Saturday, 28 December 2024

T' Αφιόνι το περιφρονούσα...

 
Το βρήκα, δηλαδή το ξαναβρήκα. Όχι που το είχα χαμένο, αφού εγώ το είχα βάλει εκεί που το βρήκα, ούτε είχα ξεχάσει που βρισκόταν. Απλά δεν είχα την διάθεση να κοιτάξω ανάμεσα στα κουτιά και κουτάκια με τις δαντέλες της γιαγιάς μου, άλλες με το βελονάκι, άλλες κοπανάκι, άλλες κιτρινισμένες από την πολυκαιρία, αμεταχείριστες και τυλιγμένες, πιασμένες  με καρφίτσα με κεφάλι-πέρλα. Σε ένα από τα ράφια μιάς βιβλιοθήκης, γεμάτη από βιβλία δικά μου και των παιδιών μου, άντρες ολόκληροι που από καιρό έχουν κάνει δικά τους σπιτικά,  αλλά τα βιβλία τους, <<μαμά, τα θέλω...>>,  που από το βάρος θα πέσει κάποια μέρα. Λοιπόν το ανακάλυψα για πολλοστή φορά. 


Ένα χαρτάκι και αυτό κιτρινισμένο από την πολυκαιρία, βγαλμένο από ένα τετράδιο αριθμητικής με μερικές αράδες γραμμένες με μολύβι. Επάνω-επάνω γράφει: Σκοπός του Μουσολίνι 
 
Με τήν καρδιά βαρειά σφιγμένη, 
τά σπίτια μας αφήκαμε 
μαζί με κούρους στριμωγμένοι
στό σεφκιάτη μπήκαμε 
              ___
Ψειρα βρωμα και βρησιά 
που νά βρης λίγη δροσιά
και την νύχτα σάν σκυλιά είς τά σκαλιά 
______        Refrain        ________
 
Τρεις νύχτες και τρεις μέρες
ξυλο βρησιές φοβέρες
κι' όταν στά Τούζλα βγήκαμε
μας φάνηκε παράδεισος σωστός
                      ______
 
Πλύθηκαν χέρια πόδια
κ' ύστερα σάν τα βώδια
σαράντα στο βαγόνι
μας φωρτώσαν για τ' Αφιόνι
κι' ό Θεός μας βοηθός.
             __________
Τ' Αφιόνι το περιφρονούσα
ή σκόνη του μέ πείραζε
στην Σμύρνη Πάντιρμα καί Προύσα
ό νους μου πάντα γύριζε.
              ___________
 
Σέ περιγιάλια δροσερά 
ονειρευόμουνα τόν κιτά
μέ νερά και κρύα νερά ατέλειωτα
 
  _______  Refrain ________
 
Τώρα είμαι στο Τσίβριλ
μέ τρων κουνούπια ψίλοι
νερό απ' τό πηγάδι
και φασούλια μέ μπλιγούρι γιά φαγί
                     __________
 
Αράπη έχω χρώμα
κοιμούμαι μεσ' τήν βρώμα
καί μέ καζμά στόν ώμο
πηρ' ό διάβολος τόν δρόμο
κτύπα βρόντα κι' όπου βρη.
 
Τα γράμματα δεν είναι του μπαμπά μου, ποιός να ξέρει ποιό χέρι να έγραψε τους στίχους. Οι λέξεις έχουν δασείες, ψιλές και περισπωμένες και τυλιγμένες στο χαρτάκι μερικές φωτογραφίες με τον μπαμπά μου νεαρό, με την κιθάρα του παρέα στην μιά, με το μαντολίνο του σε άλλες μέσα στην  μεγάλη ομάδα συνοδοιπόρων με στρατιωτικά ρούχα, στο πίσω μέρος  "Souvenir du 10/8/1941 Kayseri, Pinarbasi 1941".
 
Ήταν η εποχή με τις <<Είκοσι ηλικίες>>. Η δεύτερη. 
 
Ποιός ξέρει τι θα τράβηξε, δεν έλεγε τίποτα, τουλάχιστον σε εμένα, για τα τότε. Μοναχογιός, μοναχοπαίδι και καλο-μεγαλωμένος ήταν ο μπαμπάς μου. Με τα γαλλικά του -αφού τον έστειλαν οι γονείς του στο St. Benoit, το Γαλλικό σχολείο  που λειτουργούσε από πολύ παλιά χρόνια στο Καράκιοϊ-, την κλασική μουσική που λάτρευε, τις παρέες και τους χορούς και όλα τα καλά και από ό,τι άκουγα από τα λόγια του ενός και του άλλου, περιζήτητος γαμπρός... Η μαμά του η Δέσποινα, από το Σχοινούδι της Ίμβρου, ο πατέρας του ο Κωνσταντίνος του Σταύρου, εκ Μπουγιούκντερέ. Αυτό γράφει το στεφανοχάρτι του από την Μητρόπολη Δέρκων και είχε μιάν αδελφή, την Κωνστάντσα ή Κωνσταντίνα, κάτι τέτοιο περίπου, και bukadar, δηλαδή, μέχρι εδώ ξέρω. Και με την παντοτεινή απάντηση, "τα παιδιά δεν ρωτούνε", δεν θα ρωτούσε και ο μπάμπάς μου. Από σέβας... Αχ αυτό το σέβας, "να το βράσω!" σκέφτηκα κάποιες φορές.
 
Τόσο μεγάλο σπίτι είχαν και με πηγάδι και με μεγάλο σερβανί -σοφίτα- και ένα σωρό δωμάτια υψηλοτάβανα, δεν θα μπορούσαν τέλος πάντων να τον κρύψουν κάπου; Είναι πιά γνωστές οι ιστορίες, με τα Tavan taburu στα χρόνια των Ταγμάτων Εργασίας. 
 
Στο ράφι, δίπλα στα κουτιά με τις δαντέλες της γιαγιάς -ποιάς γιαγιάς από τις δύο άραγε;- βρίσκεται το έργο της Διδώς Σωτηρίου, "Ματωμένα Χώματα" σε Αγγλική μετάφραση,  Farewell to Anatolia. Το διάβασα και πήρα μια δόση από αυτά που συνέβαιναν στα τάγματα εργασίας. Το διάβασα και σε Τουρκική μετάφραση, Benden selam soyle Anadoluya. Θα το ξαναδιαβάσω για να ζήσω αυτά που έζησε ο Μανώλης Αξιώτης, ο ήρωας της ιστορίας βγαλμένης από τα χώματα και την καρδιά, της ποτισμένης με δάκρυα οδύνης, χαράς και αγάπης γης, ζωγραφισμένης με χρώματα και αρώματα της Ανατολής μας. Στην γλώσσα που γράφτηκε, την Ελληνική, δεν το διάβασα ακόμα. 
 
Ρίχνω και πάλι μια ματιά στις αράδες στο χαρτάκι που έλεγα ποιό πάνω και τις φωτογραφίες. Μα γιατί δεν μιλούσε για εκείνες τις μέρες; Το μόνο που έλεγε κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα με γλυκόπικρο χιούμορ, ήταν μια περιπέτεια που έζησε όταν μαζί με έναν συνάδελφο του ζήτησαν, έλεγε,  άδεια για να περάσουν τις γιορτές στα σπίτια τους και στην Εκκλησία του χωριού τους, στον Αη Γιώργη ο μπαμπάς μου,  να ακούσουν <<Καλήν εσπέραν άρχοντες>> από τα παιδιά στις γειτονιές, ο μπαμπάς μου στα Θεραπειά στο στενό Sardunya sokak, την Παραμονή. <<ΓΙΟΚ>> ήταν η απάντηση. Δεν το άντεχαν το γιοκ. Σκέφτηκαν και ξανασκέφτηκαν και σε μερικές  μέρες πριν τα Χριστούγεννα αποφάσισαν να αποδράσουν. Δεν ξέρω  από που ακριβώς. Πήραν ότι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους για τον δρόμο και κίνησαν για την Πόλη. 
 
Στην αρχή τα πήγαν καλά, η επιθυμία να βρεθούν στην αγκαλιά της μάνας και την θαλπωρή του σπιτιού τους, τους έδινε δύναμη και έλπιζαν πως θα κατάφερναν και πως η απόδραση τους θα περνούσε απαρατήρητη. Στην πορεία τα βρήκαν σκούρα,  τα πράγματα δυσκόλεψαν, άρχισε να χιονίζει, παραπατούσαν νυχτιάτικα, ούρλιαζαν τα τσακάλια στο δάσος, αντάμωσαν λύκους και σκαρφάλωσαν σε ένα δέντρο ο καθένας για να τους αποφύγουν. Τα κατάφεραν με τα ζωντανά. Με τις αρχές, δεν τα κατάφεραν, τους τσάκωσαν. Τους ξύρισαν τα κεφάλια σταυροειδώς και τους τιμώρησαν, με τρεις μήνες παραπάνω θητεία αντί για κρατητήριο. C'est la vie, έλεγε χαμογελώντας όταν τέλειωνε την αφήγηση του περιστατικού. 

Πάει πολύ καιρός που μας άφησε χρόνια. Δεν είχε προφτάσει να πολυγεράσει.  Έφυγε στα ξαφνικά, από την μιά στιγμή στην άλλη. Μιά μέρα στην Αθήνα, την άλλη στην Πόλη και στα Θεραπειά του. Πέθανε εκεί που ήθελε και εκεί κοιμάται τώρα για πάντα, στα ψηλά μέρη του Ροσινιόλ, εκεί που πήγαινε να ακούσει τα αηδόνια. 
 
Μέσα σε όλα τον θυμάμαι να τραγουδά το "Rossignol" με το μαντολίνο συνοδεία  στα χέρια του,  "Rossignol, rossignol des mes amours..." και να θέλει και εμένα να τον συνοδεύω στο πιάνο και να θυμώνει η μαμαζέλ Τερέζα, η δασκάλα μου που δεν γούσταρε να παίζω "με το αυτί". 
 
Μουντή η μέρα σήμερα, γκρίζα συννεφιά. Χειμώνας. Στο παράθυρο της κουζίνας ένα ρόδινο κυκλάμινο σε μιά μικρή γλάστρα αποφάσισε να ανθίσει. Ετοιμάζεται να βγάλει και άλλα.  Αυτό το γλαστράκι το χάρισε στην μαμά μου η φιληνάδα μου, η Ειρήνη. Το γλαστράκι υπάρχει και λουλουδιάζει, η μαμά πλέον όχι, βρίσκεται εκεί που μια μέρα θα ανταμώσουμε όλοι. Μ' έρχεται να το χαϊδέψω, το πλησιάζω και η χαρμολύπη πλησιάζει εμένα, σχεδόν μ' αγκαλιάζει, καλύτερα ας το ποτίσω.
 
Ο Δεκέμβρης σέρνει τις τελευταίες του πατημασιές, πόσα και πόσα είδαν τα μάτια του, τόσα και άλλα τόσα άκουσαν τα αυτιά του. Κουράστηκε. Σε λίγο θα μας αποχαιρετήσει.
 
<<Καλήν εσπέραν άρχοντες.......>> λέγαμε στην Πόλη την Παραμονήεξ΄ όλης της ψυχής και εξ' όλης της διανοίας και η θεία Γεωργία, η εξαδέλφη της γιαγιάς μου, στο Ταρλά Μπασί, επέμενε να μας μαθαίνει όλους τους στίχους, από την αρχή ίσια με το τέλος, ακόμα και τις δεκατέσσερις χιλιάδες των νηπίων που ο μπάρμπα Ηρώδης εξαφάνισε... Μέχρι που πατούσε η γιαγιά μου τις φωνές, << Γεωργία, φτάνει...>>. Την άλλη μέρα Εκκλησία και από την παράλλη, το Δωδεκαήμερο.
 
Ετσι και φέτος.
 
Πολλές Ευχές
Και του Χρόνου να είμαστε καλά
 
Νίκη Beales
Buckingham, Αγγλία
Δωδεκαήμερο 2024-2025

No comments: