Monday 18 June 2012

Ὁ Βόλος πού γνώρισα...

(Μνῆ­μες καὶ βι­ώ­μα­τα)

Στοὺς  συμμαθητὲς μου στὸ παλιὸ Β΄ Γυμνάσιο, εὐκαιρία συνάντησης...

Τὸ φθι­νο­πω­ρι­νὸ ἐ­κεῖ­νο βρά­δυ τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 1963, ἀ­πομέ­νει στὴ μνή­μη φω­τι­σμέ­νο μὲ τὸ πα­γω­μέ­νο, γα­λα­τέ­νιο φῶς ποὺ κα­τέ­βα­ζαν τὰ με­γά­λα φῶ­τα τῆς προ­κυ­μαί­ας, κα­θὼς τὸ κα­ρά­βι, τὸ «Κύ­κνος», δι­πλά­ρω­νε στὸ μου­ρά­γιο τοῦ Βό­λου κι ἐ­μεῖς δει­λὰ-δει­λὰ ἀ­πο­βι­βα­ζό­μα­σταν στὴ νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: ἐ­κεί­νης τῶν σπου­δῶν, τῆς μά­θη­σης, τῆς καλ­λι­έρ­γειας. Τῶν φώ­των δη­λα­δὴ, ποὺ προ­σπο­ρί­ζουν οἱ γνώ­σεις καὶ τὰ γράμ­μα­τα. (Καμ­μιὰ φο­ρὰ σκέ­φτο­μαι, πὼς τὰ φῶ­τα ἐ­κεῖ­να συγγενεύουν μὲ τὰ δυ­να­τὰ τὰ φῶ­τα τῆς πα­ρα­λί­ας, φῶτα ὡστόσο, ποὺ δέ συγ­κρί­νον­ται μὲ τὸ τρε­μου­λια­στὸ, ταπεινὸ καὶ χαμηλὸ φῶς τῆς λάμ­πας τοῦ πε­τρε­λαί­ου, τὸ ὁ­ποῖ­ο μέ­χρι τό­τε γνώ­ρι­ζα. Γιατὶ τὰ ἡλεκτρικὰ τὰ πρωτοεῖδα στὸ Βόλο καὶ κατάλαβα ὅτι τυ­φλώ­νουν, καὶ κυ­ρί­ως τυ­φλώ­νουν τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς, ἀ­φοῦ εἰ­σχω­ρεῖ τὸ μι­κρό­βιο τῆς ἀλ­λα­ζο­νεί­ας, ἀν­τί­θε­τα μὲ τὰ ἄλ­λα, ποὺ συν­τη­ροῦν μέ­σα σου τὸν χα­μη­λό καὶ τα­πει­νὸ τρό­πο τῆς προ­σέγ­γι­σης τοῦ κό­σμου, τοῦ συνανθρώπου καὶ φυσικὰ τοῦ Θεοῦ).

Αὐ­τὸ τὸ φῶς, τὸ ὁμολογῶ, πο­τὲ μου δὲν τὸ χά­ρη­κα, ὅ­πως δὲ χαι­ρό­μουν τὴν κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἤ­μουν ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νὰ φύ­γω ἀ­πὸ τὸ λι­τὸ καὶ ἀ­πέ­ριτ­το πε­ρι­βάλ­λον τοῦ χω­ριοῦ μου, παρ᾿ ὅ­λο ποὺ ὁ Βό­λος ἐ­κεί­νου τοῦ και­ροῦ ἦ­ταν μιὰ ἄλ­λη προ­έ­κτα­σή του. Για­τὶ εἶ­χε λι­γο­στὰ αὐ­το­κί­νη­τα, κάμ­πο­σα πο­δή­λα­τα καὶ φυ­σι­κὰ ἐ­κεί­νη τὴν ἁ­πλό­τη­τα καὶ τὴ γρα­φι­κό­τη­τα, ὤ­στε νὰ μᾶς φαί­νε­ται πὼς κά­που σι­μὰ μας εἶ­ναι καὶ τὸ μικρὸ κι ἄσημο χω­ριὸ.

Θυ­μᾶ­μαι, λοι­πὸν, πὼς μό­λις κα­τε­βή­κα­με ἀ­πὸ τὸ πλοῖ­ο πή­ρα­με ἕ­να ἀ­πὸ τ᾿ ἀ­μα­ξά­κια ποὺ ἦ­ταν σταθευμένα στὴν πα­ρα­λί­α καὶ πή­γα­με στὸ γνω­στὸ μας ξε­νο­δο­χεῖ­ο: τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο τῶν Κλη­μα­τια­νῶν «Ἡ Εὐ­ρώ­πη», Ἰ­ἀ­σο­νος καὶ Κο­ρα­ῆ γω­νί­α. Στὰ παι­δι­κὰ μά­τια ἐν­τύ­πω­ση ἔ­κα­ναν τὰ κα­τα­νυ­κτι­κὰ φω­τά­κια ποὺ εἶ­χαν δί­πλα τους τ᾿ ἁ­μα­ξά­κια, κα­θὼς καὶ ἐ­κεῖ­νο τὸ καμ­πά­νι­σμα, ποὺ θύ­μι­ζε τὸν ἦ­χο ἀ­πὸ καμ­πα­νά­κι κά­ποι­ου τα­πει­νοῦ ἐ­ξωκ­κλη­σιοῦ. Μόνο ποὺ αὐτὰ ἦταν τοῦ ὀνείρου, γιατὶ ἡ πραγματικότητα ἦταν διαφορετικὴ καὶ πολὺ σκληρὴ κάποτε…

Τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο εἶ­χε μιὰ πα­ρά­ξε­νη μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ ἀ­πορ­ρυ­παν­τι­κὸ, σα­πού­νι ἀ­πὸ φτη­νὸ ἄ­ρω­μα, καὶ τσι­γά­ρο. Οἱ σκά­λες ἦ­ταν με­γά­λες καὶ φαρ­δι­ὲς μὲ τὸν Νι­κή­τα, τὸν ὑ­πάλ­λη­λο,  νὰ μᾶς βο­η­θά­ει χα­μο­γε­λα­στὸς, ὥ­στε νὰ τα­κτο­ποι­η­θοῦ­με στὰ ψη­λον­τά­βα­να δω­μά­τια μὲ τὰ λευ­κὰ σεν­τό­νια ποὺ ὅ­ταν τ᾿ ἄγ­γι­ζες, νό­μι­ζες πὼς τσα­λά­κω­νες χαρ­τὶ. Μά­λι­στα αὐ­τὸς ὁ ἦ­χος, ὅ­πως ὁ ἦ­χος τῶν φορ­τη­γῶν ποὺ μέ­σα στὴ βα­θειὰ νύ­χτα περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ κά­τω ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρά μας, μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ ἀ­κό­μα μέ­χρι σή­με­ρα. Για­τὶ πρώ­τη φο­ρὰ ἄ­κου­γα με­γά­λα αὐ­το­κί­νη­τα νὰ περ­νοῦν μὲ ὀρ­μὴ καὶ βου­ὴ πά­νω στὸ δρό­μο, βου­ὴ ποὺ σι­γὰ-σι­γὰ χά­νον­ταν γιὰ νἄρ­θει στὴ συ­νέ­χεια κά­ποι᾿ ἄλ­λη. (Ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν δι­ά­βα­σα τὸ ποί­η­μα «Σοφοὶ δὲ προσιόντων» τοῦ Κ.Π. Κα­βά­φη, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα πλέ­ον, πὼς πολ­λὲς φο­ρὲς στὴ ζω­ὴ μου θὰ ξα­ναν­τή­σω αὐ­τὴ τὴ «μυστικὴ βο­ὴ», ὅ­μως θὰ ἦ­ταν κά­τι τὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἀπ᾿ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­ζη­σα τὴν πρώ­τη μου βρα­δυ­ὰ στὸ Βό­λο. Ἴ­σως καὶ κάτι τὸ τρα­γι­κὸ, για­τὶ πάν­τα μέ­σα στὴ δύ­νη τῶν γε­γο­νό­των ποὺ πλη­σιά­ζουν, πλη­σιά­ζει κι ὁ θά­να­τος, ἤ ἔ­στω καὶ ὁ ὅ­ποι­ος ἀ­κρω­τη­ρια­σμὸς τῆς ψυ­χῆς...).

Ὡστόσο πρέπει νὰ ὁμολογήσω, πὼς αὐτὸ ποὺ μ᾿ ἐ­νό­χλη­σε, καὶ ἀ­πὸ τό­τε δὲν μπό­ρε­σα νὰ τὸ ἀ­πο­βάλ­λω, ἦ­ταν ὁ φω­τι­σμὸς τοῦ δω­μα­τί­ου μ᾿ ἐ­κεῖ­νο τὸ γυ­μνὸ ἡ­λε­κτρι­κὸ γλόμ­πο ποὺ μᾶς ἔ­ρι­χνε ἕ­να ἀρ­ρω­στη­μέ­νο φῶς, ἐ­νῶ εἶ­χε πά­νω του  ἕ­να κί­τρι­νο, γυάλινο κάλυμμα, ποὺ μὲ ἔ­θλι­βε ἀ­φάν­τα­στα. (Τὸν ἴ­διο φω­τι­σμὸ θυ­μᾶ­μαι νὰ τὸν ξα­νά­ζη­σα στὸ Στρα­τὸ καὶ σὲ κά­ποι­ο Νο­σο­κο­μεῖ­ο, μὲ τὴν ἴ­δια ἤ τὴν ἴσως περισσότερο πα­γω­μέ­νη αἴ­σθη­ση καὶ πί­κρα).

Τὸ σπί­τι ποὺ θὰ κα­θό­μουν ἦ­ταν στὴν ὁ­δὸ Δη­μάρ­χου Γε­ωρ­γιά­δου, ποὺ τό­τε ἦ­ταν ἄ­στρω­τη, δί­χως ἄ­σφαλ­το δη­λα­δὴ. Αὐ­τὸ τὸ σπί­τι, λοι­πόν, ἦ­ταν μιὰ μο­νο­κα­τοι­κί­α μὲ μι­κρὰ καὶ λιτὰ δω­μά­τια. Πρέπει δὲ νὰ χτίστηκε μετὰ τοὺς σεισμοὺς, γιατὶ σὲ τίποτε δὲ θύμιζε κάποια παλιὰ, πέτρινα σπίτια τοῦ παλιοῦ τοῦ Βόλου. Φυσικὰ, σὲ τίποτε δὲ θύ­μι­ζε  τὸ σπί­τι μας στὸ χω­ριὸ, για­τὶ ἦ­ταν κά­πως σκο­τει­νὸ καὶ ἀρ­κε­τὰ κρύ­ο. Πάν­τως αὐ­τὸ ποὺ χα­ρά­χτη­κε στὴ μνή­μη μου εἶ­ναι ἡ γει­το­νιὰ ἐ­κεί­νη, ποὺ εἶ­χε ἀρ­κε­τὴ ἡ­συ­χί­α καὶ γρα­φι­κό­τη­τα. Θυ­μᾶ­μαι π.χ. τὸ ἀ­πέ­ναν­τι σπί­τι μὲ τὴ βα­ρειὰ σι­δε­ρέ­νια πόρ­τα τοῦ κή­που, τὰ ὡ­ραῖ­α καὶ πλα­τιὰ σκα­λο­πά­τια ποὺ ὁ­δη­γοῦ­σαν μέ­σα στὸ σπίτι, ὅ­πως ἐ­πί­σης καὶ τὰ δέν­τρα ποὺ εἶ­χε. Προσπά­θη­σα νὰ τὸ ξα­να­βρῶ με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νια αὐ­τὸ τὸ σπί­τι. Δὲν τὰ κα­τά­φε­ρα, για­τὶ εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ, ὅ­πως τό­σα καὶ τό­σα τοῦ Βὀ­λου τῶν ἐ­φη­βι­κῶν μου χρό­νων...

 Κά­θε πρωΐ ποὺ πη­γαί­να­με στὸ Σχο­λεῖ­ο συ­ναν­τού­σα­με στοὺς δρό­μους κά­ρα, μι­κρὰ καὶ με­γά­λα, λι­γο­στὰ αὐ­το­κί­νη­τα καὶ πο­δή­λα­τα, μ᾿ ἐ­κεῖ­να τὰ εὔ­η­χα κου­δού­νια ποὺ εἶχαν προσαρμοσμένα πά­νω στὸ βρα­χί­ο­να τοῦ τι­μο­νιοῦ. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός, μά­λι­στα, ἦ­ταν ὁ ἦ­χος ποὺ ἄ­φη­ναν οἱ ρό­δες, κα­θὼς περ­νοῦ­σαν πά­νω ἀπ᾿ τούς χω­μα­τό­δρο­μους. Ἦ­ταν κά­τι σὰν τὸ ἄ­λε­σμα τοῦ σι­τα­ριοῦ στοὺς χε­ρό­μυ­λους τοῦ χω­ριοῦ μου, σὰν τὸ ἀρ­γὸ περ­πά­τη­μα πά­νω στὴν ἅμ­μο... Μά­λι­στα αὐ­τὸ ποὺ θυ­μᾶ­μαι εἶ­ναι τὰ πο­δή­λα­τα κά­ποι­ων κα­θη­γη­τῶν μας, πα­λιὰ πο­δή­λα­τα, σκου­ρι­α­σμέ­να μὲ τὴ  σχά­ρα πί­σω τους νὰ κρα­τεῖ τὸ χαρ­το­φύ­λα­κά τους, ἐ­νῶ τὰ παν­τε­λό­νια τους τὰ συγ­κρα­τοῦ­σε ἐ­κεῖ­νο τὸ στρογ­γυ­λὸ με­ταλ­λι­κὸ ἔ­λα­σμα, γιὰ νὰ μὴν μπερ­δεύ­ον­ται στὸ πεν­τά­λι­σμα.

Ὅ­μως τὰ πιὸ συγ­κι­νη­τι­κὰ καὶ τὰ πλέ­ον γρα­φι­κὰ ποὺ κρά­τη­σα μέ­σα μου ἦ­ταν τὰ μι­κρὰ τὰ κά­ρα μὲ τὰ φροῦ­τα καὶ τὰ λα­χα­νι­κὰ, ποὺ τὰ ­σέρ­νανε μι­κρὰ γα­ϊ­δου­ρά­κια, σι­γὰ-σι­γὰ, μέ­σα στοὺς με­γά­λους δρό­μους τῆς πό­λης. Ἀ­κό­μα θυ­μᾶ­μαι πὼς ἦ­ταν γερ­μέ­να πρὸς τὰ πί­σω αὐ­τὰ τὰ κά­ρα μὲ τὰ λα­χα­νι­κὰ νὰ στά­ζουν -νε­ρὸ ἤ νυ­χτε­ρι­νὴ δρο­σιὰ, ἄ­ρα­γε;- στοὺς δρό­μους. Μο­σχο­μύ­ρι­ζε τότε ὁ Βό­λος φρέ­κο στα­φύ­λι καὶ γνή­σια ντο­μά­τα, ποὺ ἔρ­χον­ταν νὰ ἑ­νω­θοῦν μὲ τὴ μυ­ρω­διὰ τῆς θά­λασ­σας, τὴν ὁ­ποί­α κό­μι­ζαν τὰ ψα­ρά­δι­κα τὰ κά­ρα, που γυ­ρό­φερ­ναν τοὺς δρό­μους. Κι ἔ­βλε­πες νὰ περ­νοῦν αὐ­τὰ τὰ τα­πει­νὰ τὰ κά­ρα ἀ­πὸ μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὰ σπί­τια, ἔ­χον­τας τὶς πα­λάν­τζες κρε­μα­σμέ­νες στὸ πί­σω μέ­ρος τους, ἐ­νῶ ὁ μα­νά­βης, ποὺ κρα­τοῦ­σε συ­νή­θως τὸ ζῶ­ο ἀ­πὸ μπρο­στὰ, ἀ­πό τά γκέ­μια, φώ­να­ζε μὲ βρα­χὴ ἤ ψι­λὴ, ἀλ­λὰ μα­κρό­συρ­τη φω­νὴ, «Ὁ μα­να­α­α­ά­βη­η­ης... ὁ ψα­ρα­α­α­α­α­α­α­ᾶς». Ἀ­κό­μα καὶ τὶς βρο­χε­ρὲς τὶς μέ­ρες τοὺς συ­ναν­τοῦ­σες μὲ τ᾿ ἀ­δι­ά­βρο­χα καὶ τὶς γα­λό­τσες νὰ κυ­νη­γοῦν τὸ με­ρο­κά­μα­το. Κι ἔ­τρε­χε τὸ νε­ρὸ στ᾿ αὐ­λά­κια τῶν παι­δε­μέ­νων τους προ­σώ­πων, ποὺ ἄν τὰ κοι­τοῦ­σες θὰ  δι­έ­κρι­νες τὴ με­λαγ­χο­λί­α τοῦ τί­μιου βι­ο­πα­λαι­στή, ποὺ ἔ­ψα­χνε νὰ βρεῖ τρό­πους νὰ θρέ­ψει φα­μί­λια, νὰ παν­τρέ­ψει κο­ρί­τσια, νὰ σπου­δά­σει παι­διὰ...

Καμμιὰ φορὰ ποὺ σε­ργια­νῶ σ᾿ αὐ­τοὺς τούς δρό­μους, ὅ­ταν βρε­θῶ στὸ Βό­λο, αὐ­τὸ ποὺ νοσταλ­γῶ νὰ ξαναδῶ, μα­ζὶ μὲ πολλὰ  ἄλ­λα, εἶ­ναι αὐ­τὰ τὰ ἐ­ξα­φα­νι­σμέ­να  τα­πει­νὰ κά­ρα μὲ τὰ κου­ρα­σμέ­να γα­ϊ­δου­ρά­κια καὶ τούς παι­δε­μέ­νους τοὺς μα­νά­βη­δες. Δυ­στυ­χῶς, χάθηκαν, ὅ­πως τό­σα ἄλ­λα...

π. Κων. Ν. Καλλιανὸς

No comments: