Thursday 8 January 2015

Μητρότητα εκτός γάμου


H οικογένεια με ένα γονέα αποτελεί μια πραγματικότητα σε όλες τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και κατά συνέπεια και στην Ελλάδα. Οι μονογονεϊκές οικογένειες αν και αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό του συνόλου των οικογενειών και ο αριθμός τους συνεχώς αυξάνει, αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα σε σύγκριση με τις λεγόμενες ολοκληρωμένες οικογένειες. Κυρίως θα αναφερθούμε στην κατηγορία των ανύπαντρων μητέρων οι οποίες κάτω από αντίξοες τις περισσότερες φορές συνθήκες, χωρίς σύντροφο, χωρίς οικονομική άνεση αποφασίζουν να μεγαλώσουν ένα παιδί.


Πριν από λίγες δεκαετίες η ανύπαντρη μητέρα ήταν η νέα κοπέλα, η παραστρατημένη που προκαλούσε τη μεγάλη ντροπή της οικογένειας και ήταν παράδειγμα προς αποφυγή. Σήμερα όμως, στα μεγάλα αστικά κέντρα κυρίως, η στάση της κοινωνίας έχει διαφοροποιηθεί απέναντι στην ανύπαντρη μητέρα λόγω της ανωνυμίας. Συνήθως, η ανύπαντρη μητέρα είναι μια γυναίκα φοβισμένη. Μπορεί να είναι έφηβη, μαθήτρια, εργαζόμενη ή άνεργη από οποιοδήποτε μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο. Ενώ η παντρεμένη έγκυος γυναίκα απολαμβάνει παραδοχή, φροντίδα και προσοχή σαν επιβράβευση της ολοκλήρωσης του κοινωνικού της ρόλου, η ανύπαντρη αισθάνεται μοναξιά, απομόνωση και βιώνει την αρνητική στάση ή την απόρριψη του περιβάλλοντός της.

Εκτός  όμως από τις ανύπαντρες μητέρες που προέρχονται από χαμηλά οικονομικά στρώματα, υπάρχουν και εκείνες που ανήκουν στις μορφωμένες γυναίκες και που ενδιαφέρονται για την καριέρα τους, κι έχουν επιλέξει συνειδητά τη μητρότητα χωρίς γάμο γνωρίζοντας ότι κάποτε θα χάσουν την ικανότητά τους για τεκνοποίηση. Οι περισσότερες γυναίκες που επιθυμούν να κρατήσουν το παιδί τους, βιώνουν μεγάλα διαστήματα εσωτερικών συγκρούσεων και αμφιθυμίας που προέρχονται τόσο από τα προσωπικά τους προβλήματα όσο και από την αρνητική στάση της οικογένειάς τους και της κοινωνίας. Η οικογένεια μπορεί να συμπαραστέκεται στη μητέρα αλλά δεν αποδέχεται εύκολα το παιδί της.

Για τις μητέρες που πήραν την απόφαση να κρατήσουν το παιδί τους οι συνθήκες είναι δύσκολες. Συνήθως δε έχουν την συμπαράσταση της οικογένειάς τους και του πατέρα του παιδιού τους. Το κοινωνικό περιβάλλον συνήθως διάκειται αρνητικά απέναντί τους. Δεν έχουν σταθερούς οικονομικούς πόρους. Δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες του παιδιού τους και να κατανοήσουν τον γενικό τους ρόλο, ενώ έχουν ανικανοποίητες προσωπικές ανάγκες και προσωπικά προβλήματα. Μια γυναίκα που σκέφτεται να γίνει μητέρα, πρέπει να δει ρεαλιστικά και το υπερφορτωμένο συναισθηματικά θέμα του παιδιού. Και πρώτα απ' όλα να σκεφτεί τον εαυτό της. Τότε και μόνον τότε μπορεί να σκεφτεί σωστά και το παιδί της. Γιατί αφορά την ίδια και τον τρόπο ζωής της. Πρώτα απ' όλα, αν αυτή είναι καλά τότε θα είναι καλά και το παιδί της. Το να είσαι μητέρα, σημαίνει επίσης, να μπορείς να οριοθετείσαι. Να έχεις τον ζωτικό σου χώρο και να τον διατηρείς. Κι όχι να τον αποκτάς παίρνοντάς τον από το παιδί ή αντίθετα να του τον παραχωρείς. Η γυναίκα που αποφασίζει να μεγαλώσει μόνη της ένα παιδί πρέπει να γνωρίζει ότι το παιδί χρειάζεται μια ικανοποιημένη, ψυχικά ισορροπημένη και αυτάρκη μητέρα. Ένα παιδί που δεν είναι ικανό να μείνει αυτάρκες, δεν μπορεί να επιβιώσει, σε όποια κοινωνία και να μεγαλώνει. Ο Άλφρεντ Φ. Μόραν, αντιπρόεδρος του Κέντρου Οικογενειακού Προγραμματισμού της Ν. Υόρκης λέει: “Συχνά η απόφαση του να γίνει μια γυναίκα ανύπαντρη μητέρα είναι... εκτός πραγματικότητας. Δεν κάνεις ένα παιδί, όπως αγοράζεις αυτοκίνητο ή νοικιάζεις ένα διαμέρισμα. Μπορείς να πουλήσεις το αυτοκίνητο αν δεν το θέλεις και ν' αφήσεις το διαμέρισμα αλλά όταν αποκτάς παιδί, η ζωή σου αλλάζει οριστικά κι αμετάκλητα”.

Όσον αφορά τώρα τα προβλήματα συναισθηματικής ή κοινωνικής φύσης του παιδιού της ανύπαντρης μητέρας δεν είναι δυνατό να αναφερθούμε χωρίς να ανιχνεύσουμε τη δική της ισορροπία. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ανύπαντρης μητέρας είναι η δυσκολία της να εγκαθιδρύσει στενούς αποδεκτούς και μακροχρόνιους δεσμούς. Η προσωρινή απουσία ενός ορίζοντα και η αναζήτηση ισχυρής συναισθηματικής σχέσης αναπληρώνουν τη βαθιά ανάγκη της για αγάπη και ασφάλεια. Αυτός είναι ο καμβάς στον οποίο διαπλέκεται η σχέση της μητέρας με το παιδί, το οποίο σπάνια βλέπει ως ένα πλάσμα που μπορεί να μεγαλώσει ανεξάρτητα από αυτή και να γίνει αυτόνομο. Πολύ συχνά το παιδί αντιπροσωπεύει την εικόνα του γεννήτορα που δεν είναι παρών. Γίνεται, τελικά, η προέκταση της μητέρας, ένα προϊόν των φαντασμάτων της που προσκρούουν στην καθημερινή πραγματικότητα: προβλήματα στην ανατροφή του παιδιού, μοναξιά, κοινωνικά προβλήματα. Ο Le Millour (1982) θεωρεί ότι η παρατεταμένη ανασφάλεια που βιώνει η ανύπαντρη μητέρα (οικονομική και συναισθηματική) μπορεί να την κάνει περισσότερη κτητική, υπερβολική και πολλές φορές, άκαμπτη στη συμπεριφορά της προς το παιδί.


Τα παιδιά που μεγαλώνουν μόνα με τη μητέρα τους συχνά εμφανίζουν προβλήματα συμπεριφοράς και προβλήματα στην εξέλιξή τους, όπως, εύθραστη υγεία, υπερκινητικότητα, πρόβλημα λόγου, μαθησιακές δυσκολίες κ.ά. Η έλλειψη της πατρικής παρουσίας αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα γι' αυτά, το μέγεθος του οποίου, θα εξαρτηθεί από τη στάση της μητέρας τους στο θέμα αυτό. Από την άλλη πλευρά, για την ανύπαντρη μητέρα, η αναγνώριση της πατρότητας αποτελεί κοινωνική δικαίωση περισσότερο απ' ότι προσδοκά για υλική συμπαράσταση του πατέρα. Ένα ερώτημα που τίθεται πολύ συχνά είναι, αν το παιδί της ανύπαντρης μητέρας ανήκει στην ομάδα υψηλού κινδύνου. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολη, καθώς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που έχουν σχέση με την προσωπική ιστορία της οικογένειας. Μπορούμε, όμως, να αναφέρουμε τρεις βασικούς παράγοντες:

-       Την ικανότητα της μητέρας να νιώσει ασφαλής ή να υπερβεί την κατάσταση της μητρότητας εκτός γάμου.
-       Το κοινωνικό, οικονομικό και μορφωτικό επίπεδό της.
-       Την ύπαρξη ενός κοινωνικού υποστηρικτικού δικτύου, στο πλαίσιο του οποίου θα μπορεί να έχει φιλικές και κοινωνικές σχέσεις.

Το βασικό καθήκον για τις ανύπαντρες μητέρες είναι να πιστέψουν ότι αυτές και τα παιδιά τους αποτελούν πραγματικές κι αποδεκτές οικογένειες και ν' αποκτήσουν έναν κύκλο φίλων, που δέχονται και υποστηρίζουν τις οικογένειές τους έτσι όπως είναι. Όταν αγωνίζονται γι' αυτούς τους σκοπούς, βρίσκουν ότι τα αισθήματα ανεπάρκειάς  τους ξεθωριάζουν και αποκτούν μια καινούρια αντίληψη για τον εαυτό τους, σαν δυνατοί, ικανοί και δημιουργικοί άνθρωποι. Αυτή η παραδοχή του εαυτού τους και του κύκλου που τους υποστηρίζει, τον οποίο αναγκαστικά πρέπει να δημιουργήσουν βοηθάει στην αμφισβήτηση της κοινωνικής προκατάληψης.

Όλες οι ανύπαντρες μητέρες επιβάλλεται να γνωρίζουν ότι μετά την τροποποίηση του Οικογενειακού Δικαίου, η άγαμη μητέρα εξομοιώνεται νομικά με την έγγαμη ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, καθώς επίσης, και τα παιδιά της. Δεν υπάρχει πλέον ο όρος “εξώγαμο τέκνο” αλλά αντικαταστάθηκε με τον όρο “παιδιά χωρίς γάμο των γονέων τους”. Το παιδί που γεννήθηκε επομένως, χωρίς γάμο των γονέων του, παίρνει το επώνυμο της μητέρας, ο δε σύζυγος της μητέρας, μπορεί να δώσει στο παιδί, με συμβολαιογραφικό έγγραφο το επώνυμό του πρόσθετα, αν συναινέσουν σε αυτό η μητέρα και το τέκνο.

Οι άγαμες μητέρες μπορούν να διεκδικήσουν την πατρότητα των παιδιών τους, αν και η όλη διαδικασία είναι δαιδαλώδης και χρονοβόρα. Συχνά απαιτούνται πολλά χρήματα, παράγοντες που στην πλειοψηφία τους αποθαρρύνουν τις άγαμες μητέρες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Ελάχιστες είναι εκείνες που γνωρίζουν ότι το κενό της “παύλας” στο πατρώνυμο μπορεί να καλυφθεί οποιαδήποτε στιγμή μέχρι την ηλικία των 18 ετών του παιδιού. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε, ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην ύπαρξη της άγαμης μητέρας ή του άγαμου πατέρα μπορούν να θεωρηθούν:

-        η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο φύλων
-        ο ατομικισμός και η
-        αποξένωση

Βέβαια, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως υπάρχουν και περιπτώσεις που η άγαμη μητέρα έχει εγκαταλειφθεί από το σύντροφό της λίγο μετά την εγκυμοσύνη, οπότε η στάση της να κρατήσει και να ζήσει με παιδί της μπορεί να θεωρηθεί στάση αυτοπροσφοράς και ηρωϊσμού. Γι' αυτό και η Εκκλησία, πλησιάζει την κάθε περίπτωση ως ξεχωριστό και ιδιαίτερο περιστατικό, που χρειάζεται και τον ανάλογο χειρισμό. Το ότι οι γυναίκες που είναι μόνες με παιδί υφίστανται απομόνωση, υφασμένη από αδιαφορία και απόρριψη είναι γνωστό. Ωστόσο, την ώρα που η μητρική αγάπη και ο πατρικός ρόλος είναι αντικείμενα ερωτηματικών θα έπρεπε ίσως ν' αναγνωρίσουμε τη θέση της μητρότητας έξω από το γάμο, και να την περιβάλλουμε με αγάπη για το πραγματικό συμφέρον των παιδιών, των μητέρων και της κοινωνίας γενικότερα.

Βασιλικής Β. Παππά
Msc, MA Θεολόγος - Δημοσιογράφος
Σύμβουλος Σ.Ε.Π. στο ΚΕ.ΣΥ.Π. Ηγουμενίτσας της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Θεσπρωτίας


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Α., - ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Δ., Θρησκευτικά Βήματα Πίστης και Ζωής, Α΄ Τάξη ΤΕΕ (2000).

ΖΛΑΤΚΟΥ – ΑΛΤΑΝΗ Α., “Ανύπαντρη μητέρα – Ψυχοκοινωνικές επιδράσεις σε μητέρα – παιδί”, στον τόμο Οικογένεια με ένα γονέα (1995).

ΚΟΓΚΙΔΟΥ, Δ., Μονογονεϊκές Οικογένειες (1995).

ΜΙΣΕΛ, Α., Κοινωνιολογία της οικογένειας και του γάμου (1991).

MΠΡΟΝΝΕΝ, ΜΠ., Ελεύθερες μητέρες (1984).

ΟΜΑΔΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΒΟΣΤΩΝΗΣ, Εμείς και τα παιδιά μας. Η Οικογένεια Χθες, Σήμερα, Αύριο (1990).

ΠΑΠΑΔΙΩΤΗ - ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Β., “Εξέλιξη της οικογένειας στην ελληνική κοινωνία”, στον τόμο Οικογένεια με ένα γονέα (1995).

ΦΩΤΙΚΑ, ΑΙ., “ Μονογονεϊκές Οικογένειες: Νέες δομές Οικογένειας στην Ευρώπη. Νομικό καθεστώς στην Ελλάδα και έλλειψη νομικής αντιμετώπισης νέων μορφών οικογένειας”, στον τόμο Οικογένεια με ένα γονέα (1995).

BERNSTEIN, P., “Ανύπαντρες μητέρες: Πού παν ξυπόλητες στ' αγκάθια;” στο περ. Cosmopolitan, 83 (1986) 92-96, 144.

CARON, J., Ανύπαντρες μητέρες (1997).

No comments: