(Τοῦ Δωδεκαημέρου ὁ [ἀναγκαῖος] ἐπίλογος)
Mὲ τὴ γιορτή, λοιπόν, τῆς Συνάξεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου
περατώθηκαν οἱ πάντιμες γιορτὲς τοῦ φετεινοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου.
Δηλαδή, οἱ γιορτὲς τῶν Χριστουγέννων,
τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τῶν Θεοφανείων. Μὲ τὰ Χριστούγεννα,
φυσικά, νὰ δεσπόζουν καὶ νὰ ἔχουν κεντρικὴ θέση σ᾿ ὅλο τὸ Δωδεκαήμερο.
Ἀπὸ νωρίς, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ Νοεμβρίου
στολίζονται μὲ πολύχρωμα φῶτα οἱ δρόμοι, οἱ πλατεῖες, τὰ σπίτια, τὰ καταστήματα. Καὶ μαζὶ μὲ τὰ φῶτα, ἀναρτῶνται καὶ πολλὰ στολίδια, τὰ ὁποῖα καλύπτουν τὰ πορτοπαράθυρα, τὰ δέντρα καὶ τὶς βιτρίνες. Χώρια
τὰ λεγόμενα
χριστουγεννιάτικα δέντρα ποὺ δεσπόζουν σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ σπίτια, μὲ τὴν πλουμιστὴ διακόσμηση, ἀλλὰ περισσότερο μὲ τὰ χρωματιστὰ λαμπιόνια, ποὺ τὰ φωτίζουν ὅμορφα.
Καὶ γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ὅλος αὐτὸς ὁ διάκοσμος ἀκτινοβολεῖ στὸν θεατὴ μιὰν εὐεργετικὴ αἰσιοδοξία, τὴν ὁποία ὅλοι τὴ θέλουν, ἰδίως τώρα, στοὺς τραγικοὺς καιρούς μας. Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὸ γιορταστικὸ τὸ κλίμα παρουσιάζεται
καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα: ἡ διάθεση ν᾿ ἀνοίξει ἡ καρδιά, νὰ δεχτεῖ τὸν ἄλλον ὡς συνάνθρωπο, ὡς συνεορταστή.
Ὅλ’ αὐτά, λοιπόν,
χαρίζουν ἕνα κλίμα εὐφροσύνης, γιὰ ὅλο τὸ χρονικὸ διάστημα τῶν δώδεκα ἑόρτιων ἡμερῶν. Ὅμως οἱ ἡμέρες παρέρχονται
γρήγορα. Μὲ λίγα λόγια ἔρχεται κάποτε καὶ τὸ τέλος τῶν ἑορτῶν. Τότε χαμηλώνουν
σιγά-σιγὰ τὰ φῶτα, ξεστολίζονται
τὰ δέντρα, οἱ βιτρίνες τὰ σπίτια, οἱ δρόμοι. Κι ἀρχίζει πάλι ἡ ζωὴ νὰ εἰσέρχεται στοὺς ρυθμοὺς τῆς καθημερινότητας.
Ὁπότε μαζὶ μὲ τὸ τέλος τῶν γιορτῶν καὶ τὸ σφάλισμα τῶν πολύχρωμων
φώτων, αὐτὸ ποὺ αἰωρεῖται εἶναι τὸ ἐρώτημα: Τελικὰ αὐτὲς οἱ γιορτές ποὺ ἦρθαν καὶ πέρασαν, τί ἄφησαν στὴν ψυχή μας; Ποιὰ ἡ ὠφέλεια ποὺ λάβαμε; Γιατί, στ᾿ ἀλήθεια,
γιορτάζουμε κάθε χρόνο τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια;
Εὔλογα γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο τὰ ἐρωτήματα αὐτά, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἀναγκαῖα: Μόνο ποὺ δὲ γνωρίζουμε πόσους ἀπασχολοῦν, γιατὶ ἐλάχιστοι τελικὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ βιώνουν συνειδητὰ τὶς γιορτὲς αὐτές. Κι ἀκόμα πιὸ ἐλάχιστοι αὐτοὶ ποὺ γεύονται τὸν ἀθάνατο Ἕλληνα Λόγο, ὁ ὁποῖος, κυρίως, τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ἀκούγεται μὲ τέτοια χάρη ποὺ συγκινεῖ, τέρπει, καθὼς νοιώθεις πὼς μονάχα ἡ Ἐκκλησία
συνειδητοποιεῖ τὴν ἀξία τῆς ἀθάνατης αὐτῆς γλώσσας καὶ προσπαθεῖ, ὅσο τῆς εἶναι βολετό, νὰ τὴν τιμήσει. Νὰ τὴ τιμήσει, σὲ μιὰν ἐποχή, μάλιστα, ὅπου ἐπιχειρεῖται μιὰ πνευματικὴ καθίζηση μὲ περιφρόνηση τῆς γλώσσας καὶ τῆς παράδοσής μας.
Οἱ λέξεις ποὺ ἀκούγονται μὲ μιὰ μουσικότητα
μοναδική, νομίζεις ὅτι εἶναι φωνὲς ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι αὐτὴ τὴ μέρα κατεβαίνουν
στὴ γῆ νὰ συντροφέψουν τοὺς ὅσους πιστοὺς.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι μονάχα οἱ λέξεις ποὺ κοσμοῦν τὴ γιορτή. Εἶναι καὶ τὸ τραπέζι, ποὺ στρώνεται. Ἡ ἀθάνατος Τράπεζα,
στὴν ὁποία ἄν δὲ συμμετάσχει ὁ πιστὸς τότε ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, ἑόρτιος τράπεζα, συνεστίασις
οἰκογενειακή κ.λ.π. δὲν ἔχουν κανένα νόημα,
ἀφοῦ δὲν τὰ συνδέει τίποτε μὲ τὴ γιορτή. Μήπως τὸ ἴδιο δὲ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἄλλη γιορτὴ τοῦ Δωδεκαημέρου, τὴν ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ὁποία συνεορτάζει
καὶ ὁ μέγας μύστης τοῦ Χριστοῦ Βασίλειος; Ὡστόσο, ἄς μὴ λησμονοῦμε πὼς τὴν ἡμέρα αὐτή, τὴν πρώτη τοῦ Ἰανουαρίου δηλαδή, ἑορτάζονται καὶ τὰ εἰσόδια τοῦ νέου ἔτους.
Εἶναι πλέον τοῖς πᾶσι γνωστό, ὅτι αὐτὸ ποὺ δεσπόζει τὴν πρώτη τοῦ Ἰανουαρίου δὲν εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς ἑορτῆς τῆς θείας Περιτομῆς, οὔτε ἡ Μορφὴ τοῦ Μεγάλου Ἱεράρχου Βασιλείου,
ἀλλ᾿ ἡ ἀναμονὴ τῆς ἐλεύσεως τοῦ νέου ἔτους. Δηλαδή, ἐξαντλεῖται ὅλη μας ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ ἀφοσίωση σὲ μιὰ συμβατικὴ ἀλλαγὴ ἀριθμῶν, πού, ναί μὲν ἔχουν σημασία στὴν καθημερινότητά
μας, ὡστόσο δὲν ἀποτελοῦν καὶ τὴ σανίδα σωτηρίας
μας. Γιατὶ αὐτὴ ἡ «ἀλλαγὴ»τοῦ χρόνου ἀναλώνεται μόνο σὲ εὐχολόγια,
προσδοκίες κι εὐωχίες, μὲ τὸ σκεπτικὸ νὰ εἶναι ὅλος ὁ χρόνος χαρούμενος
καὶ κερδοφόρος. Κι ἄς εἶναι μιὰ τραγικὴ στιγμὴ τοῦ βίου μας αὐτὴ ἡ «ἀλλαγή», ἀφοῦ τὸ καινούριο ποὺ ἔρχεται, ἄν τὸ κοιτάξουμε μὲ φιλόσοφο διάθεση,
φέρει μέσα του τὰ γερατειά, τὴν ἀποδυνάμωση, ἀλλὰ καὶ τὴν μείωση τῆς ἀπόστασης τοῦ εἶναι μας μὲ τὸ θάνατο. Ἑπομένως, ἄν αὐτὲς οἱ στιγμὲς δὲν καθίστανται τραγικὲς γιὰ τὸν κάθε νουνεχῆ ἄνθρωπο, τότε κάτι
τὸ διαφορετικὸ συμβαίνει. Ἤ, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε πιὸ ἁπλᾶ: Ἄν αὐτὲς τὶς στιγμὲς δὲν τὶς θεωρήσουμε ὁριακὲς γιὰ τὸν βίο μας, ἄν δηλαδή, δὲν ἐπιχειρήσουμε ἕνα ἰκανὸ ἀπολογισμό, ὄχι μονάχα τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν μας, ἀλλὰ προ πάντων τοῦ πνευματικοῦ μας ἔργου, ποὺ σχετίζεται ἀναμφίβολα μὲ τὴν ὑγεία ἤ μή τοῦ ψυχισμοῦ μας, τότε σὲ τίποτε δὲν μᾶς ὠφελεῖ αὐτὴ ἡ ἀλλαγή. Γιατὶ πῶς ἀλλιῶς θὰ καταννοήσουμε τὴν βελτίωσή μας ὅσον ἀφορᾶ τὴν συμπεριφορά μας,
τὴν σχέση μας μὲ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, ἄν δὲν κοιταξουμε μὲ προσοχὴ νὰ ἀφαιρέσουμε ἀπὸ μέσα μας τὰ ὅσα σκοτάδια μᾶς προσφέρονται, ὥστε νὰ σφραγίζεται ἡ συνείδηση καὶ νὰ ὑπερέχει ἡ σκληροκαρδία κι ἡ ἀπανθρωπία.
Δὲν εἶναι τυχαῖο, μάλιστα, ποὺ στὶς δύο μεγάλες
γιορτὲς τοῦ Δωδεκαημέρου, τὰ Χριστούγεννα καὶ τὰ Θεοφάνεια αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ ἀπὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας ὠς βασική Της διδαχὴ εἶναι τὸ φῶς. Καί, μάλιστα, «τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως» ποὺ εἶναι ὅ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς (βλ. π.χ. τὰ τροπάρια... «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως...» [ἀπολυτίκιο
Χριστουγέννων] ἤ «Φῶς ἐκ
φωτός, ἔλαμψε τῷ κόσμῳ,
Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν...» [Τροπάριο Αἴνων Θεοφανείων]
καί, κυρίως βλ. τὸ Κυριακὸ λόγιο, «Ἐγὼ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου...» Ἰω. 8, 12. Καὶ παρατηροῦμε ὅτι ἀναμφίβολος εἶναι ὁ συσχετισμός
τους).
Τώρα, λοιπόν, ποὺ σφαλίσανε τὰ φῶτα τῶν γιορτῶν καὶ δὲ λαμποκοποῦν πιὰ οἱ δρόμοι, τὰ σπίτια οἱ βιτρίνες, οἱ πλατεῖες κ.λ.π. τώρα ποὺ ἡ θλίψη τῆς καθημερινότητας
καὶ τῶν δυσκολιῶν πιέζει ἐνοχλητικά, ἡ μόνη διέξοδος εἶναι νὰ κρατηθεῖ ἄσβηστο μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ καθέ πιστοῦ τὸ φῶς τῆς Βηθλεέμ, τῶν Θεοφανείων, ἀκόμα καὶ τὸ φῶς ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἡ εὐγενική, εὐεργετικὴ καὶ ἱεροπρεπὴς Μορφὴ τοῦ Οὐρανοφάντορος
Μεγαλου Βασιλείου. Ὄχι γιὰ τίποτες ἄλλο, μά, γιὰ νἄχουν νόημα οἰ γιορτές ποὺ πέρασαμε. Καί τοῦ χρόνου, χριστιανοί.
π. Κ.Ν. Καλλιανός
8 Ἰαν. 2018
[1] Δηλ. Ἔχεις ἔλθει, [Κύριε], ἡ ἔγερση τῶν πιστῶν, γιά νά φέρεις πίσω τήν ἀνθρώπινη φύση, πού βόσκει σέ ἔρημους λόφους...
No comments:
Post a Comment