Thursday 7 November 2024

Όπως λέγαμε…

 
Πάει, πέρασε και αυτό το καλοκαίρι. Πάει το μπάνιο στην θάλασσα και οι καλοκαιρινές διακοπές στις ακρογιαλιές και στις αμμουδιές. Μπαίνουν πλέον στο αρχείο των αναμνήσεων, κάθε πράμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο, όπως και το μαύρισμα από τον ήλιο.
 

Όταν ήμουν μικρή, πηγαίναμε στα Φλώρια μια δυό φορές τον χρόνο. Ο λόγος; Η ηλιοθεραπεία. Μάλλον το τσουρούφλισμα. Σαν ο δικός μας ο ήλιος δεν ήταν αρκετός για το πολυπόθητο χρώμα. Για να πω την αλήθεια δεν πολυθυμούμαι πως πηγαίναμε, πρέπει να κοιτάξω στον χάρτη για να δω που ακριβώς βρίσκονται τα Φλώρια. Θα πρέπει να είναι κοντά στο Μακροχώρι -Μακρικόϊ που έλεγε η γιαγιά μου, πάρε λίγο μάκρος από τα Ελληνικά, πρόσθεσε λίγο KOY στα Τουρκικά, και κανείς παραπονεμένος-.
 
Στο Μακροχώρι έμενε η θεία Αγγελική της νουνάς. Δεν ήμασταν συγγενείς εξ αίματος, αλλά ήταν κόρη της νουνάς Ειρήνης, και ανεψιά της νουνάς Θοδώρας, και πολύ στενή φίλη της μαμάς μου στα παιδικά τους χρόνια, κολλητή, που θα λέγαμε σήμερα. Θα κάνω μια παρένθεση εδώ, δηλαδή θα προσθέσω ακόμα μία σε όλες τις πολλές και μπερδεύω ακόμα και τον εαυτό μου από τις πολλές παρενθέσεις που κάνω.
 
Την λέξη «κολλητή» δεν την ήξερα με αυτή την έννοια, την έμαθα αρκετά αργότερα από τα πάνε και έλα στην Αθήνα. Έτσι είναι, μαθαίνει πολλά κανείς συν τω χρόνω...   
 
Μαμά, θεία, θεία Κασούλα και θεία Χρυσούλα, ο Ρούλης, ο Χαρίλαος, εγώ και το (απαραίτητο) καπέλο μου, με την μοναδική μου αποσκευή το σιμίτι (σωσίβιο) παραμάσχαλα, με τα φρούτα και το ψωμοτύρι, καμιά ελιά και κανένα βραστό αυγό, μια-δυό φέτες κεϊκ μαρμπρέ με σοκολάτα, άντε και λίγος χαλβάς  μέσα στα διχτυωτά από σπάγκο ζεμπίλια. Στις τσάντες του χεριού, ανάμεσα στα μπανικά,τα πεσκίρια και τα σκουφάκια για να μην βρέχονται τα μαλλιά βρισκόταν τα μπουκαλάκια με τα λάδια μαυρίσματος, καλοσφραγισμένα και τυλιγμένα με προσοχή μην ξεφύγει καμιά σταγόνα και όχι μόνο θα λέκιαζε ότι υπήρχε μέσα στην τσάντα,  αλλά θα πήγαινε χαμένο ένα μέρος από το υγρό με την μυστική συνταγή λαδιού μαυρίσματος.
 
Στα Φλώρια λοιπόν και υπάρχει κάπου χαντακωμένη μια φωτογραφία που κάποιος τράβηξε για ενθύμιο. Στην παρέα και η θεία Χρυσούλα από την Αθήνα. Στην πραγματικότητα το όνομα της ήταν Τούλα από το Σεβαστή, αλλά από το λέγε Τούλα και ξαναλέγε Τούλα, ο σύζυγός της, ο θείος Δημητρός, ανεψιός της γιαγιάς μου, την έκανε Σούλα και η μαμά μου από το Σούλα την έχρισε Χρυσούλα και έτσι έμεινε... Και δώστου "Χρόνια Πολλά" τα Χριστούγεννα... ώσπου μας παραπονέθηκε πως ξεχνούσαμε να την ευχηθούμε στη γιορτή της τον Δεκέμβριο. 
 
Η θεία Χρυσούλα, όχι η αυθεντική αλλά η Αθηναία, έφερε και το αγοράκι της, τον χρονιάρικο Νικάκη -αργότερα Νίκο-, με τις σκούρες μπούκλες και τον μη γεννηθέντα ακόμα Θοδωράκη μαζί της, ήταν δηλαδή αυτό που λέγαμε στην Πόλη, σε ενδιαφέρουσα. Αυτός, έμελλε να έχει ξανθές μπούκλες και αργότερα έγινε Θοδωρής.  Προς τιμήν της, ήρθε και η γιαγιά μου, που αντιπαθούσε τα ταξίδια, την πείραζαν τα τραντάγματα του κάθε οχήματος και η μυρωδιά της μπενζίνας, και δώστου κολώνια λιμόν τσιτσεγί (άνθος λεμονιάς) στο μαντιλάκι της, το καλό με την νταντέλα στην γωνία.
 
Και βέβαια έκανε ζέστη και στο πάνε και στο έλα και στα Φλώρια, και η θηλυκή πολυφωνική χορωδία της συντροφιάς κάθε τόσο φρόντιζαν την κυοφορούσα εξ Αθηνών μουσαφίρισσα, με το να την ρωτούν αν είναι καλά, αν θέλει τίποτα, νερό, πορτοκαλάδα, αν πεινά, αν ζεσταίνεται και κάθε τόσο: «Κλωτσάει, κλωτσάει το μωρό;»
 
Ο καιρός ήταν ακόμα αίθριος αλλά έφτασε η μέρα να πάμε στο YESILKOY HAVAALANI στον Αγιο Στέφανο να αποβγάλουμε τους επισκέπτες, μαζί μας και η θεία Κίτσα, του θείου Στυλιανού με τα απαραίτητα λουκούμια και τους ακιντέδες του Χατζή Μπεκίρ στο χέρι. Η γιαγιά δεν ήρθε, είπαμε απεχθανόταν τα σούρτα-φέρτα με τις οσμές από τα καύσιμα. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, δακρύσαμε, ξανά-μανά, είπαμε τα αντίο μας και τις ευχές «Με ένα πόνο», «Τί είναι πάλι αυτό;», «Να εύχονται να έχει έναν πόνο, η γλυκιά αυτή  σγουρομάλλα θεία; τι έπαθαν αυτοί οι μεγάλοι τέλος πάντων», αναρωτιόμουν. 
 
Με τον Αύγουστο να φτάνει στο τέλος του, με τον Σεπτέμβρη να περιμένει να πάρει σειρά και να μας φέρει στην Ύψωση του Σταυρού και την νηστεία Του κυλούσαν οι μέρες. Βασιλικός την μιά μέρα, του Αη Νικήτα την άλλη στις δεκαπέντε. «Άντε να πάμε!» είπε η γιαγιά. «Που να πάμε μητέρα;» ρώτησε η θεία, «Στον Αη Νικήτα», ερχόταν η απάντηση. Ρήσεις και αντιρρήσεις, να το πούμε και στην Μαρουλιώ -την συνυφάδα της, στο ίδιο σπίτι, αλλά με άλλη εξωπόρτα- «Αθανασία, Αθανασία, εμείς θα πάμε στον Αη Νικήτα, θα έρθεις;», φώναζε κάτω από τα παραθύρια της γειτόνισσας, άλλες ρήσεις και αντιρρήσεις, αν θα κουραστούμε, έχουμε και το παιδί, αν θα πεινάσουμε και αν θα φάμε κάτι στα πεταχτά στο καζινάκι στο Κιρετς Μπουρνού, τι θα φάμε, τι θα πιούμε, τρέχα γύρευε  και στα βιαστικά ποδαράτο, με εμένα από το χέρι, για το Κεφελίκιοη, δυο χωριά παρακάτω από το δικό μας...
 
Στον Αη Νικήτα, που κάποτε βρισκόταν στο Κεφελικιόη -αν θυμούμαι καλά- όχι βέβαια ο ίδιος, αφού ο Άγιος αυτός γεννήθηκε και έζησε το τριακόσια και κάτι μετά Τον Χριστό, στις όχθες του Δούναβη και όχι στις όχθες του Βοσπόρου, αλλά ο Ιερός Ναός αφιερωμένος σε αυτόν, πήγαινε κόσμος και κοσμάκης για να προσκυνήσει την τοποθεσία που υπήρχε αυτός ο Ναός κάποτε, στα χρόνια εκείνα τα παλιά και τα καλά.
 
Σαν την Γερακίνα που κίνησε για νερό, κινήσαμε και εμείς για προσκύνημα και για νερό αφού sτο Κεφελίκιοη είχε (και έχει) μια παλιά βρύση με "καλό" νερό.  
 
Μέσα στο ένα και στο άλλο και κάθε τόσο πηγαινοέρχεται η θύμηση του Αη Νικήτα και γυροφέρνει τον νου μου. Για σιγουριά ρώτησα έναν παιδικό μου φίλο που ζει, αναπνέει και ακούει τα φουγάρα και το τικ-τακ των καραβιών που περνούν και ανταμώνονται  τις νύχτες στα στενά του Βοσπόρου. «Πού έχουμε Αη Νικήτα στην Πόλη;». Φυσικά, επιβεβαίωσε τα της τοποθεσίας, και μάλιστα με ενημέρωσε πως η οικεία Μητρόπολη -η δική μου δηλαδή, που δεν την αποχωρίζομαι όπου και να ζω και βρίσκομαι-, η Μητρόπολη Δέρκων και ας μην υπάρχει το κτίριο πιά που την στέγαζε, ούτε και ο Αη Γιώργης μας, ογδόντα μέτρα μακριά από την θάλασσα, φροντίζει να γίνει κάτι... Περιμένω.
 
Όπως λέμε ο καιρός τρέχει, όχι μόνο τρέχει αλλά κατρακυλά σαν να κάθεται σε μπισικλέτα με τεράστιες ρόδες, πάνω σε κατηφόρα. Κοιτάζω έξω και βλέπω το νερό της βροχής, που με την βοήθεια του αέρα βάλθηκε να χτυπά τα τζάμια στο καθιστικό. Σουρούπωσε και ο ήλιος πάει να αγκαλιάσει τον Μορφέα, σε λίγο θα μας αγκαλιάσει το σκοτάδι. Τα πτηνά του ουρανού πήγαν για ύπνο και το φεγγάρι δεν βγήκε για τον περίπατό του ακόμα. 
 
Πέρασε η γιορτή του Αη Δημητρη και του Αγίου Νέστορος και αποχαιρετώντας την καλοκαιρινή ώρα την Κυριακή, αλλάξαμε τα ρολόγια μας και κερδίσαμε μια ώρα ύπνου, κάτι είναι και αυτό.
 
Καλό Χειμώνα
 
Νίκη Beales
Φθινόπωρο 2024
Βuckingham, Αγγλία