Πάντα
θυμᾶσαι,
μὲ δέος καὶ συγκίνηση, τήν ὥρα
τοῦ βαθέως
Ὄρθρου,
ὅταν
ἀρχίζει
ἡ προετοιμασία γιά τήν
ἐκκλησιά. Εἶναι
στιγμὲς ποὺ ἡ μνήμη
ἔρχεται
νά σταθεῖ σέ κάποια
παλιά, ξεχασμένα
Χριστούγεννα.
Πρίν ἀπό 60 χρόνια,
τότε δηλαδή πού εἶχε
ἔλθει ὁ Πατέρας
ἀπό τήν
ξενιτιά ὕστερα ἀπὸ ἰκανῶν
χρόνων ἀπουσία.
Ἀπό κεῖνα
τά Χριστούγεννα
λοιπόν ἔχει
ἀπομείνει
στή μνήμη
καί στή ψυχή,
μαζί μέ ὅλα
τ᾿ ἄλλα καί κεῖνο
τό ἰσχνό, χλωμό φῶς
τῆς λάμπας
τοῦ πετρελαίου
πού φώτιζε
κατανυκτικά, ἁπαλά
καὶ μὲ τρεμάμενη λάμψη τό σπίτι.
Φώτιζε γιὰ νά ἑτοιμαστοῦμε
ὅλοι
μας, ὥστε
νά ξενικήσουμε γιὰ τήν
ἐκκλησιά.
Αὐτό
ποὺ κρατάει ἀκόμα
ἡ μνήμη
εἶναι οἱ σκιὲς
ποὺ μεγάλωναν πάνω
στούς ὠχροκίτρινους φρεσκοβαμμένους τοίχους,
καί τὴν
πρωϊνή ἐκείνη
παγωνιά μέ ἀντάμωνε,
τήν
ἄχνα
πού ἔβγαινε ἀπό τά μισονυσταγμένα στόματα
κι ἔμοιαζε μέ τήν
καταχνιά πού κατέβαινε
σέ καιρό βροχῆς
ἀπό τά βουνά.
Κι ὔστερα
τὸ σιωπηλὸ περπάτημα μέχρι τὴν
ἐκκλησιά
μέσα στοὺς
νυχτωμένους, μισοσκότεινους
δρόμους, ποὺ ἀνάδιναν
ὑγρασία
καὶ ραντίζονταν ἀπὸ τὴν
ἀτέλειωτη
βροχὴ τῶν
ἀστεριῶν...
Ἀλήθεια,
λησμονοῦνται ὅλ᾿ αὐτά
ἤ ἐπαναλαμβάνονται;
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment