Monday 18 October 2021

Θυμᾶσαι, ὅταν ἔβρεχε στό παλιό μας τό χωριό;

 
(, Κάτι σν πιστροφή...)
 

ν κα ξέρω, πς ο παλιο Κληματιανο λο κα μαζεύονται γύρω π τν ρχοντικ τ συντροφι το Θεο κα τν γίων, επα κι γ,  πρν ναχωρήσω, ν καταθέσω ατ τ ρυτίδωτα βιώματα, χι γι ν ντυπωσιάσω -πρς τί λλωστε;- λλ γι ν᾿ φήσω μι παρακαταθήκη στς πόμενες γενιές. Γιατ μονάχα τσι θ καταλάβουν τς ρίζες τους, θ μεριμνήσουν ν γνωρίσουν βαθύτερα τν καταγωγή τους -ρα κα τν στορία τους- καί, τέλος θ μπορέσουν ν ποκτήσουν τν βασικ ρετ το σεβασμο στς γενις τν παλιν Κληματιανν, πο πέρασαν πι στν ντίπερα χθη.
 
Πολλς εναι, λοιπόν, ο στορίες πο παραμένουν στν ψυχ ζωντανές κα πασπαλισμένες νοσταλγία, π τ παλιό μας τ χωριό. στορίες πλς, χωνεμένες πι στ σύθαμπο το Χρόνου, στορίες φτιασίδωτες, γιατ ταν γνήσιες, κι  νόθευτες. πως κενες πο μς θυμίζουν τς χειμωνιάτικες κα βροχερς μέρες στ χωριό μας. Τότε, δηλαδή, πο βαρειά, γκριζόμαυρη συννεφι καπλάντιζε να γύρω τ χωριό, γι ν ρθει στ συνέχεια βροχ ν κροταλίσει πάνω στ τζάμια κα στος τσίγκους, φήνοντας μι περίεργη, μονότονη μουσική, ν κουγες ξω στ δρόμο τ βιαστικ βήματα κάποιων χωρικν, μπερδεμένα μ φωνς περίεργες> «ρηηηηή, χ’μώνας!».
 
στερα ταν κείνη μυρωδι π καμμένο ξύλο, πο νάδιναν ο καπνοδόχοι, φήνοντας μέσα στ γκρίζο τοπίο τ σταχτογάλανη κάπνα, πο τ πρωϊν εωδίαζε τηγανισμένο λάδι π τς τηγανίτες πο συνήθιζαν ν κάνουν τέτοιες μέρες βροχερς ο νοικοκυρές. Κι ταν γύριζε μέρα κι ρχιζε ν σουρουπώνει, μέχρι νρθει τ βράδυ, τοιμάζονταν ο λάμπες, τ ξύλα γι τ φωτιά, ν πό τ γειτονι μαζεύονταν δίπλα στν παραστι ο νοικοκυρές, γι ν τ πον. Μέχρι νρθει τ βράδυ μ τος περίεργους χους, π τ βουητ τς θάλασσας, τ χτύπημα το γέρα πάνω στ ξεχασμένο παραθυρόφυλλο, τ τρίξιμο τν κλαδιν στ δέντρα, τ ξερ τ βμα το λησμονημένου διαβάτη.
 
νύχτα, λοιπόν, μ τ πηχτ τ σκοτάδι, μ τ νεμόβροχο ν σέρνεται πάνω στος τοίχους, πο συνάμα εχε κα τν γωνία της. Τν τραγικ κα θλιμμένη γωνία, ταν στν οκογένεια πρχε ρρωστος, ετε παιδ ταν ατό, ετε μεγάλος. Τότε λάμπα δν σβυνε λη τ νύχτα, πως  κι παραστιά, που τ μπρίκι μ τ ζεστ ταν πάντα τοιμο. Κι γωνία ν νεβαίνει σν τ θερμοκρασία στ θερμόμετρο... Κα περίμεναν, μέχρι ν φέξει Θες τ μέρα ν φωνάξουν τ γιατρ π τ Γλώσσα, πο πρεπε ν τν φέρει στ σπίτι γωγιάτης, ποος ξεκινοσε μ τ χάραμα, πολλς φορς μ νεροποντ κα χιόνι... Δύσκολες ρες κα τιτάνιες ο προσπάθειες, ντως.  
 
Πονεμένοι νθρωποι ο πρόγονοί μας, δοκιμασμένοι πάνω στν κοφτερ τν κόψη τς γωνίας, πο συνόρευε μ τ θάνατο.
 
ποκλινόμαστε μπροστά τους κα μ ψιχαλισμένα τ μάτια π τ δάκρυα τς συμπόνιας τος μακαρίζουμε, γιατ μέσα π ατς τς ντοχές τους ναστηθήκαμε κι μες. , μφιβάλλει κάποιος!
 
π. Κ.Ν. Καλλιανός

No comments: