Monday 16 January 2012

Βραδινή ἐπιστροφή

ἤ, Ὁ καιρός τῆς ἡσυχίας καί τῆς ἀνασυγκρότησης τοῦ ποιμένα

῝Οταν χαμηλώσει τό φῶς τῆς μέρας, ὅταν οἱ σιωπηλοί οἱ ἴσκιοι ἀρχίζουν τό σεργιάνι τους στίς σκοτεινές τοῦ Ναοῦ γωνίες, κάπου τότε, στό σύνορο τῆς μέρας μέ τή νύχτα, ἀρχίζει βραδινή ἐπιστροφή τοῦ ποιμένα: εἴτε ἁπλός παπᾶς εἶναι αὐτός, εἴτε βαθμοφόρος κληρικός, εἴτε Ἐπίσκοπος. Γιατί ἔχει τόση σημασία αὐτή βραδινή ἐπιστροφή...

Ἐπιστρέφεις λοιπόν ὕστερ’ ἀπό τήν ἔνταση τῆς μέρας, ἀπό τήν ἐπικίνδυνη ἐν πολλοῖς ὁδοιπορία σου πάνω σέ ὁριακά σημεῖα, στήν κόψη τοῦ ξυραφιοῦ, ἐπιστρέφεις στό ταμεῖον σου, στό σπίτι, στό κελλί, στόν χῶρο τῆς δικῆς σου ἡσυχίας καί ἀνάπαυσης. Καί μέσα στή σωτήρια τῆς νύχτας ἡσυχία, ἔστω καί γιά ἐλάχιστες στιγμές, ἐπιδιώκεις τήν εὐλογημένη μόνωση, γιά νά ξεκουκίσεις τό προσωπικό σου κομποσκοίνι τῶν ὅσων εἶδες, ἄκουσες, ἔζησες κατά τή διάρκεια, στό μῆκος δηλαδή τῆς μέρας πού τέλειωσε. Μέ λίγα λόγια ἀποθέτεις ἐμπρός σου τά ὅσα, ὡς ἄλλο ἄχθος φέρεις, λόγια κι ἔργα, δικά σου, τῶν συναδελφῶν σου, τῶν προϊσταμένων σου, τοῦ κόσμου κι ἀρχίζεις ὡς ἄλλος φιλότιμος, κατά τόν ποιητή, ἔμπορος τό ξεχώρισμα, καθώς μετρᾶς,

“...τό βράδυ, κέρδη,
ζημιές δοῦναι - λαβεῖν, τά φριχτά λάθη σου...”[1],

πασχίζοντας νά βάλεις μιά τάξη μέσα σου.

Οἱ ἐλάχιστες καί πολύ χρήσιμες, ὡς ἄλλη ἀντιβίωση χαρές ἀπομένουν στήν ἄκρη γιά σερμαγιά. Κι αὐτές δέν μπορεῖ νά εἶναι, παρά μιά συγκαταβατική κουβέντα, μιά εἰλικρινής χειραψία, ἕνα χαμόγελο ἀδελφικό χωρίς τό φτιασίδωμα τῆς ἠθοποιίας, ἀλλά καί μιά σωστή, χωρίς βιασύνη, πνευματική συνάντηση, ὅπου ξεδιπλώνεται ἡ ψυχή κι ἀνασαίνει εὐλογημένη. Σιμά δέ μ’ αὐτές γειτονεύουν καί οἱ στιγμές, οἱ ὧρες, μέ τούς ἔντονους ρυθμούς, πού σφυροκοποῦν τή ψυχή, τήν τραυματίζουν πολλές φορές, καθώς ἐντοπίζεται τό πάθος τοῦ ἐγωϊσμοῦ πού φέρεις καί πού τό χρησιμοποιεῖς γιά νά ὑπάρξει δυνατότητα ὥστε νά παρεμποδιστεῖ ὁ ἄλλος καί νά κερδίσεις ἐσύ τήν εὔνοια ἤ καί τό ἀντίθετο. Ἐπίσης συνυπάρχει ἡ ἀχαρακτήριστη συμπεριφορά, τήν ὁποία δείχνεις ἤ σοῦ δείχνουν, ὅπως οἱ εἰρωνίες, οἱ σαρκασμοί, ἡ περιφρόνηση κι ὁ αὐταρχισμός, στοιχεῖα δηλαδή πού ἀπομακρύνουν τή Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά κοινωνία ἀγάπης καί συνδιαλλαγῆς.

Πιό ἁπλά, ὅλ’ αὐτά σοῦ ἐπιτρέπουν νά σταθεῖς ἀπέναντι στόν ἑαυτό σου καί ν’ ἀρχίσεις νά μετρᾶς ἕνα - ἕνα τά τραύματά σου ἤ καί τά λάθη σου. Στίς περιπτώσεις αὐτές μοναδική καταταφυγή εἶναι ἡ προσευχή κι ὕστερα ὁ Γέροντας γιά τήν ἐξαγόρευση, γιά τήν ἐνίσχυση.

«Εὐθύς πρός τόν πνευματικόν ἰατρόν δράμωμεν, ἀναφέρει ὀ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, καί τόν ἰόν τῆς ἁμαρτίας (κι ὅλης τῆς φαρμακωμένης μας αἴσθησης) διά τῆς ἐξαγορεύσεως ἐξεμέσωμεν...»[2], γιά νά μαζέψουμε τά κομμάτια τοῦ θρυμματισμένου μας εἶναι καί νά βροῦμε τό κουράγιο ν’ ἀνασυνθέσουμε τή ψυχή μας μέ προσευχή καί αὐτοθεώρηση. Εἶναι κάτι πού ὁ Θεός κατά τό νυκτερινόν στάδιον μᾶς προσφέρει μέ τή συνδρομή καί τοῦ ὕπνου, πού ξεκουράζει τήν ταραγμένη μας ὑπόσταση.

Γράφοντας πρίν ἀπό χρόνια ἕνας Νεοέλληνας διανοητής γιά τή νυχτερινή ἡσυχία καί τό βάλσαμο πού ἀφήνει στίς πληγές, σημείωνε μεταξύ τῶν ἄλλων καί τά ἑξῆς:

“Κάθε βράδυ, μαζεύεται κανείς στό σπίτι του, καί μέσα στήν στοργική σιγή τῆς νύχτας παλεύει νά βγάλει ἀπό μέσα του τά μαχαίρια πού ὅλη μέρα τοῦ ἔριχναν, νά ἐπιδέσει τίς πληγές του, νά νεκρώσει τούς πόνους του καλώντας στά βλέφαρά του τόν ὕπνο”[3].

Συνεχίζοντας, θά ἤθελα νά προσθέσω στά παραπάνω, πώς τά μαχαίρια ποτέ δέν μπορεῖς νά τά βγάλεις μόνος σου. Ἀπαιτεῖται βοήθεια ἄνωθεν. Βοήθεια πού προσμετρᾶται σέ ὑπομονή, προσευχή, ταπείνωση, δάκρυα, ἀντοχή καί ξεκαθάρισμα τῶν ὅσων περιττῶν φέρεις μέσα σου...

Εἶναι δέ αὐτός ὁ χρόνος τῆς αὐτοκριτικῆς, τῆς ἀνασυγκρότησης τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὁ χρόνος τῆς ποιμαντικῆς ἡσυχίας[4], ἡ ὁποία ἀπαιτεῖται νά συνυπάρχει μέ τόν παράλληλο ἀπελπισμό ἀπέναντι στόν κόσμο καί τά σύν αὐτῷ. Ἤ πιό ἁπλᾶ χρειάζεται, γιά νά διατηρηθεῖ ἡ μέσα μας ἰσορροπία, νά δοῦμε μέ σταθερότητα καί εἰλικρίνεια, πώς δέν εἶναι δυνατό νά ἐλπίζουμε «ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπί υἱούς ἀνθρώπων», γιά νά μπορέσουμε τήν ἑπομένη τό πρωΐ νά ξαναβρεθοῦμε στή διακονία μας. Καί μιλῶ γιά τόν ἀπελπισμό, γιατί τόν θεωρῶ ὡς τό πλέον γνήσιο ἰατρικό - θεραπευτικό μέσον, τό ὁποῖο θά ἀποσπάσει τά “μαχαίρια” καί θά καθαρίσει τίς πληγές.

Συχνά ὁ ποιμένας βρίσκεται στό στόχαστρο τοῦ κόσμου, πού κοιτάζει μέ μύριους τρόπους νά τόν ἐνοχοποιήσει, νά τοῦ καταστείλει κάθε δυνατότητα γιά ἐπικοινωνία καί στήριξη στόν καθένα, πού θά ζητήσει τήν πνευματική, ἀλλά καί κάποτε τήν ὑλική του συνδρομή. Ὁ κόσμος πάντα προκαλεῖ καί δέν ἀφήνει περιθώρια γι’ ἀνάσα. Γι’ αὐτό ἔχοντας ὁ ποιμένας, ὡς ὅπλο του τόν ἀπελπισμό[5] ἀπέναντι στόν κόσμο, πού στήν κυριολεξία ἑρμηνεύεται ὡς τό προνόμιο, ὡς ἡ ἄσκηση νά μήν περιμένει τίποτε κι ἀπό κανένα, προσπαθεῖ νά συνεχίσει τόν ἀγώνα του. Μέ σύμμαχο καί ἀρωγό τό Θεό, πού ξέρει πάντα νά στέκει στό δρόμο του, ὅπως τότε, πού, ὡς στήλη φωτεινή, ὁδηγοῦσε τό λαό Του στήν ἔρημο (βλ. Ἔξ. 13, 21 ἑξ.), φυλάσσοντάς τον ἀπό παντός κακοῦ.

Σύμφωνα μέ τήν λειτουργική μας παράδοση καί ζωή, ἡ κάθε μας μέρα ἀρχίζει ἀπό τήν ὥρα πού θά διαβάσουμε τόν Ἑσπερινό καί θά προετοιμαστοῦμε γιά νά ὑποδεχτοῦμε τήν νύχτα καί ἀργότερα, τό Φῶς τό Ὀρθρινό.

Μέσα σ’ αὐτή, λοιπόν, τή προοπτική τοῦ χρόνου καί τοῦ σταδίου τοῦ νυχτερινοῦ ἐπιτελεῖται μιά δυναμική ἀνανέωση τοῦ καθενός μας, καθώς μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία γιά μελέτη καί προετοιμασία γιά τήν ἑπομένη, γιά τή μέρα πού ξημερώνει.

Ὁ ποιμένας, λοιπόν, μέσα σ’ αὐτά τά περιθώρια τῆς νύχτας ἔχει τόν ἀπαραίτητο χρόνο νά προετοιμάσει τή δική του ἑπόμενη ἡμέρα. Περιμένοντας πάντα, ὕστερ’ ἀπό προσευχή καί ἀναζήτηση τοῦ θείου ἐλέους, τό Φῶς του, ὅπως «τήν ἐν σκότει ψυχήν του» καθαρίσει «ἀπό πάσης ἁμαρτίας»[6]. Γιατί μόνο μέσα σ’ αὐτό τό Φῶς εἶναι δυνατό νά ἀναβαπτιστεῖ ὅλη του ἡ ὕπαρξη καί στή συνέχεια νά ἀναζωπυρωθεῖ τό ἱερατικό φρόνημα, νά ξανάψει ὁ ἐνθουσιασμός καί νά ὑπάρξει ἡ βεβαιότητα, πώς δέν εἶναι τό ἔργο του ἔργο ἀνθρώπων, ἀλλά Διακόνων Θεοῦ.

Γι’ αὐτό καί μέ τόν ζείδωρο ὕπνο πού ἔρχεται νά τοῦ δώσει «ἀνάπαυσιν σώματος καί ψυχῆς», στό νοῦ του φθάνει τό πρόσωπο τοῦ πολυάθλου Ἰώβ, μαζί μέ τήν ὑπενθύμιση τοῦ ποιητῆ:

“Πρέπει νά δανειστεῖς αὔριο πάλι ἀπ' τόν Ἰώβ
ἔνα μικρό ποσόν ὑπομονῆς” [7],

καί δίκαιο ἔχει. Ἀλλιῶς δέν μπορεῖς νά συνεχίσεις...

π. Κων. Ν. Καλλιανός
[1] Π.Β. Πάσχος, Ἐρωδιός φιλαμαρτήμων, ΑΚΡΙΤΑΣ, Ἀθήνα 1988 σελ. 14
[2] Ἐπιστ. 1, 150 ἐξ. βλ. Ἀρχιεπ. Βασίλειος Κριβοσέϊν, Μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἐκδ. ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.175.
[3] Κ.Ε. Τσιρόπουλος, Παιδεία Ἐλευθερίας, Ἀθήνα 1985, σελ. 35.
[4] Γιά τήν ποιμαντική ἡσυχία καί τίς ἐπιμέρους εὐεργετικές της προσφορές βλ. περισσότερα, Ἰω. Κ. Κορναράκης, Ποιμαντικά θέματα, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 60-64.
[5] Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, Λόγοι Ἀσκητικοί, ΕΠΕ Φιλοκαλία, τόμ.. 8Α, εκδ. Ἐλευθ. Μερετάκη, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 300 εξ.
[6] Τριώδιον, Φωταγωγικόν, πλ. δ΄ ἤχου.
[7] Π.Β. Πάσχος, Ἔγκλειστος βίος, ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ, Ἀθήνα 1973, σελ. 97

No comments: