Monday 11 July 2011

Περὶ βιβλίων ὁ λόγος ἤ ἐγκωμιάζοντας…

Σκέ­φτη­κες στ᾿ ἀλήθεια πο­λὺ, μέ­χρι νὰ γρά­ψεις αὐ­τὰ ποὺ κα­τα­θέ­τεις στὴ συ­νέ­χεια; Για­τὶ ἔ­χεις καταλάβει πιὰ, ἀ­πό ἄλ­λες φορές, ὅ­τι ὁ λό­γος σου δὲν εἶ­ναι ἀ­ψὺς, ὅ­πως τὸ πα­λιὸ τὸ κρα­σὶ γιὰ νὰ ἑλ­κύ­ει· μή­τε ἔ­χεις ἰκανοὺς φί­λους-ἀ­να­γνῶ­στες νὰ σὲ προ­σέ­χουν. Ἔ­τσι γρά­φεις, μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ τα­λαι­πω­ρεῖς τὰ μο­λύ­βια σου, νὰ γε­μί­ζεις μὲ λέ­ξεις, λευ­κὲς σε­λί­δες χαρ­τιοῦ, σε­λί­δες πολ­λὲς ποὺ ὕ­στε­ρα τὶς τσα­λα­κώ­νεις, για­τὶ δὲ σοῦ ἄ­ρε­σαν καὶ ἄ­σπλα­χνα τὶς πε­τᾶς.

Σκέ­φτη­κες, λοι­πὸν, πο­λύ μέ­χρι νὰ γρά­ψεις αὐ­τὲς τὶς γραμ­μές. Για­τὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος νὰ πεῖς στὸν κό­σμο αὐ­τὰ ποὺ ἔ­νοι­ω­θες τό­τε, ὄ­ταν ζοῦ­σες, δη­λα­δή, στὴ Με­γά­λη τὴν Πο­λι­τεί­α, καὶ μο­νά­χα μέ­σα στὶς βι­βλι­ο­θῆ­κες καὶ στὶς ἀ­φτι­α­σί­δω­τες τὶς ἐκ­κλη­σι­ὲς ἀ­νά­σαι­νες ἐ­λεύ­θε­ρα. Στὶς βι­βλι­ο­θή­κες, αὐ­τὲς τὶς Τρά­πε­ζες τοῦ Πνεύ­μα­τος ποὺ δα­νεί­ζουν, προ­σφέ­ρουν, χα­ρί­ζουν, δί­χως νὰ πε­ρι­μέ­νουν τό­κους καὶ χρε­ω­λύ­σια, ἰ­κα­νὰ πο­σὰ γνώ­σε­ων καὶ Γνώ­σης καὶ στὶς ἐκ­κλη­σι­ἐς ὅ­που τα­μί­ευ­ες στιγ­μὲς ἰ­κα­νῆς προ­σευ­χῆς καὶ θε­ο­πει­θοῦς ἀ­να­βά­σε­ως, ποὺ σή­με­ρα χρη­σι­μο­ποι­εῖς ὡς ὑ­πό­λοι­πο πνευ­μα­τι­κοῦ λο­γα­ρια­σμοῦ. Ἐ­πει­δὴ γνω­ρί­ζεις πιὰ ὅ­τι ἡ προ­σφο­ρὰ τους, τόσο τῶν ἐκκλησιῶν, ὅσο καὶ τῶν βι­βλι­ο­θηκῶν εἶ­ναι περί­που ταυ­τό­ση­μες, ὅ­πως συμ­βαί­νει στὴν ἰ­ε­ρα­πο­στο­λὴ: ἀ­πό­δο­ση, δη­λα­δή, δί­χως νὰ πε­ρι­μέ­νεις καμμιὰν ἀν­τα­πό­δο­ση…

Ὡ­στό­σο μὲ τὰ χρό­νια ποὺ πέ­ρα­σαν, κά­τι λύ­γι­σε μέ­σα σου καὶ σὲ κα­τά­φε­ρε νὰ γρά­ψεις ἔ­να λι­τὸ, προ­σω­πι­κὸ εὐ­χα­ρι­στή­ριο... Γιὰ τὶ ἄλ­λο, γιὰ τὶς βι­βλι­ο­θῆ­κες,ἀσφαλῶς, ἀφοῦ στὶς ἐκκλησιὲς κάθε μέρα τὸ ἀποδεικνύεις…

Εἶ­χες πάν­τα τὸ πά­θος νὰ με­λε­τᾶς, ἰ­δι­αί­τε­ρα με­γά­λους ἕλ­λη­νες συγ­γρα­φεῖς, για­τὶ τοὺς ἔ­νοι­ω­θες πιὸ δι­κοὺς σου, κά­τι σὰ συγ­γε­νεῖς. Τοῦ­το, ἐ­πει­δὴ σὲ πεί­ρα­ζαν κάπως τὰ ξέ­να τὰ ὀ­νό­μα­τα, τὰ το­πω­νύ­μια, τὰ ἤ­θη καὶ τὰ ἔ­θι­μά τους, ὅλ᾿ αὐ­τὰ, λοι­πὸν, ποὺ στέ­γνω­ναν πο­λὺ τὴν ψυ­χὴ σου… Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἀ­να­ζη­τοῦ­σες βι­βλι­ο­θῆ­κες νὰ σοῦ πα­ρέ­χουν ὕ­λη. Ἐ­πει­δὴ μέ­σα σ᾿ αὐτὲς ἔ­νοι­ω­θες τὴ σι­γου­ριὰ τῆς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, τὸ ἀ­νό­θευ­το τῆς φι­λί­ας, ἔ­στω κι ἄν ἡ ἄλ­λη ἡ πλευ­ρὰ, τοῦ συγ­γρα­φέ­α -ζων­τα­νοῦ ἤ κε­κοι­μη­μέ­νου- σι­ω­πᾶ καὶ ἐκ­φρά­ζε­ται μο­νά­χα μὲ τυ­πο­γρα­φι­κὰ στοι­χεῖ­α… Αὐ­τὸ δὲ σὲ πεί­ρα­ζε, ἀν­τί­θε­τα σοῦ χά­ρι­ζε τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ δι­α­λέ­γε­σαι μα­ζὶ του, δί­χως ἐν­τά­σεις, ἀν­τε­κλί­σεις καὶ θυ­μό.

Μὲ τὸ χρό­νο, λοι­πόν, τὶς βρῆ­κες τὶς βι­βλι­ο­θῆ­κες ποὺ σὲ ἀ­νά­παυ­αν καὶ τὶς ἐ­πι­σκε­πτό­σουν, γιὰ νὰ ἡ­συ­χά­σει τὸ πνεῦ­μα σου νὰ τα­ξι­δἐ­ψει ἡ ψυ­χὴ σου, νὰ πά­ρει νέ­ο κου­ρά­γιο τὸ εἶ­ναι σου, ὥ­στε νὰ περ­πα­τή­σει, δί­χως πα­ρα­πα­τή­μα­τα καὶ τὴν ἄλ­λη μέ­ρα στοὺς πο­λύ­βου­ους καὶ ἄ­σπλα­χνους δρό­μους τῆς με­γά­λης πο­λι­τεί­ας...

Ὅ­μως αὐ­τὸ ποὺ σὲ πλή­γω­νε ἦ­ταν οἱ ἀρ­γί­ες, τ᾿ ἀ­πο­γέ­μα­τα τοῦ Σαβ­βά­του καὶ οἱ Κυ­ρια­κὲς, ὅ­ταν οἱ βι­βλι­ο­θῆ­κες ἦ­ταν κλει­στὲς κι ἐ­σὺ ἔ­νοι­ωθες ὅ­πως οἱ ἄ­στε­γοι, τρι­γυρ­νών­τας τού­τη τὴ φο­ρὰ στοὺς σχε­δὸν ἔ­ρη­μους δρό­μους τῆς Σό­λω­νος καὶ τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας, κοι­τών­τας μὲ σι­ω­πη­λὴ οἰ­κει­ό­τη­τα στὶς φω­τι­σμέ­νες προ­θῆ­κες τῶν βι­βλι­ο­πω­λεί­ων τὰ νέ­α βι­βλί­α ποὺ σὲ κοι­τοῦ­σαν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ σκο­νι­σμέ­νο τὸ τζά­μι μὲ φι­λί­α καὶ κά­τι πά­σχι­ζαν νὰ σοῦ ποῦν γι᾿ αὐ­τὸ ποὺ κρα­τοῦ­σαν χω­νε­μέ­νο στὰ κλει­στὰ τους φύλ­λα, τὰ στο­λι­σμέ­να μὲ τυ­πο­γρα­φι­κὰ στοι­χεῖ­α, εἰ­κό­νες, σχέ­δια καὶ, κάποτε, θαυ­μά­σια πρω­το­γράμ­μα­τα. Τὰ κοι­τοῦ­σες μὲ τὶς ὧ­ρες καὶ πά­σχι­ζες, πρὶν ἀ­να­χω­ρή­σεις γιὰ τὴ μο­να­ξιὰ σου, ν᾿ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σεις κά­ποι­ο λό­γο, μιὰ φρά­ση ἔ­στω, ὡς τεκμήριο φι­λί­ας καὶ στέ­ρε­ης ἀν­θρω­πιᾶς. Για­τὶ σοῦ χρει­α­ζό­ταν τό­σο πο­λὺ ἐ­κεί­νους τοὺς και­ροὺς…

Κι ἄν πά­λι δὲν κα­τόρ­θω­νες νὰ κα­τα­λά­βεις κά­τι, τό­τε προ­σπα­θοῦ­σες νὰ σι­γά­σεις τὴ στε­νο­χώ­ρια σου μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ, ὅ­τι θὰ ξη­μέ­ρω­νε ἡ μέ­ρα ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ μπεῖς στὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο καὶ ν᾿ ἀγ­γί­ξεις μὲ τὰ χέ­ρια σου τὸ φρε­σκο­βγαλ­μέ­νο βι­βλί­ο, ποὺ ἀ­νά­δι­νε ἀ­κό­μα τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ τυ­πο­γρα­φεί­ου, κα­θὼς τὸ ἄ­νοι­γες… Καὶ γιὰ νὰ πεῖς ὅ­λη τὴν ἀ­λή­θεια, θὰ πρέ­πει νὰ κα­τε­βά­σεις ἀρ­κε­τὰ σκα­λο­πά­τια στὸ Χρό­νο καὶ νὰ σι­μώ­σεις τὴν παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α, ὅ­ταν πά­νω στὸ γα­λα­ζο­πρά­σι­νο ξύ­λι­νο θρα­νί­ο τοῦ ξεχασμένου σήμερα Δημοτικοῦ Σχολείου τοῦ χωριοῦ σου, ἄ­νοι­γες γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸ Ἀ­να­γνω­στι­κὸ, γιὰ νὰ συλ­λα­βί­σεις τὰ γράμ­μα­τα ποὺ σοῦ χά­ρι­ζαν οἱ ζω­γρα­φι­σμέ­νες σε­λί­δες του, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἔ­φθα­νε μέ­σα σου ἐ­κεί­νη ἡ μυ­ρω­διὰ ἀ­πό χαρ­τὶ τυ­πω­μέ­νο καὶ με­λά­νι… Ἀ­πό τό­τε αὐ­τὴ σου ἡ σχέ­ση μὲ τὸ βι­βλί­ο ἔ­γι­νε σχέ­ση πά­θους, ποὺ ξε­κι­νοῦ­σε ἀπ᾿ τὴν πρώ­τη γνω­ρι­μί­α, μέ­σω ἐ­κεί­νης τῆς ἀ­νά­σας ποὺ ἄ­φη­νε μέ­σα σου τὸ τυ­πω­μέ­νο χαρ­τὶ τοῦ καλοστημένου Ἀ­να­γνω­στι­κοῦ τῆς πρώ­της τοῦ Δη­μο­τι­κοῦ.

Ἀρ­γό­τε­ρα πά­λι, για­τὶ κι αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ τὸ πεῖς, μιὰ ἄλ­λη ἀ­νά­σα σὲ γο­ή­τευ­σε, ἀλ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο σὲ συγ­κι­νοῦ­σε. Κι ἦ­ταν αὐ­τὴ ἡ ἀ­νά­σα τῶν πα­λαι­ῶν βι­βλί­ων, τῶν σκο­νι­σμέ­νων βι­βλί­ων, στὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­χαν στα­λά­ξει, ὅ­πως ἡ δρο­σιὰ πά­νω στὰ πρω­ϊ­νὰ τ᾿ ἄν­θη, τὰ δά­κρυ­ά τους ἤ καὶ τοὺς ἱ­δρῶ­τες τους οἱ πρὶν ἀ­πό σέ­να ἀ­να­γνῶ­στες. Πόσοι ἄραγε;

Τ᾿ ἀ­γα­πᾶς ἰ­δι­αἰ­τε­ρα αὐ­τὰ τὰ βι­βλί­α, για­τὶ ξέ­ρεις ὅ­τι λί­γοι θὰ τ` ἀ­να­ζη­τοῦν καὶ λι­γό­τε­ροι θὰ τὰ δι­α­βά­ζουν, ἀ­φοῦ οἰ συγ­γρα­φεῖς τους ὅ­λο κι ἀ­στο­χοῦν­ται. Μἀ­λι­στα, μὲ τὴν κα­θί­ζη­ση ποὺ ἔ­πα­θε ἡ γλώσ­σα μας, ποὺ τῆς πε­τσό­κο­ψαν τὰ στο­λί­δια τῶν λέ­ξε­ών της, τὰ πνεύ­μα­τα δη­λα­δή, ἀλ­λὰ καὶ τὴ βα­ρεί­α καὶ τὴν πε­ρι­σπω­μέ­νη, ὅλ᾿ αύ­τὰ τὰ βι­βλί­α, λοι­πόν, ἀ­πο­μέ­νουν ὡς ρά­κη ριχ­μέ­να σὲ μιὰ γω­νιὰ μέ­χρι νὰ πα­ρέλ­θει ὁ και­ρός τους. Στ᾿ ἀ­λή­θεια, ἔ­χουν και­ρὸ λή­ξε­ως τὰ βι­βλί­α; Καὶ μά­λι­στα τὰ βι­βλί­α ποὺ ση­κώ­νουν πά­νω τους ἔ­να ὄ­νο­μα τρα­νοῦ λο­γί­ου, ποὺ κρα­τοῦν στὰ σπλά­χνα τους λέ­ξεις μὲ πε­ρι­ε­χό­με­νο, λέ­ξεις ποὺ στά­ζουν αἷ­μα, ποὺ φα­νε­ρώ­νουν πολ­λα­πλά­σιο ἀ­γώ­να ἀπ᾿ αὐ­τὸν ποὺ ζοῦ­με, τὸν ση­με­ρι­νὸ; Προ­σπα­θεῖς νὰ τὰ κα­τα­λά­βεις ὅλ᾿ αὐ­τὰ, νὰ τὰ ἑρ­μη­νεύ­σεις, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ρεῖς, για­τὶ οἱ δυ­νά­μεις σου εἶ­ναι λει­ψὲς, ὤ­στε ν᾿ ἀ­να­με­τρη­θεῖς μὲ τοὺς γί­γαν­τες αὐ­τοὺς τοῦ πνεύ­μα­τος καὶ τῆς γρα­φῆς. Ἔ­τσι σι­ω­πᾶς καὶ προ­σεύ­χε­σαι γιὰ τὶς ψυ­χὲς ὅ­λων αὐ­τῶν ποὺ τὰ γρα­πτὰ τους, ὡς ἄλ­λα λεί­ψα­να, χρόνο μὲ τὸ χρό­νο ὅ­λο καὶ χλω­μιάζουν καὶ πε­ρι­μέ­νουν μιὰν ἄλ­λη ἀ­νά­στα­ση… Ἕ­να ἄγ­γιγ­μα, ἔ­να φυλ­λο­μέ­τρη­μα, μιὰν ἀ­νά­γνω­ση. Για­τὶ, ὅ­πως ὄ­λοι οἱ θνη­τοὶ, τὸ ἀ­ξί­ζουν….

π. Κων. Ν. Καλ­λια­νός

No comments: