Monday 11 November 2013

Γέρων Νήφων ο Χίος


Συμ­βου­λευ­τι­κή ἐ­πι­στο­λή τοῦ ὁσίου Γέ­ρο­ντος Νή­φω­νος τοῦ Χί­ου, τοῦ ἐ­πι­κα­λου­μέ­νου Κοι­νο­βι­άρ­χου, στόν Δη­μη­τρά­κη ᾿Ε­πι­φα­νί­ου Οί­κο­νό­μου.

Χρή­στου. Β. Χει­μώ­να, μνη­μό­συ­νο

Στό ἀρ­χεῖ­ο τῆς Μο­νῆς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ τῆς γεί­το­νος νή­σου Σκι­ά­θου σώ­ζο­νται κά­ποι­ες ἐ­πι­στο­λές τοῦ ἁ­γι­ω­τά­του καί εὐ­λα­βε­στά­του Γέ­ρο­ντος Νή­φω­νος τοῦ Χί­ου, πού σο­φώ­τα­τα ἐ­πο­νο­μά­στη­κε Κοι­νο­βι­άρ­χης, γι­α­τί πολ­λές μο­νές ἔ­πη­ξε, στόν ἑλ­λη­νι­κό νη­σι­ω­τι­κό χῶ­ρο καί δι­α­κρί­θη­κε γι­ά τή πνευ­μα­τι­κό­τη­τά του, τήν φι­λα­δελ­φί­α καί τήν πα­τρι­κή του ἀ­γά­πη. ῎Ο­πως μέ πλη­ρο­φό­ρη­σε ἀ­πὀ τήν ᾿Ο­μη­ρι­κή ᾿Ι­θά­κη ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος ἐκ­παι­δευ­τι­κός κ. Κων. Κα­νέλ­λος μέ τίς εὐ­λο­γί­ες τοῦ π. Θε­ο­δο­σί­ου Δεν­δρι­νοῦ ἑ­τοι­μά­ζουν τήν ἐ­κτε­νῆ βι­ο­γρα­φί­α τοῦ θε­ο­δό­χου Γέ­ρο­ντος.

Τήν ἐ­πι­στο­λή αὐ­τή τήν ἀ­πέ­στει­λε ὁ Γ. Νή­φων στόν Γέ­ρο Δη­μη­τρά­κη , γιό τοῦ Οἰ­κο­νό­μου πα­πα-᾿Ε­πι­φα­νί­ου. ῾Ο Γέ­ρο Δη­μη­τρά­κης ἐ­χρη­μά­τι­σε προ­ε­στώς στό Κά­στρο τῆς Σκι­ά­θου, ᾿Ε­πι­σκο­πι­κός ᾿Ε­πί­τρο­πος, ἐ­νῶ στό τέ­λος τοῦ βί­ου του ἐ­κά­ρη μο­να­χός στήν πε­ρί­πυ­στη ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Εὐαγγε­λι­σμοῦ, πού ὡς γνω­στό ἵ­δρυ­σε ὁ ὁ­σι­α­κῆς βι­ο­τῆς Γέ­ρο­ντας Νή­φων ὁ Χῖ­ος. Μά­λι­στα, ὅ­ταν πῆ­γε στό κοι­νό­βι­ο ὡς μο­να­χός ὁ Γέ­ρο Δημητράκης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λα­βε τό ὄ­νο­μα Δαυ­ΐδ, ἐ­κεῖ μό­να­ζε καί ὁ δευτερότο­κος γι­ός του ᾿Α­λύ­πι­ος, κα­τά κό­σμον ᾿Α­γάλ­λος, ὁ τέ­ταρ­τος κα­τά σει­ρά ἡ­γού­με­νος στό Εὐ­αγ­γε­λι­σμό.


Πρίν ὅ­μως εἰ­σέλ­θει στή Μο­νή γι­ά νά κα­ρεῖ μο­να­χός ὁ Γέ­ρο Δη­μη­τρά­κης φαί­νε­ται πώς εἶ­χε κά­ποι­ες δι­ε­νέ­ξεις μέ τήν οἰ­κο­γέ­νει­ά του, σχε­τι­κά μέ τό μοί­ρα­σμα τῆς, πρά­γμα­τι, με­γά­λης κτη­μα­τι­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας. Καί ἀ­σφα­λῶς ἤ­θε­λε νά τά πρά­ξει, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος νό­μι­ζε δί­χως τή γνώ­μη τῆς συ­ζύ­γου του Σε­ραϊ­νῶς καί τῶν παι­δι­ῶν του. Γι᾿ αὐ­τό καί τόν προ­τρέ­πει ὁ σο­φός Γέροντας· ῾Πα­ρα­κα­λῶ νά κυ­βερ­νή­σης τά πρά­γμα­τα, ὡς φρό­νι­μος καί στο­χα­στι­κός δι­ά νά μήν ἀ­φή­σης σύγ­χυ­σες καί κα­τά­κρι­σες, δι­ά νά μήν λέγω καί ἄλ­λα χει­ρό­τε­ρα με­τά τόν θά­να­τόν σου.’

Τά ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρει ἡ ἐν λό­γω ἐ­πι­στο­λή μᾶς ἐ­πι­τρέ­πε­ουν γι᾿ ἄλ­λη μι­ά φο­ρά νά πι­στο­ποι­ή­σου­με αὐ­τά τά ὁ­ποῖ­α ἔ­γρα­ψε γι­ά τό Γέ­ρο­ντα Νή­φω­να, ὁ πνευ­μα­τι­κός του ἀ­δελ­φός καί συ­νο­δοι­πό­ρος κα­τά τίς χα­λε­πές ἡ­μέ­ρες τοῦ λε­γο­μέ­νου κολ­λυ­βα­δι­κοῦ ζη­τή­μα­τος, ὁ ῞Α­γι­ος ᾿Α­θα­νά­σι­ος ὁ Πά­ριος. «Τόν πα­πα κύρ Νή­φω­να ἠ­ξεύ­ρω ὅ­σι­ον, φι­λά­γα­θον, φι­λο­δί­και­ον, ἁ­γνό­τα­τον καί κα­θα­ρώ­τα­τον καί χεῖ­ρας καί ψυχήν.» 

Στή συ­νέ­χει­α δη­μο­σι­εύ­ω τήν ἐ­πι­στο­λή, ὅ­πως εἶ­ναι στό πρω­τό­τυ­πο, μέ τήν ὀρ­θο­γρα­φί­α καί τή στί­ξη της δηλαδή.

 Χαί­ροις ἐν Κυ­ρί­ῳ καί ὑ­γί­αι­νε ἀ­γα­πη­τέ μοι καί πε­ρι­πό­θη­τε κύρ Δημητράκη
( Τρεῖς ἡ­μέ­ραις εἶ­ναι τώ­ρα ὅ­που ἐ­στο­χά­σθη­κα καί στο­χά­ζο­μαι πῶς πρέ­πει νά τῆς γρά­ψω καί ἐ­μπο­δί­ζο­μαι φο­βού­με­νος μήν τύ­χη καί σέ λυ­πή­σω. ᾿Αλ­λά πά­λιν στο­χα­ζό­με­νος ὅ­τι ἄν συ­νέ­βη ἔ­ξα­φνα ἐ­κεῖ­νο ὁ­ποῦ κα­τά πᾶσαν ἀ­νά­γκην ἔ­χει νά συ­νέ­βη, ἡ σι­ω­πή μου ἔ­χει νά προ­ξε­νή σκάν­δα­λα καί βλά­βην ψυ­χῆς. Δι­ά τοῦ­το ἀ­πο­φά­σι­σα νά σοῦ  γρά­ψω καί ἡ τι­μι­ό­της σου ὡς φρό­νι­μος δέν πρέ­πει νά λυ­πη­θῆς, ἀλ­λά στο­χα­ζό­με­νος τό ἀκατάστα­τον καί εὐ­με­τά­βο­λον τῆς γνώ­μης τῶν ἀν­θρώ­πων, νά οἰ­κο­νο­μί­σης τά κα­τά σε­αυ­τόν φρο­νί­μως καί ψυ­χω­φε­λῶς. Τήν πρώ­την ἡ­μέ­ραν ὁ­ποῦ ἐ­κα­τέ­βη­κα ἐ­δώ εἰς τή ῍Α­βρα­κήν ἔ­τει­χεν νά συ­νο­μι­λή­σω­μεν μέ ἕ­να τῶν φί­λων καί προ­ε­στό­των, ὅ­στις μέ ἐ­ρώ­τη­σεν ἄν ἐ­δι­ορ­θώ­σα­τε ταῖς δου­λεί­αις μέ τήν σύ­ζυ­γόν σου  κε­ρά Σε­ραϊ­νό, καί τοῦ εἶ­πα πῶς ἦλ­θεν καί πά­λιν ἔ­φυ­γεν χω­ρίς νά γέ­νη τε­λεί­α δι­όρ­θω­σις δι­ά τῆς προ­φά­σε­ως ὁ­ποῦ μοῦ εἶ­πες, δη­λα­δή ὅ­τι ἔ­λει­πον ἐ­γώ καί ὁ ῍Α­λύ­πι­ος. Δέν εἶ­ναι ἔτ­ζι ἡ ὑ­πό­θε­σις εἶ­πεν ἐ­κεῖ­νος, ἀλ­λά τό Σι­ραϊ­νό ζη­τεῖ νά ἔ­χει εἰς τή ἐ­ξου­σί­αν της  τά γο­νι­κά της πρά­γμα­τα νά τά οἰ­κο­νο­μί­ση ὡς θέ­λει καί βού­λε­ται καί ζό­ντας καί με­τά θά­να­τον. Ξε­χο­ρι­στά ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο ὁ­ποῦ ἔ­χει νά τῆς δό­ση ἀ­πό ἐ­δι­κόν του ὁ Δη­μη­τρά­κις. Τό σπή­τι λέ­γει ἀ­πά­νω, καί τό μα­γα­ζή κά­τω εἶ­ναι γο­νι­κά της καί τά θέ­λει ­ἀ­πό τά τώ­ρα νά τά ἔ­χη εἰς τήν ἐ­ξου­σί­αν της, ὁ­μοί­ως καί χο­ρά­φι­α, καί ἄλ­λο γο­νι­κόν της τῆς εὑ­ρί­σκε­ται, μαν­θά­νω δέ ὅ­τι καί τό πα­λι­οά­μπε­λον ὁ­ποῦ σπου­δά­ζο­μεν νά  ἐ­καλ­λι­ερ­γή­σω­μεν (;) εἶ­ναι γο­νι­κόν της, καί ἄν εἶ­ναι ἔτ­ζι, χω­ρίς νά δώ­ση γράμ­μα ἀ­πό τό χέ­ρι της καί κα­λό­γη­ρος μέ­σα νά μήν πα­τί­ση πλέ­ον. ᾿Αλ­λά καί ὁ γα­μπρός του λέ­γει, ζη­τεῖ ἀ­κό­μη νά λά­βη με­τρι­τά καί ροῦ­χα ὁ­ποῦ τοῦ λύ­πουν ἁ­πὀ τό συμ­φο­νη­τι­κόν. Λοι­πόν// πα­ρα­κα­λῶ νά κυ­βερ­νί­σης τά πρά­γμα­τα ὡς φρό­νι­μος καί στο­χα­στι­κός δι­ά νά μήν ἀ­φί­σης σκάν­δα­λα καί σύγ­χυ­σες, καί κα­τα­κρη­σες δι­ά να­'­μήν λέ­γω καί ἄλ­λα χει­ρό­τε­ρα με­τά τόν θά­να­τόν σου, μά­λι­στα ἄν τύ­χει νά συ­νέ­βη τοῦ­το εἰς τό μο­να­στή­ρι­ον­στο­χά­σου εἰς ποί­ων ἀν­θρώ­πων χεῖ­ρας ἔ­χεις νά ἀ­φί­σης τούς πα­τέ­ρας. Εὐ­κο­λό­τε­ρον εἶ­ναι νά χορ­τά­ση ὁ ῞Α­δης πα­ρά αὐ­τοί. Καί ἀ­πό τῆς Συ­ραϊ­νό τάς χεῖ­ρας πρέ­πει νά πά­ρης γράμ­μα ἀ­φοὗ τῆς παρ­δό­σης τά γο­νι­κά της, καί εἴ τι ἄλ­λο ἔ­χεις νά τῆς δό­σης. Καί ἀ­πό τοῦ γαμ­βροῦ σου. Μοῦ φέ­νε­ται δέ, ὅ­τι καί ἀ­πό τόν Κων­στα­ντά, ἀ­γκα­λά δέν μοῦ εἶ­πεν ὁ ἄν­θρω­πος τί, ἀλ­λά καί τοῦ λο­γι­ω­τά­του ἐ­κεῖ­νο ὁ­ποῦ ἔ­χει νά τοῦ δο­θῆ πρέ­πει νά τό εἰ­δῆ ἐγ­γ­ρά­φως, καί νά δώ­ση καί αὐ­τός τήν ὑ­πο­γρα­φήν του ὅ­τι στέρ­γει κα­τά πά­ντα κα­θώς ἠ­κο­νό­μι­σες τά κα­τά σε­αυ­τόν. ᾿Αλ­λά καί δι­ά τό ἀ­μπέ­λι ὁ­ποῦ ζη­τεῖ νά λά­βη ὁ ἅ­γι­ος πνευ­μα­τι­κός δι­ά κυ­βέ­νη­σιν τῆς νύ­φης σου, πρέ­πει νά γέ­νη καί δι᾿αὐ­τό μί­α στε­ρε­ά καί βε­βαί­α ἀ­πό­δει­ξις δι­ά γράμ­μα­τος, ὅ­τι δέν ἔ­χει νά κά­μη ἀ­πό αὐ­τό ἡ πα­νο­σι­ό­της του. ῎Ετ­ζι ἐ­στο­χά­στη­κα ἐ­γώ δι­ά συμ­φέ­ρον καί ὀ­φέ­λι­μον,   καί πά­λιν ἡ τι­μι­ό­της σου­ὡς φρο­νι­μό­τε­ρος καί πρα­κτι­κό­τε­ρος θέ­λεις πλη­ρό­σει, τό, ῾δί­δου σο­φῷ ἀ­φορ­μήν καί σο­φό­τε­ρος ἔ­σται῾ ἴ­ξευ­ρε δέ καί τοῦ­το, ὅ­τι ἡ ὑ.......(δύ­ο σει­ρές δι­α­γε­γραμ­μέ­νες)

1800·᾿Ι­ου­νί­ου 16. Νή­φων ἱ­ε­ρο­μό­να­χος.

(᾿Ε­πε­ξερ­γα­σμέ­νο ἀ­πό­σπα­σμα ὁ­μι­λί­ας μέ τόν τίτ­λο, «῾Η πνευ­μα­τι­κή Γε­ω­γρα­φί­α τῆς νή­σου Σκι­ά­θου, 17-19ος αἰ.», πού δό­θη­κε στο Πνευ­μα­τι­κό Κέ­ντρο τῶν έ­νο­ρι­ῶν τῆς Σκι­ά­θου, τήν Ε᾿ Κυ­ρι­α­κή τῶν Νη­στει­ῶν, 1997).

π. Κων. Ν. Καλ­λι­α­νός
Σκό­πε­λος

No comments: