Monday 7 November 2016

Οἱ παλιές λαδιές...

(Μνῆμες ἀπό τή συλλογή τοῦ ἐλαιόκαρπου στό παλιό μας τό χωριό)

Δέν εἶναι δυνατό μέρες πού εἶναι καί μαζεύεται ἡ ἐλιά, σέ ὅσα χτήματα ἀπόμεινε ἐλαιόκαρπος, νά μήν ἀναπολήσει κανείς ἐκεῖνες τίς παλιές, καλές λαδιές. Δηλαδή τά μαξούλια πού δέν λησμονεῖ κανένας εὔκολα, γιατί καί τό σπίτι γιόμιζαν καί τά οἰκονομικά τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων βελτίωναν. Ἔτσι, ἀπό τά τέλη τοῦ Σεπτεμβρίου, μέ τό τελείωμα τοῦ τρύγου καί τήν ἀποθήκευση τοῦ κρασιοῦ ἔβγαιναν οἱ νοικοκυραῖοι στούς ἐλιῶνες νά μαζέψουν τό πρῶτο χέρι τοῦ ἐλαιόκαρπου, μέχρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ὅπου θ᾿ ἄνοιγαν οἱ καλιάγριες, τά παλιά χειροκίνητα δηλαδή, ἐλαιοτριβεῖα.
 
Ἡ εἰκόνα ἀπό τό ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ τῆς Δ΄ Δημοτικοῦ, ἔκδ. τοῦ 1959
Γιόμιζαν, λοιπόν, οἱ ἐλαιῶνες κόσμο, πού ἀπό τό πρωΐ, ἴσαμε τό ἀπόγευμα μάζευαν προσεχτικά τίς πεσμένες ἐλιές, τίς ὁποῖες, ἀφοῦ τίς ἔκαναν φορτώματα, τίς πήγαιναν μέ τά τσουβάλια στίς ἀποθῆκες πού εἶχαν οἱ καλίαγριες καί περίμεναν τή μέρα πού θά βγάζανε τό πρῶτο λάδι.

Ὡστόσο, οἱ λαδιές δέν ἦταν μονάχα τό λάδι, ἀλλά πιό πολύ οἱ λεγόμενες μαῦρες ἐλιές, πού κάθε βράδυ τίς πήγαιναν στούς ἐμπόρους ἤ τίς ἀποθήκευαν κι οἱ ἴδιοι μέσα σέ μεγάλες κάδες μέ γάρο, γιά νά τίς πωλήσουν ὅταν ἔρχονταν οἱ ἔμποροι νά τίς ἀγοράσουν. Ἦταν δέ οἱ ἐλιές αὐτές μεγάλες, ὁλόμαυρες, γυαλιστερές καί καθαρές, δηλ. χωρίς δάκο ἤ σάπια βοῦλα.

Αὐτές οἱ ἐλιές ἦταν, λοιπόν, ἐκεῖνες πού ἀνακούφιζαν πλῆθος φτωχῶν κι ἀδύναμων νοικοκυριῶν, καθώς μετά τό μάζεμα τοῦ ἐλιώνα ἡ κάθε νοικοκυρά, ἀλλά κι ὁ κάθε νοικοκύρης μάζευε τίς πιό μεγάλες μαῦρες καί καλές ἐλιές, γιά νά τίς πωλήσει μετά στόν ὅποιον εἶχε γειτονικό μεταπράτη, ἔτσι ὥστε νά οἰκονομηθεῖ. Κι ἄς μήν τό ξεχνᾶμε, ἀπό τίς μαῦρες τίς ἐλιές γίνανε προίκες ὁλάκερες, ταχτοποιοῦνταν λογαριασμοί -τά γνωστά βερεσέδια- ἀλλά καί μποροῦσαν οἱ νυκοκυραῖοι νά πάρουν κι ἕναν ἐργάτη γιά τό ξετίναγμα, γιά τό κλάδεμα κ.λ.π.

Ὕστερα μή ξεχνᾶμε καί τό ἄλλο: τίς «πατμένις» ἐλιές, δηλαδή, τίς μαῦρες, γινομένες ἐλιές, πού διάλεγαν μέ προσοχή κι ὕστερα τίς βάζανε μέσα σ᾿ ἕνα τσουβάλι μέ λίγο ἀλάτι καί τίς «πατοῦσαν» τοποθετώντας ἐπάνω κάποιο βάρος. Κι ὕστερα, ὅταν μετά ἀπό μιά βδομάδα περίπου τίς ἔβγαζαν, ἦταν ἕτοιμες γιά νά συνοδεύουν τά  βρασμένα λάχανα (τ᾿ ἄγρια χόρτα), μέ τό νέο τό λάδι, τό φρεσκοκκομένο λεμόνι καί τό ζυμωτό τό ψωμί.

Ὄμως ἐκτός ἀπό τίς «πατμένες» ἐλιές, ἔχουμε καί τίς χαμάδες, τίς ἐλιές πού γίνονται καταγῆς κι ἔχουν ἕνα χρῶμα καφετί, ἀλλά καί τίς περίφημες «ξυδᾶτες» καί «τ᾿ ἀγγουράκια», τίς πράσινες δηλ. ἐλιές, πού γίνονταν στήν ἀρχή, πρίν μαυρίσουν πάνω στό δέντρο.

Σήμερα μέ τίς ποικίλες ἀσθένειες πού ὑπάρχουν τά ἐλαιόδεντρα ἔπαψαν νά παράγουν καθαρές μαῦρες ἐλιές. Ὁ ἐλαιόκαρπος εἶναι κι αὐτός ἄρρωστος καί πέφτει νωρίς κι ἔτσι τό ἀγαθό αὐτό, τό λαδάκι τοῦ Θεοῦ, πού κάποτε γιόμιζε πυθάρια καί τεπόζιτα, ὅλο καὶ χάνεται... Ὅπως χάθηκαν κι οἱ φωνές στούς ἐλιῶνες ἀπό τούς νοικοκυραίους καί τούς ἐργάτες. Καί μαζί μέ αὐτά καί τά παλιά τά «μπιρικέτια».

π. Κ.Ν. Καλλιανός

No comments: