Friday 8 August 2014

Η ησυχαστική έριδα


Η ησυχαστική έριδα υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα  γεγονότα της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ησυχασμός, ήταν η κατεξοχήν μέθοδος για την πνευματική τελείωση των ασκητών. Πρώτος ο μοναχός Γρηγόριος Σιναΐτης, τέλη 13ου με αρχές 14ου αι. την εισήγαγε στο Άγιο Όρος. Θεμελιώδες στοιχείο της άσκησης στον ανατολικό μοναχισμό ήταν η ἐν ἡσυχίᾳ, αδιάλειπτη προσευχή των αναχωρητών, γνωστών και ως «ησυχαστών», οι οποίοι, με τη σιωπή και τη μόνωση, αναζητούσαν το Θεό. Ο μοναχός, σε αντίθεση με τους κοινούς χριστιανούς, ακολουθούσε ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, μία ιδιαίτερη πνευματική στάση. Επεδίωκε τη νέκρωση της σαρκός, την κάθαρσή του. Έχοντας εγκαταλείψει τις κοσμικές ενασχολήσεις και ζώντας σε απόλυτη μόνωση (είτε εκτός μοναστηριού, στην έρημο, είτε σε σπηλιά) είχε ως μοναδικό σκοπό της ζωής του την προσευχή.

Ο Ιωάννης της Κλίμακος είναι ο πρώτος που μας παρέχει το πρώτο λεπτομερές σύστημα ησυχαστικής πραγματικότητας κατά τις αρχές του Ζ΄ αιώνος.  Σύμφωνα με τη μέθοδό που χρησιμοποιούσαν, ακολουθούσαν συγκεκριμένη στάση σώματος κατά την προσευχή (βλέμμα στραμμένο στο σημείο της καρδιάς ή τον αφαλό) και επαναλάμβαναν τη φράση  «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον ἡμᾶς» ή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με και βοήθησόν με». Αυτό μας παραπέμπει στον 6ο μακαρισμό, όπου «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» Ματθ. 5, 8. Εδώ μάλιστα βρίσκουμε το θέμα της «οράσεως του Θεού» ως υπέρτατος σκοπός της αδειάλειπτης προσευχής που στηρίζεται στην καθαρότητα της καρδιάς. Η ενέργεια της καρδιάς, ως δώρο θείας χάριτος, είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει στην αλήθεια, διότι είναι απλή και καθαρή. Μέσω αυτής της διαδικασίας, οι μοναχοί υποστήριζαν ότι έβλεπαν το ίδιο το άκτιστο φως του Κυρίου, ίδιας φύσης με εκείνο που είδαν οι μαθητές στο όρος Θαβώρ κατά την Μεταμόρφωση του Σωτήρος.


Η ησυχαστική μέθοδος προσευχής, δεν θεωρήθηκε ουδέποτε ως αυτοσκοπός ή ως μέσο αυτόματης προσκτήσεως της θείας χάρητος, αλλά εξυπηρετούσε μόνο για να διευκολύνει την προσοχή. Η νοερά όμως όραση του Θείου Φωτός ήταν η εγγύηση της πνευματικής τελείωσης του μοναχού για τη συνέχιση του βαθύτερου πνευματικού αγώνα με την υπέρβαση του προπατορικού αμαρτήματος και την επίτευξη του καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή της μόνιμης εκείνης κατάστασης μακαριότητας με την κοινωνία του Θεού δια της ενώσεως με τον Θεό. Αυτή η μακαριότητα του χριστιανού μυστικού ταυτίζεται με την προπτωτική κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό, όπου ο άνθρωπος βλέπει φυσικώς, όπως και ο Αδάμ προ της παραβάσεως. Αυτή η εικασία ήταν που προκάλεσε την αντίδραση του μοναχού Βαρλαάμ Καλαβρού, που τάχτηκε και κατά της ιδιαίτερης πρακτικής τους. Ο Βαρλαάμ είχε λάβει, πολύπλευρη και βαθύτατη μόρφωσή και επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τον δυτικό τρόπο σκέψης. Πληροφορήθηκε για τον ησυχασμό από έναν, καθώς λέγεται, αμόρφωτο μοναχό. Για τον Βαρλαάμ  κάθε ορατό ον είναι κτιστό, άρα αφού το Θαβώριο φως έγινε ορατό από σωματικά μάτια, είναι κτιστό και δε διαφέρει σε τίποτα από το φως που βλέπουμε με τις αισθήσεις μας. Έτσι ξεκίνησε να επιτίθεται φραστικά απέναντί τους, αποκαλώντας τους μοναχούς «ομφαλόψυχους» και «μασσαλιανούς». Με την απάντηση των ησυχαστών ξεκίνησαν οι ησυχαστικές έριδες.

 Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν από τους πρώτους που εναντιώθηκαν στο έργο του Βαρλαάμ. Υποστήριξε ότι είναι δυνατόν να δει μεν κάποιος μέσω των σωματικών του οφθαλμών το θείο και άκτιστο (άϋλο) φως. Ως προς το επιχείρημα του Βαρλαάμ ότι το θαβώρειο φως είναι υλικό, κτιστό και αισθητό, ο Παλαμάς αναφέρει την ύπαρξη απειρίας θείων ενεργειών και μία από αυτές είναι το θαβώρειο φως και όλες αναβλύζουν από την ουσία του Θεού, σαν από αστείρευτη πηγή και είναι δεμένες μαζί της με τρόπο αξεδιάλυτο και αποτελούν εκδηλώσεις του Θεού. Ήθελε να αποδείξει ότι ο άνθρωπος βοηθημένος από τη θεία χάρη ενώνεται όχι με την ουσία, αλλά με την ενέργειά του. Ο Παλαμάς ερχόμενος στη Θεσσαλονίκη συνέγραψε την Πρώτη Τριάδα των έργων «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» και έπειτα ακολούθησαν άλλες δύο όπου πάντα με βάση τα πατερικά κείμενα υποστήριζε ότι η θεία ουσία είναι άκτιστη και αμέθεκτη, όπως και ότι οι ουσιώδεις ενέργειες του Θεού είναι μεν άκτιστες και άναρχες, αλλά ταυτοχρόνως και μεθεκτές. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό κατά την ουσία Του. Μπορεί όμως να γνωρίσει και να ενωθεί μαζί Του, μέσα από τις Θείες και άκτιστες Ενέργειές Του. Υπέρ των ησυχαστών τάχτηκε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄, ο οποίος επιθυμούσε μία ειρηνική λύση στο πρόβλημα, ενώ υπέρ του Βαρλαάμ τάχθηκε ο δομέστικος και κηδεμόνας του ανήλικου διαδόχου Ιωάννου Παλαιολόγου, ο Ιωάννης Καντακουζηνός. Κατά το τέλος της Συνόδου, ορθή αποδείχτηκε η διάκριση θείας ουσίας και άκτιστων θείων ενεργειών, σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία και υπέρ των ησυχαστών, ενώ αποφασίστηκε η καταστροφή των αντιησυχαστικών έργων του Βαρλαάμ και εξέδωσε επίσης σχετικό Συνοδικό Τόμο. Ο Βαρλαάμ, βρισκόμενος σε δύσκολη θέση, ζήτησε συγγνώμη από τους μοναχούς και στη συνέχεια εγκατέλειψε οριστικά το Βυζάντιο επιστρέφοντας στην Ιταλία, όπου χειροτονήθηκε επίσκοπος Ιέρακος, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στη δυτική Αναγέννηση με τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας.

Όμως η ησυχαστική έριδα δεν έληξε σ’ αυτό το σημείο, καθώς, το ρόλο του «αντιησυχαστή» συνέχισαν μετά τον Βαρλαάμ, ο μαθητής του, ο Γρηγόριος Ακίνδυνος και έπειτα ο λόγιος Νικηφόρος Γρηγοράς, με αποτέλεσμα να συγκληθούν νέες σύνοδοι (τον Αύγουστο του 1341 στην Αγία Σοφία και τον Μάϊο του 1351 στα ανάκτορα των  Βλαχερνών). Στο τέλος όμως η έριδα έκλεισε και πάλι θριαμβευτικά με τη νίκη της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής σκέψης, καθώς μέσα από αυτές τις Συνόδους αναδείχτηκε το αληθινό δόγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Αποτέλεσμα αυτής της έριδας ήταν οι πολλές δογματικές αλήθειες που πιθανόν να μην ήταν ιδιαίτερα διευκρινισμένες και ξεκάθαρες μέχρι τότε, μέσω του πνευματικού αγώνα που έδωσαν οι μοναχοί, να απαντηθούν και να προβληθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι γνωστές και να ξεχωρίζουν από τις αιρετικές δοξασίες. Άρα, με αφορμή τις κακοδοξίες των αντιησυχαστών, απαντήθηκαν και διευκρινίστηκαν πολλά κρίσιμα ερωτήματα. Η ησυχαστική έριδα δεν ήταν ένα απλό επεισόδιο ανταγωνισμού ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή. Βλέπουμε απ’ τη μία την ανάγκη για νοητική και ενιαία συστηματοποίηση της γνώσης και απ’ την άλλη τη δίψα του πνεύματος να επιτύχει την ένωση με το Θεό. Ύστερα από πολλές μεταπτώσεις και οξείες διαμάχες όμως, είδαμε ότι ο ησυχασμός επικράτησε και τούτο δείχνει το πολύ έντονο και ζωηρό αίσθημα της μυστικότητας της χριστιανικής πίστης.

Ελένη Σταματοπούλου
Θεολόγος

No comments: