Friday, 26 February 2016

Tηλεόραση: Δάσκαλος και Φίλος, υπό προϋποθέσεις

Εκτός από την αρνητική επίδραση της εικόνας της τηλεόρασης, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς και τη θετική της επίδραση που αποδεικνύεται μέσα από πλείστα παραδείγματα. Η τηλεόραση μπορεί μέσα από τα προγράμματά της να διοχετεύσει πλήθος χρήσιμων πληροφοριών και υποδείξεων, όπως για παράδειγμα τη διασφάλιση της υγείας με θέμα την πρόληψη ασθενειών, το κάπνισμα, τον αλκοολισμό και τις καρδιακές παθήσεις[1]. Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι προσφέρει πάρα πολλές δυνατότητες στους τομείς της ενημέρωσης, της μόρφωσης και της ψυχαγωγίας. Από το σπίτι του μπορεί κανείς να δει την καταστροφή των δασών του Αμαζονίου, τα ήθη και τα έθιμα μιας μακρινής και σχεδόν απρόσιτης χώρας, τις παραδόσεις της, την πολιτιστική της κληρονομιά, καθώς και τον τρόπο σκέψης, ζωής και συμπεριφοράς των ανθρώπων που κατοικούν σ’ αυτήν, αποτελώντας ένα διδακτικό θέαμα. Έχει ακόμη τη δυνατότητα ο θεατής μέσα από την εικόνα της να ξεναγηθεί στα πιο πλούσια μουσεία της οικουμένης, σε τόπους μαγευτικούς και εξωτικούς, στα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας, όπου δεν μπορεί να εισχωρήσει κανένα άλλο μέσο μαζικής ενημέρωσης. Έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει κορυφαίες ιστορικές προσωπικότητες, γνωρίζοντας κατ’ επέκταση καλύτερα τόσο την ιστορία του τόπου του όσο και την ιστορία άλλων λαών[2]. Αυτή η προσέγγιση πολιτισμών και η γνωριμία με άλλες κοινωνίες προκαλεί αισθητική και ψυχική ικανοποίηση που ίσως να δημιουργήσει, ιδιαίτερα στα παιδιά, ένα αίσθημα διεθνούς αλληλεγγύης και κατανόησης των παγκόσμιων αξιών[3]. Κατά συνέπεια, θραύοντας τα διάφορα χωροχρονικά, κοινωνικοοικονομικά και κοινωνικοπολιτιστικά διαχωριστικά όρια, μεταδίδει σημαντικές γνώσεις, ενδιαφέρουσες πληροφορίες και ασκεί μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς[4]. Δεν είναι τυχαίο που η κοινή γνώμη ευαισθητοποιείται και κινητοποιείται πολλές φορές μέσα από την ταχύτητα της αμεσότητας της εικόνας. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι το ντοκουμέντο της τουρκικής θηριωδίας το 1996 εναντίον των Ισαάκ και Σολωμού, με τις αποτρόπαιες δολοφονίες από την πλευρά των κατοχικών στρατευμάτων στην Κύπρο, το οποίο έκανε το γύρο του κόσμου και βοήθησε στην αφύπνιση για το Κυπριακό, λειτουργώντας υποβοηθητικά στις διπλωματικές προσπάθειες. Αλλά και η εικόνα ενός παιδιού στην Αγκόλα ή στην Καμπότζη που διαμελίζεται από τις νάρκες, ασκεί πολλαπλή επίδραση, όχι μόνο στην κοινή γνώμη, αλλά και στις κυβερνήσεις. Αυτό οδήγησε και την ελληνική κυβέρνηση στην απόφαση να συνυπογράψει, μαζί με δεκάδες άλλες χώρες, τη διεθνή συμφωνία στην Οτάβα για την κατάργηση των ναρκών, και να συνδράμει σε μία καθαρά ανθρωπιστική προσπάθεια[5].


Αξίζει επίσης να σημειωθεί η δυνατότητα που έχει η τηλεόραση να επενεργεί στους τηλεθεατές και ιδιαίτερα στους νέους στη διαμόρφωση πολιτικής γνώμης και στάσης αναφορικά με τους πολιτικούς θεσμούς, τα πρόσωπα και ιδιαίτερα την έκβαση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Γιατί είναι γεγονός ότι η τηλεόραση αποτελεί όχι απλά ένα μέσο αλλά το κατεξοχήν μέσο της πολιτικής[6]. Η ενημέρωση επί πολιτικών, κοινωνικών, θρησκευτικών και επιστημονικών ζητημάτων αποτελεί μορφή πνευματικής καλλιέργειας. Αλλά και με το σύνολο των ψυχαγωγικών της εκπομπών μπορεί να ασκήσει μορφωτική επίδραση στο ευρύτερο κοινό[7].

Εκτός από τις εικόνες που εκχυδαΐζουν, υπάρχουν και ταινίες που με την προβολή τους μεταδίδεται γνήσια αισθητική συγκίνηση, όπου συχνά κινητοποιείται μαζί μ’ αυτήν και η ηθική συνείδηση. Δεν είναι μόνο οι δημιουργίες του Ντίσνεϋ, του Φελλίνι, του Βισκόντι που αποδεικνύουν, ότι η εικόνα είναι ένα μέσο που λειτουργεί καλλιτεχνικά. Πολλές φορές μεταφέρονται σε τηλεοπτικές σειρές λογοτεχνικά κείμενα, έργα μπαλέτου καθώς και θεατρικές παραστάσεις. Μεγάλοι σκηνοθέτες, όπως ο Μπέργκμαν, δεν περιφρόνησαν την τηλεόραση, αλλά εργάστηκαν γι’ αυτήν με την τεχνική που αυτή επιβάλλει. Έτσι γυρίστηκε σε τηλεοπτικό σίριαλ το «Φάνυ και Αλέξανδρος» ή το «Σκηνικό από ένα γάμο». Αν δεν είχαν γίνει οι ταινίες Όσα παίρνει ο άνεμος, Ανεμοδαρμένα ύψη, Οι άθλιοι, η Παναγία των Παρισίων, Πόλεμος και ειρήνη και τόσα άλλα, ίσως να μην ήταν τόσο γνωστά τα μυθιστορήματα αυτά στο ευρύ κοινό. Οι περισσότεροι από τους νέους θα ομολογήσουν ότι είδαν το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι και λιγότεροι ότι το διάβασαν[8]. Η ίδια η λογοτεχνία εμπλουτίζεται σε σημαντικό βαθμό από την τηλεοπτική της εκδοχή, στο μέτρο που η μετάβαση από τη κατάσταση του αναγνώστη σ’ αυτήν του θεατή είναι αμφίδρομη. Η αίσθηση ότι στο τηλεοπτικό μυθιστόρημα «δεν υπάρχει όλη η ιστορία» που βρίσκεται στο γραπτό, οδηγεί ένα μεγάλο αριθμό θεατών στην αγορά και ανάγνωση του διασκευασμένου μυθιστορήματος[9]. Είναι γεγονός πάντως ότι τα τελευταία χρόνια η τηλεόραση στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς τα λογοτεχνικά έργα. Αυτό είναι πραγματικά παρήγορο, αφενός γιατί δίνει την ευκαιρία σε μεγάλες μάζες να προσεγγίσουν σημαντικά λογοτεχνικά έργα και αφετέρου γιατί η λογοτεχνία βρίσκει έναν τρόπο να επηρεάσει θετικά τα Μ.Μ.Ε. Αρκεί να υπάρξει μία σωστή εκλογίκευση του λογοτεχνικού υλικού, μια διαβάθμιση της σημασίας του, κατά ηλικία, ένας στοιχειώδης προγραμματισμός και ένας σεβασμός στο κείμενο που διασκευάζεται[10].


Επιπλέον, αξίζει να επισημανθεί και η δυνατότητα που έχει η τηλεόραση να οδηγεί τα παιδιά[11] και τους νέους στον υγιή αθλητισμό και να συμβάλλει στη βελτίωση της επίδοσης των αθλητών στα διάφορα αθλήματα, με το να μπορούν οι ίδιοι να παρακολουθούν σ’ αυτήν τις αθλητικές προσπάθειες των άλλων.

Δεν πρέπει όμως να παραβλεφθεί ότι για το σημερινό εκχυδαϊσμό των τηλεοπτικών εικόνων φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης με τις επιλογές του και το τηλεοπτικό κοινό. Ως εκ τούτου, έγκειται στον καθένα ποιο δρόμο θα ακολουθήσει.

Βασιλική Β. Παππά
Θεολόγος - Σύμβουλος Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού στο ΚΕ.ΣΥ.Π Ηγουμενίτσας
Κάτοχος δύο μεταπτυχιακών διπλωμάτων, στην Εκκλησιαστική Ιστορία και τη Χριστιανική Ηθική από το Α.Π.Θ.



[1] Βλ. Α. Φακατσέλη, «Το παιδί και η τηλεόραση», περ. Γυναίκα (1985), τεύχ. 929, σ. 50.
[2] Βλ. Α.Δ. Σαπουνά, Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η αγωγή. Συμβολή στην Ποιμαντική Ψυχολογία, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 73.
[3] Βλ. Κ. Κοντομίχαλου, «Είναι τα παιδιά μας εθισμένα στην τηλεόραση;», περ. Παιδί και Νέοι γονείς (1995), τεύχ. 134, σ. 40.
[4] Βλ. Α.Δ. Σαπουνά, ό.π., σσ. 65-66. Βλ. και Γ.Ε., Κρασανάκη, Κοινωνιοπαιδαγωγική του ελεύθερου χρόνου. Τα αποτελέσματα μιας ελληνικής έρευνας, Αθήνα 1984, σ. 78. Β. Παπαδιώτη-Αθανασίου, «Η επίδραση της τηλεοπτικής βίας στην επιθετικότητα των παιδιών», περ. Ψυχολογικό Σχήμα (1991), τεύχ. 10, σ. 44.
[5] Βλ. Γ. Κρανιδιώτη, «Η Δημοκρατία της πληροφόρησης», στον τόμο Α. Παναγιωταρέα (επιμ.), Εξωτερική πολιτική και μέσα μαζικής ενημέρωσης, Θεσσαλονίκη (εκδ. Παρατηρητής) 2000, σσ. 78-79.
[6] Βλ. Α.Δ. Σαπουνά, ό.π., σ. 67. Βλ. και Γ. Κοντογιώργη, «Το αίτημα και οι δυνατότητες πλουραλισμού στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση», περ. Αντί (1986), τεύχ. 320, σ. 5. G. Maletzke, Psychologie der Massenkommunication, Hans – Bredow – Institut, Hamburg 1978, σ. 203.
[7] Βλ. Ι.Δ., Βότσου, «Η τηλεόραση και οι επιδράσεις της», περ. Σχολείο και Ζωή (1992), τεύχ. 12, σ. 402.
[8]Βλ. Γ. Μπασκόζου, Η επίδραση του κινηματογράφου στις άλλες τέχνες, μαγνητοφωνημένη συνέντευξη του Βασίλη Ραφαηλίδη στο περ. Διαβάζω (1995), τεύχ. 353, σ. 125. Ν. Γιαννακοπούλου – Κ. Κουτσομύτη, Το βιβλίο ως μεταλλαγμένη «πρώτη ύλη» των ΜΜΕ», στο Βιβλίο και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Συμπόσιο που πραγματοποιήθηκε 4-5 Μαϊου 1998, εκδ. Εθνικό Κέντρο Βιβλίου – Υπουργείο Πολιτισμού, σ. 3. Χ. Χαλαζία, Τηλεόραση:έγκλημα ή επανάσταση;, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σσ. 10-11.
[9] Βλ. Ζ.Ι. Σιαφλέκη, Συγκριτισμός και ιστορία της λογοτεχνίας, Αθήνα 1988, σσ. 194-195.
[10] Βλ. Α. Δελώνη, Βασικές Γνώσεις για το Παιδικό και Νεανικό Βιβλίο, Αθήνα 1988, σ. 120.
[11] Βλ. Α.Δ. Σαπουνά, Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η αγωγή, ό.π., σσ. 74-75. Βλ. και Α. Καμάρα, «Χρωστάμε πολλά στην τηλεόραση, αλλά κι αυτή χρωστάει σ’ εμάς», περ. Διαβάζω (1989), τεύχ. 215, σ. 74.

No comments: