Friday 22 March 2013

Εγκύκλιος Αγίου Θυατείρων

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ κ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΕΠΙ ΤΗ ΕΙΣΟΔΩ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

        Αξιωθήκαμε και φέτος, αγαπητοί αδελφοί και πατέρες, να εισέλθουμε εις την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, σ’ αυτήν την κατανυκτική και αυτόχρημα αγιο-πνευματική περίοδο της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας. Η περίοδος αυτή μας εισάγει σε ένα κόσμο ιερής χαράς και ελπίδος, σε ένα κόσμο στον οποίον δεσπόζει το πνεύμα και το γράμμα της μετάνοιας και ταπείνωσης και της αγάπης και φιλανθρωπίας και ιεράς σκιάς του εν Τριάδι Προσκυνουμένου και Λατρευομένου Θεού. Κατά τρόπον ιλαρόν και λυρικόν, η Εκκλησία μας εισάγει στην ιστορία μας και μας περιγράφει επιγραμματικά την τραγωδία του Ανθρωπίνου Γένους, δηλαδή την αμαρτία, την πτώση, την απομάκρυνσή μας από τον Θεό, την τιμωρία και τον θάνατον, και την παρακοή, την υπερηφάνεια, τον εγωϊσμό, και την πλεονεξία, την κακία και τις παγίδες του διαβόλου, στοιχεία τα οποία συναντούμε καθημερινά όλοι οι άνθρωποι στου βίου την θάλασσα, και τα οποία και συνθέτουν την σκληρή πραγματικότητα ολόκληρης της Οικουμένης.

        Συγχρόνως όμως τούτη η περίοδος μας υπενθυμίζει τις αδιάκοπες προσπάθειες, τους πνευματικούς και ιερούς αγώνες του ανθρώπου, και δη του Χριστιανού, για να διαφυλάξει το «κατ’ εικόνα» με το οποίο τον εστόλισε ο Θεός και τον εχαρίτωσε με την πνευματική  αυτή παρακαταθήκη της ύπαρξής του, και τον συμβουλεύει να την καλλιεργήσει για να διατηρήσει αλώβητον το «κατ’ εικόνα» αλλά και αγωνίζεται να ομοιωθεί με τον Δημιουργό του. Γι’ αυτό, τούτη η περίοδος του Τριωδίου αρχίζει με την γνωστή Παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου, η οποία ανακεφαλαιώνει την ανθρώπινη φύση, η οποία ενώ είναι βεβαρυμένη από την αμαρτία και την ροπή προς το κακό, συνεχώς αγωνίζεται να τελειωθεί εν Χριστώ, να αποβάλει τον εγωϊσμό η ανθρώπινη φύση και να καλλιεργήσει την συγχώρηση, την ταπεινοφροσύνη, την συγγνώμη και την υποταγή στο θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό και οι ευαγγελικές περικοπές που αναγιγνώσκονται στην Αρχή του Τριωδίου σαν εισαγωγή εις την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή προβάλλουν τον χαρακτήρα του Τελώνου και Φαρισαίου, του Ασώτου Υιού και του Πρεσβυτέρου αδελφού αυτού. Υπενθυμίζουν δε αδιακόπως και συνεχώς την αγάπη και την φιλανθρωπία του Θεού-Πατρός, ο οποίος υποδέχεται μετά πατρικής στοργής τον Άσωτον Υιό του και διερμηνεύει εις τον Πρεσβύτερο το χρέος που έχει να συγχωρέσει και να υποδεχθεί τον χαμένο αδελφό του ο οποίος επλανήθη στης αμαρτίας τα μονοπάτια και εσκόρπισε τον βίον αυτού ζων ασώτως.

        Όμως μέσα σ’ αυτό το πνευματικό ιερό περιβόλι αυτής της Περιόδου, η Εκκλησία υπενθυμίζει καθηκόντως και ιεροπρεπώς το γεγονός του Θανάτου, εις το οποίο ο άνθρωπος είναι υποκείμενος και θα γευθεί το πικρόν ποτήριον και την εμπειρία αυτού κατά την κρίσιμη και μοναδική εκείνη ώρα της τελευταίας στιγμής της επίγειας ζωής του. Γι’ αυτό και η Εκκλησία καλεί τους Πιστούς να μνημονεύουν τους κεκοιμημένους αδελφούς και πατέρες και να προσευχηθούν δι’ όλους, όσοι επέρασαν από τον κόσμον αυτόν και μετά πίστεως αγαθής μετέβησαν εις τον άλλον. Μέσα σ’ αυτήν την ιστορικήν περίοδον της προσωρινής πορείας του ανθρωπίνου Γένους μνημονεύεται η Δευτέρα και Αδέκαστη του Κυρίου ημών Χριστού Παρουσία. Τότε οι πάντες θα κριθούν κατά τα έργα τους, και άλλοι μεν θα ακούσουν την μακαρία εκείνη φωνή, και άλλοι δε θα ακούσουν την καταδικαστικήν απόφασιν της θείας Δικαιοσύνης.

        Σαν επιστέγασμα της εισόδου μας εις την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή προβάλλεται η ανάμνηση της εξορίας των Πρωτοπλάστων από την Παράδεισο. Η εξορία εκείνη άλλαξε τον ρουν της Ανθρωπότητος. Ο άνθρωπος επλανήθη  ανά την Οικουμένη και «ελάτρευσε την Κτίση παρά τον Κτίσαντα», απεμακρύνθη από τον Δημιουργό του. Ξέχασε την θεία καταγωγή του και αλλοτριώθηκε από εκείνα τα οποία του έδωσε ο Θεός. Αμαύρωσε το κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωσιν, όπως λέγουν οι Πατέρες και πλάνης και ενδεής περιεφέρετο εις την Γην, διατηρώντας αμυδρώς την μνήμην του Παραδείσου της χαράς και της εν Θεώ ελευθερίας και μακαριότητος.

        Αναφέρω αυτά ενδεικτικά με την είσοδό μας εις την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστή, όπου η Εκκλησία ανακεφαλαιώνει κατά τρόπον θαυμαστό μέσα στα λειτουργικά της πλαίσια, το μυστήριο της ζωής, το μυστήριο της Πτώσης του Ανθρώπου, το μυστήριο του Θανάτου και το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, το οποίο ετελεσιουργήθη εν χρόνω - όπως και τόσα άλλα την άλλη που αναφέρει η Γραφή και η Χριστιανική Παράδοσις, - με την άμεση επέμβαση του Σαρκωθέντος Λόγου του Θεού εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.

        Ευρισκόμεθα, αδελφοί και πατέρες, εις την χαροποιόν και ελπιδοφόρον περίοδο της «Χριστογένεσης», της Ενσαρκώσεως του Θείου Λόγου, της αποκάλυψης, δηλαδή του Ευαγγελίου της Αγάπης, της Ίδρυσης της Εκκλησίας, η οποία, σαν Ιερά Κιβωτός, πορεύεται και διασχίζει τα  πελάγη  και γνωρίζει τα πλάτη και τα μήκη της Οικουμένης για να μεταφέρει το Μήνυμα της Σωτηρίας το οποίο ανακεφαλαίωσε ο Τριαδικός Θεός, όπως χαρακτηριστικά διατυπώνει ο Απόστολος Παύλος εις τις Επιστολές του, ιστορικά και αβίαστα και ουσιαστικά και οντολογικά και υπαρξιακά με την είσοδο του Θεανθρώπου Χριστού εις την ανθρώπινη Ιστορία «οις ηθέλησεν ο Θεός γνωρίσαι τίς ο πλούτος της δόξης του μυστηρίου τούτου εν τοις έθνεσιν, ος έστι Χριστός εν υμίν, η ελπίς της δόξης»[1].

        Η Εκκλησία, λοιπόν, συνεχίζει το σωτήριον και λυτρωτικόν έργον του Χριστού και επαναλαμβάνει όσα Εκείνος εκήρυττε κατά την επίγεια ζωή Του «Δεύτε πάντες οι κοπιώντες και οι πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω ημάς»[2]. Γι’ αυτό του βίου το στάδιο διατρέχουμε και καλούμεθα όπως γίνουμε μιμητές του καλού, ταπεινοί προσκυνητές του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ακολουθούντες το παράδειγμά του Τελώνου, των στεναγμών, και του Ασώτου, της μετανοίας και, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο υμνωδός, «Τους τρόπους ζηλώσωμεν, του Σωτήρος Ιησού και την αυτού ταπείνωσιν, οι ποθούντες την άληκτον της χαράς, τυχείν κατασκήνωσιν, εν τη χώρα των ζώντων αυλιζόμενοι»[3] Έχοντες κατά νουν όλα αυτά καλούμαστε να εκκλησιαζόμαστε τακτικά, να μετέχουμε με αυλάβεια στις ιερές Ακολουθίες των Ημερών, να κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων, να μοιραζόμαστε τα αγαθά μας με τους άλλους, να νηστεύουμε, να συγχωρήσωμεν εαυτούς και αλλήλους, και να εύρωμεν έλεος και χάριν από τον Σωτήρα ημών Χριστόν.

        Με αυτές τις ιερές σκέψεις και προσδοκίες χαιρετίζομε το Ποίμνιο αυτής της Βιβλικής και μαρτυρικής Επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου Κωνσταντινοπόλεως και από του Ιερού Θυσιαστηρίου προσευχόμεθα όπως με ειρήνη και αγάπη, με ειλικρινή μετάνοιαν και ταπείνωσιν και εκτενή προσευχή, διέλθετε το ιερόν στάδιον της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποβλέποντες με εμπιστοσύνη εις τον Μέγα Αρχιερέα και Επίσκοπον των ψυχών ημών «δι' ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρὸν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν.»[4].

        Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος και η δύναμις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Λονδίνο, Μάρτιος 2013

Ο Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Γρηγόριος


[1] Κολ, Κεφ. Α, 27
[2] Ματθ. Κεφ. ΙΑ, 28-29
[3] Ύμνος Τριωδίου.
[4] Εβρ. Κεφ. ΙΒ, 1-2.

No comments: