκαετία του 1930, έγραψε κατ' επανάληψη κριτικά για τον Κωνσταντίνο Καβάφη και την ποίηση του. Μέσα λοιπόν στις ιαχές και στα πανηγύρια για την 150ή επέτειο από την γέννηση και την 80ή από τον θάνατο του Αλεξανδρινού ποιητή ας σημειωθεί η άποψη ενός "επαΐοντα" της ποιητικής τέχνης, που ήταν πάνω  από πάθη και κοσμικές νοοτροπίες και αντιλήψεις.

Η κριτική του Γιώργου Σαραντάρη στον Κων. Καβάφη έχει την καίρια σημασία της, γιατί τον εκτιμούσε ως ποιητή και στα 1932, μόλις 24 ετών, ήταν ο πρώτος που μετέφρασε στα ιταλικά ποιήματά του (Σημ. συντ.: Επρόκειτο για τα "Ζωγραφισμένα", "Εν πόλει της Οσροηνής" και "Στου καφενείου την είσοδο", τα οποία δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Cronache, τεύχος 11-12, Μπέργκαμο, Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1932-ΧΙ, σελ. 7). Η αείμνηστη Σοφία Σκοπετέα, που μελέτησε τον Σαραντάρη και είχε σοβαρή γνώση του έργου του Καβάφη σημειώνει: " Όταν ο Σαραντάρης αρχίζει να μιλά για τον Καβάφη δείχνει να τον γνώριζε από πάντα" (1).


Ο Σαραντάρης ήταν από τις λίγες πνευματικές προσωπικότητες που ήθελε την Τέχνη να μην είναι μια στείρα απεικόνιση του αισθητικά - αισθησιακά ωραίου, ή της χοϊκής - ηδονιστικής απεικόνισης της ζωής. Δεν δεχόταν να υπάρχουν διαπιστώσεις που επιφανειακά ήσαν λογικά σωστές, αλλά που δεν οδηγούσαν πουθενά, που ήσαν χωρίς τέλος, υπό την αρχαία σημασία της λέξης. Ο Θεσσαλονικιός φίλος του, ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης, είχε αντιληφθεί το πώς βίωνε την Ποίηση ο Σαραντάρης: "Για τον Σαραντάρη που ήταν σφοδρός πολέμιος κάθε ωφελιμιστικής και ηδονιστικής αντίληψης, η ποίηση δεν αποτελούσε μια πρόσθετη τέρψη για την καλοπέραση των αστών, αλλά ένα μέσο, έναν αγώνα, για να νοιώσουμε την αλήθεια του ανθρώπου, μια λύση, το μόνο τρόπο να διαφύγουμε από την αθεράπευτη αθλιότητα της ανθρώπινης μοίρας, να νικήσουμε την αγωνία του θανάτου και τη βεβαιότητα του μηδενός, τη μόνη κατάφαση της αθανασίας" (2). Κι ένας άλλος σπουδαίος πνευματικός άνθρωπος, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, έγραψε σχετικά: "Η σχέση του Σαραντάρη με την ποίηση, δεν μπορούσε, λοιπόν, να είναι αισθητική ή άλλο παρόμοιο, αλλά στάθηκε σχεδόν από την αρχή καθαρά πνευματική ή μεταφυσική" (3).

Ο Σαραντάρης έζησε στην Ιταλία από βρέφος έως το πέρας των νομικών του σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Ματσεράτα. Μετά ήρθε στην Ελλάδα, για να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό, και έμεινε σ' αυτήν έως τα 33 του χρόνια, όταν θυσιάστηκε στα βουνά της Πίνδου, κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Σχεδόν με την έλευσή του στην Ελλάδα άρχισαν οι προβληματισμοί του για τον Καβάφη. Συγκεκριμένα στις 26 Ιουνίου του 1932 γράφει σε ένα από τα πρώτα ποιήματά του:

ΚΑΒΑΦΗΣ

Κάτι λείπει στον Αλεξανδρινό ποιητή:
Είναι το άρωμα και η γυναικεία θέρμη
Που δεν αγάλλιασαν την ψυχή του
Να χαρεί τη ζωή.
Ο πόθος του είναι αλλιώτικος,
Του αντρικού έρωτος
Δεν έχει τη θρασύτητα μα ούτε και τη θυσία… (4)

Το 1935 στο Μονταπόνε, όπου ο Σαραντάρης βρέθηκε λόγω του θανάτου του πατέρα του, έγραψε για τις "Μακεδονικές Ημέρες", μεταξύ άλλων "Για τον Καβάφη":

"Η ψυχρή ποίηση του Καβάφη είναι η ανώτερη της σημερινής Ελλάδας, γιατί είναι ειλικρινής και, διόλου ερασιτεχνική, αν κ' επιφανειακά τέτοια δείχνεται σε όσους συνήθισαν να κρίνουν τα έργα ξεκινώντας απ' την πάντοτε απατηλή παρατήρηση του σκοτεινού βίου των δημιουργών. Είναι όμως εκείνη του Καβάφη, ποίηση άγονη. Μονάχα ένα μάθημα ύφους παραδίδει στους κατοπινούς. Είναι, στη γλώσσα μας, η πρώτη πείρα, θαρραλέα προσωπική κ' αισθητικά άρτια, όχι μιας poesie pure a la Valery, αλλά εκείνης της ουσιαστικής essenziale ποίησης, που, μ' εντελώς άλλη όψη, είδε το φως στα χρόνια αμέσως μετά απ' τον πόλεμο στην Ιταλία, και πιστεύω και αλλού… Άγονη η ποίηση του Καβάφη γιατί κατά τελευταίο λόγο δεν συμμερίζεται εκείνη την ύστατη αισιοδοξία, που χρειάζεται της ψυχής όπως και του πολιτισμού για να προχωρήσουν για να πάνε πέρα… Ο αισθησιασμός, ηδονή και πίστη του, τον οδηγεί προς την απελπισία (5).

Σε άλλο κείμενό του, δημοσιευμένο την ίδια χρονιά επίσης στις "Μακεδονικές Ημέρες" ο Σαραντάρης γράφει:

"Στο ποίημα το αίσθημα δεν χωρίζει από τη σκέψη, κάθε μόριο της σύνθεσης όντας λόγος… Ακριβώς γιατί ο ποιητής δεν διακρίνεται από τον άνθρωπο, δικαιολογείται εκείνη η αυθόρμητη αποστροφή μας από ποιητές που, ναι μεν εκτιμούμε σχετικά με το περιβάλλον, με την εποχή που έζησαν, αλλά το έργο τους σαν σύνολο μας δείχνεται στείρο: σκέπτομαι έναν Μαλαρμέ, έναν Καβάφη… Με την προοπτική του χρόνου που τόσες θέες ξελαγαρίζει, έρχεται στην επιφάνεια η βαθύτερη αδυναμία του ποιητή ( και δεν έχουμε υπόψη μας μονάχα τους Μαλαρμέ και Καβάφη) να ζήσει ανάμεσα στους συγχρόνους του, ν' αντιληφτεί τα γόνιμα μηνύματα που κάθε εποχή περικλείει. Κατ' ανάγκην ένας τέτοιος ποιητής και σαν ποιητής θα είναι ισχνός, θα γίνει "precieux" (κομψευόμενος). Αδιάφορο αν γνωρίσει μέχρι κει που δεν παίρνει, τα μυστικά της τέχνης του. Αυτή η αυτογνωσία δεν ωφελεί, γιατί μια τέτοια τέχνη δεν μας ενδιαφέρει…" (6).

Το 1935 ο Σαραντάρης γράφει:

"Η στενόθωρη θέα της ποίησης του Καβάφη, τέτοια όμως ο εγωισμός του μπορούσε να παραγάγη, περιορισμένη στο πάθος του ατόμου, στη φθαρτή ουσία του, αλλά ζωντανεμένη απ' τη θαυματουργή ειλικρίνεια, που όποιος δημιουργός κατέχει, (είναι) δώρο της φύσης του.

Ό,τι αγαπά ο Καβάφης είναι η σάρκα του ομοίου του, στο ιδανικό της σφρίγος (ιδανικό, στην ανθρώπινη εξήγηση σημαίνει πρόσκαιρο), που είναι νεανικό. Αλλά αυτός ο έρωτας προορίζεται να παραμείνη στείρος αγνάντια στη ριζικώτερη ανάγκη στην πιο βαθειά απαίτηση του πνεύματος" (7).


Το 1936 σημειώνει ο Σαραντάρης:

"Ο Καβάφης έφερε τη νεοελληνική ποίηση στο «άκρον άωτον» της παρακμής, χωρίς όμως ν' αφαιρέσει απ' αυτή την ουσιαστική της αξία. Αλλά δεν είναι τολμηρό να υποστηρίξει κανείς πως ύστερα από τον Καβάφη, όχι μονάχα δεν μας επιτρέπεται να είμαστε μιμητές του, αλλ' ούτε καν να κάνουμε «ποίηση παρακμής». Κάθε αλήθεια της νεοελληνικής παρακμής σβύνει απ' τον αγέρα της πνευματικής μας ζωής με το θάνατο του Καβάφη" (8).

Το 1939 ο Σαραντάρης γράφει το ποίημα Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ:

Η πόλη όπου γεννήθηκες είναι η Κωνσταντινούπολη,
Πόλη του μέλλοντος,
Ενώ εσύ, πολύ προτού πεθάνεις,
Μέσα στο παρελθόν έπαιζες ζάρια

Όχι, η ζωή σου δεν είταν ωραία
Με τα μυρωδικά
Με τα βιβλία
Με τις εξαίσιες εκείνες
Αλλά ψεύτικες οπτασίες

Αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη;

Ο Αντώνιος της ποίησης σου η Αλεξάνδρεια. (9)

Στις 3 Αυγούστου του 1940, λίγο πριν επιστρατευθεί για την Πίνδο, όπου θυσιάστηκε κατά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, ο Σαραντάρης γράφει ένα σαν επίγραμμα, που κλείνει και τη σκέψη του για τον Καβάφη:

"Τι έμεινε από το έργο του Καβάφη; Κάτι σαν κυπαρίσσι" (10).

Το κυπαρίσσι το αειθαλές δένδρο των κοιμητηρίων. Κατά την λαϊκή θρησκευτική παράδοση είναι το σύμβολο του πένθους και του θανάτου (11). Μπορεί να είναι ωραίο δένδρο, ευθυτενές, μεγαλόπρεπο, αλλά συμβολίζει τον θάνατο και ο Σαραντάρης πίστευε πως ο ηδονιστής ποιητής, όσο ταλέντο κι αν έχει, είναι αιχμάλωτος του θανάτου, αντίθετα από όποιον πιστεύει στον Θεάνθρωπο Ιησού και ζει την πραγματική ζωή μέσα στην αιωνιότητα (12).

Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου


Σημειώσεις

1.      Γιώργος Σαραντάρης "ΕΡΓΑ", τόμος 1, Εισαγωγή - επιμέλεια Σοφία Σκοπετέα, Εκδ. Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Κρήτης, 2011, σελ. κζ'.
2.      Τάκης Βαρβιτσιώτης "Ποίηση και ποιητικά θέματα του Γιώργου Σαραντάρη", Περ/κό Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, τ. 2 του 1958, Ανάτυπο, σελ. 4.
3.      Ζησ. Λορεντζάτου "Διόσκουροι", Εκδ. "Δόμος", Αθήνα, 1997, σελ. 24.
4.      Αυτ. τόμος 2, σελ. 7.
5.      Αυτ. τόμος 1, σελ. 203. Το πρωτότυπο δημοσιευμένο στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης "Μακεδονικές Ημέρες" τον Μάρτιο του 1936 (Έτος Δ', τεύχος 2, σελ. 79-81)
6.      "Μακεδονικές Ημέρες" Ετος Δ', αριθμ. 6-7, Ιούλιος - Αύγουστος 1936, σελ. 338-239.
7.      Αυτ. Τόμος 2, σελ. 433.
8.      Αυτ. Τόμος 2, σελ. 535.
9.      Αυτ. Τόμος 1, σελ. 87.
10.  Αυτ. Τόμος 2, σελ. 399.
11.   Αναστασίου Τίγκα "Η φυτο-ζωολογία της Αγίας Γραφής", Αθήνα, 1977, σελ. 117.

12.   Γ.Ν. Παπαθανασόπουλου "Γ. Σαραντάρης: Ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος", Εκδ. Έκπληξη, Αθήνα, 2011, σελ. 128 και 172. 

No comments: