Sunday 12 August 2012

Η Οικονομία της Εκκλησίας

…εξ Επόψεως Ποιμαντικής Θεολογίας

Η οικονομία είναι λέξη ελληνική που παραμένει αμετάφραστη στις ευρωπαϊκές γλώσσες, όπου απλώς μεταγράφεται με λατινικούς χαρακτήρες και προφέρεται ανάλογα με την ξένη γλώσσα, όπως αγγλικά economy, γαλλικά economie, γερμανικά Ökonomie κ.λπ. Ο όρος οικονομία είναι σύνθετος από δυο λέξεις, το ουσιαστικό οίκος (κατοικία, σπίτι) και το ρήμα νέμω (μοιράζω, διανέμω, κατανέμω, ρυθμίζω, τακτοποιώ κ.λπ.).

Η κυριολεκτική σημασία της λέξης οικονομία είναι η τακτοποίηση, ρύθμιση, διευθέτηση όλων όσων αφορούν στον οίκο μας, την κατοικία, το σπίτι, τα δικά μας πράγματα, χρήματα, ζητήματα γενικώς. Το ρήμα οικονομώ δηλώνει την διαρρύθμιση των θεμάτων μας κατά τρόπο συμφέροντα και αποδοτικό έτσι ώστε να λειτουργήσει μια κατάσταση είτε στον ιδιωτικό βίο, το νοικοκυριό μας, είτε στον δημόσιο βίο, την πόλη, το κράτος, την παγκοσμιοποιημένη υφήλιο κ.λπ. Η λέξη οικονομία σήμερα πια συνηθίζεται να χρησιμοποιείται αποκλειστικά μόνο στην διαχείριση χρημάτων και πραγμάτων στην αγορά, γι’ αυτό λέμε ή γράφουμε πολιτική οικονομία, υπουργείο οικονομικών, επιστήμη των οικονομικών, οικονομολόγος κ.λπ.

Στην εκκλησία ο όρος οικονομία χρησιμοποιείται με ποικίλες έννοιες σε δυο κυρίως περιπτώσεις. Πρώτο, στην δογματική θεολογία θεωρείται η οικονομία σε διαστολή προς την θεολογία. Λέγοντας θεολογία εννοούμε την Αγία Τριάδα εσωτερικά, καθ’ εαυτήν, ενδοτριαδικά, δηλαδή την σχέση του Θεού Πατρός προς τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αντιθέτως ο όρος οικονομία αναφέρεται εξωτριαδικά, στην σχέση του Ακτίστου Τριαδικού Θεού με το κτιστό, άνθρωπο και κόσμο, σώμα και ψυχή, ύλη και πνεύμα, μιλώντας για την θεία οικονομία και εννοώντας την πρόνοια του Θεού για τον άνθρωπο και τον κόσμο (θεία οικονομία). Η Αγία Τριάδα καθ’ εαυτήν (θεολογικώς) είναι στον άνθρωπο άγνωστη, αμέθεκτη και απερινόητη, ακατάληπτη και άρρητη, ενώ στην σχέση Της με τον άνθρωπο και τον κόσμο είναι γνωστή η θεία πρόνοια, μεθεκτή, κατανοητή στην καταφατική θεολογία και διδακτή (οικονομικώς).

Δεύτερο, στο κανονικό δίκαιο χρησιμοποιείται ευρύτατα και συνηθέστερα ο όρος οικονομία σε αντιδιαστολή προς την ακρίβεια. Οι ιεροί κανόνες εφαρμόζονται από την εκκλησία με ευθύνη του επισκόπου κατά δυο διαφορετικούς τρόπους. Ο ένας είναι η ακρίβεια και ο άλλος είναι η οικονομία. Κατ’ ακρίβειαν εφαρμογή των ιερών κανόνων είναι η αυστηρή, κατά γράμμα και χωρίς εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις, η τήρηση όλων όσων προβλέπουν σε κάθε περίπτωση. Κατ’ οικονομίαν εφαρμογή των κανόνων της εκκλησίας σημαίνει την ελαστική, κατά το πνεύμα και όχι κατά γράμμα, τήρησή τους, δηλαδή κατ’ εξαίρεση, σε μερικές περιπτώσεις για σύντομο χρονικό διάστημα και με κριτήριο την σωτηρία των μελών της εκκλησίας.
Ένα παράδειγμα είναι η βάπτιση του χριστιανού. Ακριβής εφαρμογή είναι η τρις κατάδυση του βαπτιζομένου σε ρέον ύδωρ, κατά προτίμηση, με επίκληση της Αγίας Τριάδας εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος από κληρικό, επίσκοπο ή πρεσβύτερο, ποτέ από διάκονο ή άλλον κατώτερο κληρικό (υποδιάκονο, αναγνώστη κ.λπ.). Οικονομική βάπτιση («κατ’ οικονομίαν») είναι ο λεγόμενος αεροβαπτισμός, που αφορά σε θνησιγενή βρέφη, τα οποία κληρικός ή λαϊκός σηκώνει τρεις φορές ψηλά στον αέρα επικαλούμενος το όνομα των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας προκειμένου το μελλοθάνατο βρέφος να κηδευθεί ως χριστιανός και να τύχει των μνημοσύνων. Ο αεροβαπτισμός είναι η οικονομία της εκκλησίας στην τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος.

Σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες η οικονομία γίνεται από το Άγιο Πνεύμα «κατά θείαν χάριν» (Π΄ κανόνας των Αγίων Αποστόλων). Αρμόδιος για την εκκλησιαστική οικονομία είναι ο επίσκοπος και ο εντολοδόχος του πρεσβύτερος κατά τον αείμνηστο Αμίλκα Αλιβιζάτο, καθηγητή του Κανονικού Δικαίου στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στο σύγγραμμά του ‘Η Οικονομία κατά το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας’, Αθήνα 1949, σελ. 68. Κατά  τον καθηγητή του Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετέπειτα (1967-1973) μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο Κοτσώνη στο σύγγραμμά του ‘Προβλήματα της Εκκλησιαστικής Οικονομίας’, Αθήναι 1957, σελ. 134, μπορεί ακόμη και λαϊκός να εφαρμόσει την εκκλησιαστική οικονομία μετά από εντολή ή με την άδεια  του οικείου επισκόπου.

Η εφαρμογή της οικονομίας πρέπει να γίνεται με πολλή περίσκεψη, σε μερικές περιπτώσεις απόλυτης ανάγκης, εφόσον απειλείται η σωτηρία του μέλους της εκκλησίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Θεόδωρος Στουδίτης η εκκλησιαστική οικονομία γίνεται «κατά καιρόν και λόγον» (Επιστολή κα΄, PG 99, 981). Πρέπει να σημειωθεί ότι η εκκλησιαστική οικονομία περιορίζεται στην διοίκηση, την πράξη και την τάξη της εκκλησίας, δηλαδή την ευταξία αντί για την αταξία. Η οικονομία δεν επεκτείνεται στο δόγμα της εκκλησίας και σε καμιά περίπτωση δεν εφαρμόζεται στην δογματική διδασκαλία ή στα κείμενα της δογματικής θεολογίας (όροι, αποφάσεις συνόδων), όπως αναφέρει ο ομότιμος καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Παναγιώτης Μπούμης, στο άρθρο του «οικονομία» στην Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (Αθήναι 1966, τόμος 9, στήλες  678-679).

Σαφέστατα προσδιορίζεται από όλους τους προαναφερθέντες κανονολόγους ότι η οικονομία είναι η εν Χριστώ ελευθερία την οποία έχει η εκκλησία για να διαχειρίζεται την θεία χάρη και διευθετεί, τακτοποιεί, ρυθμίζει τα του οίκου της, δηλαδή ό,τι ενδιαφέρει τον οίκο της, το σπίτι της, την κατοικία των πιστών της μελών της για την διασφάλιση της σωτηρίας τους και την κατοχύρωση της ενότητας της εκκλησίας. Με αυτήν ακριβώς την θεολογική έννοια η οικονομία αναφέρεται στο κανονικό δίκαιο και στην ποιμαντική θεολογία, η οποία οικονομεί, δηλαδή χειρίζεται, διαχειρίζεται, ρυθμίζει, τακτοποιεί και διασφαλίζει την σωτηρία των μελών της εκκλησίας. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το ζήτημα της οικονομίας το πραγματεύθηκαν σε ειδικά πολύτιμα συγγράμματά τους οι δυο κορυφαίοι πανεπιστημιακοί καθηγητές της τότε έδρας με την επωνυμία Έδρα Κανονικού Δικαίου και Ποιμαντικής στις δυο Θεολογικές Σχολές της Ελλάδας, στην Αθήνα ο αείμνηστος Αμίλκας Αλιβιζάτος το 1949 και στην Θεσσαλονίκη ο μακαριστός Ιερώνυμος Κοτσώνης το 1957.

Η οικονομία είναι μια θεμελιώδης  έννοια της ποιμαντικής θεολογίας, η οποία πραγματεύεται την θεολογική κατά την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας θεμελίωση της ποιμαντικής διακονίας της εκκλησίας μας. Η εκκλησιαστική οικονομία είναι εφαρμογή και προέκταση της θείας οικονομίας κατά την οποία ο Χριστός «ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Μέγας Αθανάσιος) και ο Λόγος «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημιν» (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον). Η εκκλησιαστική οικονομία λειτουργεί με τον πιο αποφασιστικό τρόπο στην καθ’ ημέραν ποιμαντική διακονία της εκκλησίας εφαρμόζοντας την Ενανθρώπηση του Υιού του Θεού και την Ενσάρκωση του Λόγου για την σωτηρία του ανθρώπου. Το κριτήριο της ποιμαντικής θεολογίας στην ορθόδοξη εκκλησίας είναι η οικονομία την οποία συναντούμε στην παράδοση της εκκλησίας μας από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας μέχρι τους Ιερούς Κανόνες. Η ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωή είναι αδιανόητη και ανέφικτη χωρίς την οικονομία. Άλλωστε η σωτηρία του ανθρώπου οικονομείται από την Ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού εφ’ άπαξ και υλοποιείται από το Σώμα του Χριστού, δηλαδή την Εκκλησία, καθημερινά δια μέσου των αιώνων μέχρι της συντέλειας  του κόσμου τούτου απ’ άκρου εις άκρον της οικουμένης υφηλίου. 

Όταν χαρακτηρίζουμε την Εκκλησία ‘καινό έσχατο σώμα’ που εισέρχεται στον κόσμο, αυξάνεται και πληρούται πνευματικά από την αγιαστική χάρη του Παναγίου Πνεύματος, συνοψίζουμε όλη την  Οικονομία της σ’ ένα ποιμαντικό εσχατολογικό τρόπο ζωής και υπάρξεως. Με την Ενσάρκωση και την Πεντηκοστή η Εκκλησία φανερώνεται ως νέα δημιουργία και κομίζει καινούργιο τρόπο υπάρξεως και βιοτής, καινό μήνυμα αγιοπνευματικής συμπόρευσης ανθρώπου και θεού.

Η Εκκλησία, μέσα στο πνευματικό και ποιμαντικό πλαίσια της οποίας πραγματώνεται έμπρακτα η Οικονομία του Θεού, είναι η άφθαρτη ζωή του ανθρώπου, περισσότερο αληθινή και περισσότερο εσωτερική από τον ίδιο τον εαυτό του, που ζει με την ενσωμάτωση και την παραμονή του στο μυστηριακό της σώμα. Η Εκκλησία είναι η άπειρη οντολογική δυνατότητα και χάρη, που μας δόθηκε ‘άπαξ’ με το Χριστό και μας δίνεται συνεχώς με το Άγιο Πνεύμα, για να αναλάβουμε την πορεία της επιστροφής μας στο Θεό, να επιστρέψουμε στην αγαπητική κοινωνία και ένωση μαζί Του, να πετύχουμε τη μεταμόρφωση και τη θέωσή μας. Πρόκειται για μια επίπονη εργασία που εκφράζεται και στην ταυτόχρονη πορεία μας προς τους ανθρώπους, στην ανακάλυψη της αγάπης για τον άνθρωπο και τα ανθρώπινα, στην ευθύνη μας για τη σωτηρία και τη θέωση όλου του κόσμου. Αυτό πραγματικά είναι η ζωή και ο σκοπός της, όπως ενσαρκώνεται στην Εκκλησία.

Αείμνηστος Ο πατήρ Μιχαήλ Καρδαμάκης σημειώνει : «Προορισμός της Εκκλησίας, που χωρεί τα πάντα ενώ δεν χωρείται από τίποτα, είναι να προσλαμβάνει και να ανακεφαλαιώνει τα πάντα, να ενώνει τα πάντα με τον Θεό, να κάνει τα πάντα μέτοχα της τριαδικής ζωής και δόξας. Η Εκκλησία, που τελειώνει τον προορισμό της δημιουργίας, είναι ο δυναμικός τόπος και τρόπος της θεώσεως του ανθρώπου και του κόσμου, είναι η ανθρωπότητα και το σύμπαν στην πορεία τους προς τη μεταμόρφωση και τη θέωση εν Χριστώ με την πνοή του Αγίου Πνεύματος». [1]

Η Οικονομία του Θεού με άλλα λόγια, όπως εκφράζεται αγαπητικά και αγιαστικά μέσα στην Εκκλησία «δια του Αγίου Πνεύματος και εν Αγίω Πνεύματι» [2] είναι η Οικονομία της Εκκλησίας με τελικό αποδέκτη ολόκληρη την κτίση και τον κόσμο. Είναι η ανοιχτωσύνη της χάρης και του φωτισμού προς το χριστεπώνυμο πλήρωμα, είναι το πλήρωμα κάθε ενδόμυχης επιθυμίας ‘εν Χριστώ και δια Χριστού’, είναι η τελειωτική έκφραση της αγαπητικής προσφοράς και θυσίας του θεανθρώπου στον κόσμο.

Η Ποιμαντκή Θεολογία απώτερο στόχο έχει να μεταμορφώσει αγιαστικά τον άνθρωπο ως κοινωνό στην καθολική αλήθεια, στην πληρότητα του είναι και της ζωής, στην καθολικότητα της θεανθρώπινης πραγματικότητας, στην κάθετη και οριζόντια διάστασή της. Γιατί σ’ αυτήν υπάρχει η χάρη, η μεταμορφωτική δύναμη, η δυναμική θεία παρουσία, που κάνει τα πάντα δυνατά στον άνθρωπο, που του ανοίγει τη θύρα, με την άσκηση, για το καθολικό όραμα του ανθρώπου, της ζωής και του κόσμου. Μέσα στο χαρισματικό πλούτο της Εκκλησίας, υπό το φως δηλαδή της Οικονομίας της, ο άνθρωπος ανατρέπει τις συνέπειες της πτώσεως και κοινωνεί το μυστήριο της καθολικότητας της σωτηρίας, γεύεται δηλαδή τους καρπούς της πνευματικότητας της Εκκλησίας, γιατί η πνευματικότητα είναι ο καρπός της σωτηρίας.

«Ο άνθρωπος έξω από την κοινωνία της Εκκλησίας, εξακολουθεί να βρίσκεται αιχμαλωτισμένος, μόνος, αδύνατος και απεγνωσμένος στο ανθρώπινο ή και δαιμονικό θέλημα, στην αυτονομία ή στην ετερονομία. Να είναι δηλαδή αμέτοχος στις δωρεές του Πνεύματος, που ενεργοποιούν τη δωρεά της σωτηρίας, να βρίσκεται έξω από τη ζωή της μεταμορφώσεως και της θέωσεως, τη ζωή της θεονομίας, που είναι ζωή κοινωνίας και ελεύθερης αγάπης του Θεού εν Χριστώ».[3]

Η ανέκφραστη αγάπη του θεανθρώπου εκφράζεται διαμέσου της Οικονομίας της Εκκλησίας ως αγιαστική δωρεά, ως δυνατότητα μέθεξης και σχέσης και συμπόρευσης Ουρανού και γης, Θεού και ανθρώπου.

Ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος γράφει: «Είναι δυνατόν, ζώντας πραγματικά μέσα στην Εκκλησία, να βιώσουμε τον ουρανό μέσα στην καρδιά και τότε ο χώρος της καρδιάς θα γίνει ‘καρδιακός ουρανός’, για τον οποίο τόσα πολλά έγραψαν και κυρίως έζησαν οι άγιοι Πατέρες. Πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι αυτή η πνευματική ανάληψη ‘πάθος εστί του αναλαμβανομένου, ενέργεια δε του αναλαμβάνοντος’ κατά τον άγιο Μάξιμο. Δεν ποιεί ο άνθρωπος την θέωση και την ανάληψη, άλλα την πάσχει, που σημαίνει ότι γίνεται με την ενέργεια του θεού. Και αυτή η ανάληψη του ανθρώπου στους ουρανούς στην πραγματικότητα, όπως πάλι λέγει ο άγιος Μάξιμος, είναι ‘η εν τω Θεώ γενομένη αυτώ μετά ταύτα μονή τε και ίδρυσις’».[4]

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει ότι είναι αμαρτωλός, προτού αρχίσει να πιστεύει στον Θεό. Χωρίς Θεό, κάθε νέο σφάλμα που διαπράττει δεν θραύει ακόμη περισσότερο τον ήδη ραγισμένο καθρέπτη του Θεού μέσα του; Πού θα κοιτάζεται; Κάθε νέο σφάλμα δημιουργεί στον άνθρωπο μια ανυπόφορη αίσθηση τελικής αποπομπής από τον Παράδεισο, μια τελεσίδικη καταδίκη που ο ίδιος ο άνθρωπος ορίζει για τον εαυτό του. Μόνο η αναγνώριση και η αποδοχή της αμαρτωλότητάς του οδηγεί ‘τον άσωτο υιό’ στην αγκαλιά του Πατέρα, που ασταμάτητα και υπομονετικά τον αναμένει για χρόνια ή και για μια ολόκληρη ζωή να γυρίσει μετανοιωμένος. Αλλά της μετάνοιας πρέπει να προηγείται το βίωμα. Αυτό λοιπόν το βίωμα κομίζει η Οικονομία της Εκκλησίας σήμερα. Βίωμα αναστάσιμο και λυτρωτικό, χαρμόσυνο και αγιαστικό, βίωμα ‘εν ελευθερία και αγάπη’, βίωμα που χαρισματικά καινοποιεί και πνευματικά μεταποιεί, δηλαδή μεταμορφώνει και κάνει τον άνθρωπο να καταθέτει ως ορθοπραξία το Παύλειο : «Διό ευδοκώ εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις, εν διωγμοίς, εν στενοχωρίαις, υπέρ Χριστού ̇ όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμί».[5]

Η Οικονομία της Εκκλησίας εκφράζεται ποιμαντικά στην άνευ όρων αποδοχή του συνανθρώπου μας. Το άλλο, το διαφορετικό, το ξένο σταδιακά οικειοποιείται και γνωρίζεται προσωπικά και ουσιαστικά στο βαθμό που ο πιστός κοινωνεί με το σώμα της Εκκλησίας και συμμετέχει στα ζωοποιά μυστήριά της.

Ο καθηγητής Μάριος Μπέγζος γράφει : «Ο άλλος είναι το κριτήριο του εαυτού μου στο βαθμό που προκαλεί το εγώ μου να αποδεσμευθεί από τον εαυτό του, να γίνει το ‘άλλο’ του, δηλαδή να ‘αλλοιωθεί’ για να μην αλλοτριωθεί. Ο εαυτός μας γίνεται ‘αλλοίος’, άλλος, αλλιώτικος, υφίσταται την ‘καλήν αλλοίωσιν’, αλλοιώνεται, αλλάζει, δηλαδή βελτιώνεται, αναβαθμίζεται. Έτσι αποτρέπεται η αλλοτρίωσή μας, η έκπτωσή μας στο ‘αλλότριο’, στο ξένο, στο αντίθετό μας, στο κενό της ανυπαρξίας. Το αντίδοτο κατά της αλλοτρίωσης είναι η αλλοίωση ̇ η πρόταξη του όλου και του άλλου έναντι του εγώ μας με τη συνακόλουθη εύρεση του εαυτού μας».[6]

Η Εκκλησία του Χριστού πορεύεται ποιμαντικά και σταυροαναστάσημα. Ως μυστήριο μυστηρίων, ως οντολογικό και θεανθρώπινο μυστήριο τονίζει την εσχατολογική διάσταση και προοπτική της και μεταμορφώνει αγιοπνευματικά τον άνθρωπο γιατί η Οικονομία της είναι η έκφραση της Σάρκωσης και πολύ περισσότερο της ενσαρκωμένης αγάπης. Γι’ αυτό η Οικονομία της Εκκλησίας συμπεριλαμβάνει την παγκοσμιότητα και το αύριο στο καθημερινό βίωμα της ανιδιοτελής και χριστιανικής αγάπης, γεγονός που πραγματώνεται μυστηριακά και χαρισματικά μέσω της λειτουργικής και λατρευτικής οικουμενικότητας και χάρης.

«Η Εκκλησία είναι το έργο του Θεού επάνω στη γη ̇ είναι η εικόνα της ευλογημένης Του παρουσίας, η ενοίκησή Του μέσα στον κόσμο».[7] Αυτήν ακριβώς την εικόνα ως πρόνοια και δωρεά του Θεού κομίζει και διακονεί θυσιαστικά η Ποιμαντική Θεολογία. Μία εικόνα που διακονεί και θα διακονεί αγαπητικά τον άνθρωπο ως θεία Οικονομία από του νυν και έως του αιώνος. Αμήν!
 

Συγγραφέας: Bekari Abuladze, Θεολόγος
 

Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο βρίσκεται και στο ιστολόγιο Londinoupolis, μεταφρασμένο στην αγγλική από τον Δημήτρη Σαλαπάτα, Θεολόγο - Διεθνολόγο.



[1]    Καρδαμάκη Μιχαήλ, πρωτοπρεσβυτέρου, Ορθόδοξη Πνευματικότητα, Η αυθεντικότητα του          ανθρώπινου ήθους, εκδ. Αυρίτας, Αθήνα 1980, σελ. 130.
[2]    Ιωάννου δ’, 23, 24, Εβρ. θ’, 4.
[3]    Καρδαμάκη Μιχαήλ, πρωτοπρεσβυτέρου, Ορθόδοξη Πνευματικότητα, σελ. 134.
[4]    Βλάχου Ιεροθέου, Αρχιμανδρίτου (νυν Μητροπολίτου Ναυπάκτου), Το πολίτευμα του Σταυρού, εκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λειβαδιά 1990, σελ. 185 - 186.
[5]    Β’ Κορ. 12, 10.
[6]    Μπέγζου Μάριου, Ψυχολογία της Θρησκείας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σελ. 149.
[7]    Καρδαμάκη Μ., Ορθόδοξη Πνευματικότητα, σελ. 130.

No comments: