Monday 14 September 2020

Ο Βόλος πού γνώρισα... [1]


(Μν­μες κα βι­ώ­μα­τα)

Στ Γιργο Σανιδ, πο μο «ξέθαψε» ατ τ παλιό κα λησμονημένο γραφτό


T φθι­νο­πω­ρι­ν ­κε­νο βρά­δυ το Σε­πτεμ­βρί­ου το 1963, ­πο­μέ­νει στ μνή­μη φω­τι­σμέ­νο μ τ πα­γω­μέ­νο, γα­λα­τέ­νιο φς πο κα­τέ­βαζαν τ με­γά­λα φ­τα τς προ­κυ­μαί­ας, κα­θς τ κα­ρά­βι, τ «Κύ­κνος», δι­πλά­ρω­νε στ μου­ρά­γιο το Βό­λου κι ­μες δει­λ-δει­λ ­πο­βι­βα­ζό­μα­σταν στ νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: ­κεί­νης τν σπου­δν, τς μά­θη­σης, τς καλ­λι­έρ­γειας. Τν φώ­των δη­λα­δ, πο προ­σπο­ρί­ζουν ο γνώ­σεις κα τ γράμ­μα­τα. (Καμ­μι φο­ρ σκέ­φτο­μαι πς τ φ­τα ­κε­να πα­ρο­μοι­ά­ζον­ταν μ τ δυ­να­τ τ φ­τα τς πα­ρα­λί­ας, πο δέ συγ­κρί­νον­ταν μ τ τρε­μου­λια­στ τ φς τς λάμ­πας το πε­τρε­λαί­ου, τ ­πο­ο μέ­χρι τό­τε γνώ­ρι­ζα. Μό­νο πο τ πρ­τα τυ­φλώ­νουν, κα κυ­ρί­ως τυ­φλώ­νουν τ μά­τια τς ψυ­χς, ­φο ε­σχω­ρε τ μι­κρό­βιο τς λ­λα­ζο­νεί­ας, ν­τί­θε­τα μ τ λ­λα τ φ­τα πο συν­τη­ρον μέ­σα σου τν χα­μη­λό κα τα­πει­ν τρό­πο τς προ­σέγ­γι­σης το κό­σμου).

Α­τ τ φς πο­τ μου δν τ χά­ρη­κα, ­πως δ χαι­ρό­μουν τν κά­θε φο­ρ πο ­μουν ­ναγ­κα­σμέ­νος ν φύ­γω ­π τ λι­τ κα ­πέ­ριτ­το πε­ρι­βάλ­λον το χω­ριο μου, παρ᾿ ­λο πο Βό­λος ­κεί­νου το και­ρο ­ταν μι λ­λη προ­έ­κτα­ση το χω­ριο μου. Για­τ ε­χε λι­γο­στ α­το­κί­νη­τα, κάμ­πο­σα πο­δή­λα­τα κα φυ­σι­κ ­κεί­νη τν ­πλό­τη­τα κα τ γρα­φι­κό­τη­τα, ­στε ν μς φαί­νε­ται πς κά­που σι­μ μας ε­ναι κα τ χω­ρι.

Θυ­μ­μαι, λοι­πν, πς μό­λις κα­τε­βή­κα­με ­π τ πλο­ο πή­ρα­με ­να ­π τ᾿ ­μα­ξά­κια πο ­ταν συ­ναγ­μέ­να στν πα­ρα­λί­α κα πή­γα­με στ γνω­στ μας ξε­νο­δο­χε­ο: τ ξε­νο­δο­χε­ο τν Κλη­μα­τια­νν « Ε­ρώ­πη», ­ά­σο­νος κα Κο­ρα­ γω­νί­α. Στ παι­δι­κ μά­τια ν­τύ­πω­ση ­κα­ναν τ κα­τα­νυ­κτι­κ φω­τά­κια πο ε­χαν δί­πλα τους τ᾿ ­μα­ξά­κια, κα­θς κα ­κε­νο τ καμ­πά­νι­σμα, πο θύ­μι­ζε τν ­χο ­π καμ­πα­νά­κι κά­ποι­ου τα­πει­νο ­ξωκ­κλη­σιο.

Τ ξε­νο­δο­χε­ο ε­χε μι πα­ρά­ξε­νη μυ­ρω­δι ­π ­πορ­ρυ­παν­τι­κ, σα­πού­νι ­π φτη­ν ­ρω­μα κα τσι­γά­ρο. Ο σκά­λες ­ταν με­γά­λες κα φαρ­δι­ς μ τν Νι­κή­τα, τν ­πάλ­λη­λο το ξε­νο­δο­χεί­ου, ν μς βο­η­θά­ει χα­μο­γε­λα­στς, ­στε ν τα­κτο­ποι­η­θο­με στ ψη­λον­τά­βα­να δω­μά­τια μ τ λευ­κ σεν­τό­νια πο ­ταν τ᾿ γ­γι­ζες, νό­μι­ζες πς τσα­λά­κω­νες χαρ­τ. Μά­λι­στα α­τς ­χος, ­πως ­χος τν φορ­τη­γν πο μέ­σα στ βα­θει νύ­χτα περ­νο­σαν ­π κά­τω ­π τ πα­ρά­θυ­ρά μας, μ ­κο­λου­θε ­κό­μα μέ­χρι σή­με­ρα. Για­τ πρώ­τη φο­ρ ­κου­γα με­γά­λα α­το­κί­νη­τα ν περ­νον μ ρ­μ κα βου­ πά­νω στ δρό­μο, βου­ πο σι­γ-σι­γ χά­νον­ταν γι νρ­θει στ συ­νέ­χεια κά­ποι᾿ λ­λη. (ρ­γό­τε­ρα, ­ταν δι­ά­βα­σα τ ποί­η­μα «Σοφο δ προσιόντων» το Κ.Π.Κα­βά­φη, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα πλέ­ον, πς πολ­λς φο­ρς στ ζω­ μου θ ξα­νασυναν­τή­σω α­τ τ «μυστικ βο­», ­μως θ ­ταν κά­τι τ δι­α­φο­ρε­τι­κ π᾿ α­τ πο ­ζη­σα τν πρώ­τη μου βρα­δυ­ στ Βό­λο. ­σως κα τρα­γι­κ, για­τ πάν­τα μέ­σα στ δύ­νη τν γε­γο­νό­των πο πλη­σιά­ζουν πλη­σιά­ζει κι θά­να­τος, ­στω κα ­ποι­ος ­κρω­τη­ρια­σμς τς ψυ­χς...).

στόσο πρέπει ν μολογήσω, πς ατ πο μ᾿ ­νό­χλη­σε, κα ­π τό­τε δν μπό­ρε­σα ν τ ­πο­βάλ­λω, ­ταν φω­τι­σμς το δω­μα­τί­ου μ᾿ ­κε­νο τ γυ­μν ­λε­κτρι­κ γλόμ­πο πο μς ­ρι­χνε ­να ρ­ρω­στη­μέ­νο φς, ­ν ε­χε πά­νω του  ­να κί­τρι­νο, γυάλινο κάλυμμα, πο μ ­θλι­βε ­φάν­τα­στα. (Τν ­διο φω­τι­σμ θυ­μ­μαι ν τν ξα­νά­ζη­σα στ Στρα­τ κα σ κά­ποι­ο Νο­σο­κο­με­ο, μ τν ­δια τν σως περισσότερο πα­γω­μέ­νη α­σθη­ση κα πί­κρα).

Τ σπί­τι πο θ κα­θό­μουν ­ταν στν ­δ Δη­μάρ­χου Γε­ωρ­γιά­δου, πο τό­τε ­ταν ­στρω­τη, δί­χως ­σφαλ­το δη­λα­δ. Α­τ τ σπί­τι, λοι­πόν, ­ταν μι μο­νο­κα­τοι­κί­α μ μι­κρ δω­μά­τια κα λι­τ. Πρέπει ν χτίστηκε μετ τος σεισμος, γιατ σ τίποτε δ θύμιζε κάποια παλι, πέτρινα σπίτια. Φυσικ, σ τίποτε δ θύ­μι­ζε  τ σπί­τι μας στ χω­ρι, για­τ ­ταν κά­πως σκο­τει­ν κα ρ­κε­τ κρύ­ο. Πάν­τως α­τ πο χα­ρά­χτη­κε στ μνή­μη μου ε­ναι γει­το­νι ­κεί­νη, πο ε­χε ρ­κε­τ ­συ­χί­α κα γρα­φι­κό­τη­τα. Θυ­μ­μαι π.χ. τ ­πέ­ναν­τι σπί­τι μ τ βα­ρει σι­δε­ρέ­νια πόρ­τα το κή­που, τ ­ρα­α κα πλα­τι σκα­λο­πά­τια πο ­δη­γο­σαν μέ­σα στ σπίτι, ­πως ­πί­σης κα τ δέν­τρα πο ε­χε. Πρό­σπά­θη­σα ν τ ξα­να­βρ με­τ ­π χρό­νια α­τ τ σπί­τι. Δν τ κα­τά­φε­ρα, για­τ ε­χε ­ξα­φα­νι­στε, ­πως τό­σα κα τό­σα στ Βό­λο τν ­φη­βι­κν μου χρό­νων...

Κά­θε πρω πο πη­γαί­να­με στ Σχο­λε­ο συ­ναν­τού­σα­με στος δρό­μους κά­ρα, μι­κρ κα με­γά­λα, λι­γο­στ α­το­κί­νη­τα κα πο­δή­λα­τα, μ᾿ ­κε­να τ ε­η­χα κου­δού­νια πά­νω στ βρα­χί­ο­να το τι­μο­νιο. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός, μά­λι­στα, ­ταν ­χος πο ­φη­ναν ο ρό­δες, κα­θς περ­νο­σαν πά­νω π᾿ τούς χω­μα­τό­δρο­μους. ­ταν κά­τι σν τ ­λε­σμα το σι­τα­ριο στος χε­ρό­μυ­λους το χω­ριο μου, σν τ ρ­γ περ­πά­τη­μα πά­νω στν μ­μο... Μά­λι­στα α­τ πο θυ­μ­μαι ε­ναι τ πο­δή­λα­τα κά­ποι­ων κα­θη­γη­τν μας, πα­λι πο­δή­λα­τα, σκου­ρι­α­σμέ­να μ τ  σχά­ρα πί­σω τους ν κρα­τε τ χαρ­το­φύ­λα­κά τους, ­ν τ παν­τε­λό­νια τους τ συγ­κρα­το­σε ­κε­νο τ στρογ­γυ­λ με­ταλ­λι­κ ­λα­σμα, γι ν μν μπερ­δεύ­ον­ται στ πεν­τά­λι­σμα.

­μως τ πι συγ­κι­νη­τι­κ κα τ πλέ­ον γρα­φι­κ πο κρά­τη­σα μέ­σα μου ­ταν τ μι­κρ τ κά­ρα μ τ φρο­τα κα τ λα­χα­νι­κ, πο ­σερ­ναν μι­κρ γα­ϊ­δου­ρά­κια, σι­γ-σι­γ, μέ­σα στος με­γά­λους δρό­μους τς πό­λης. ­κό­μα θυ­μ­μαι πς ­ταν γερ­μέ­να πρς τ πί­σω α­τ τ κά­ρα μ τ λα­χα­νι­κ ν στά­ζουν -νε­ρ νυ­χτε­ρι­ν δρο­σι, ­ρα­γε;- στος δρό­μους. Μο­σχο­μύ­ρι­ζε Βό­λος φρέ­κο στα­φύ­λι κα γνή­σια ντο­μά­τα, πο ρ­χον­ταν ν ­νω­θον μ τ μυ­ρω­δι τς θά­λασ­σας, τν ­ποί­α κό­μι­ζαν τ ψα­ρά­δι­κα τ κά­ρα, που γυ­ρό­φερ­ναν κι ατ τος δρό­μους. Κι ­βλε­πες ν περ­νον κενα τ τα­πει­ν τ κά­ρα ­π μπρο­στ ­π τ σπί­τια, ­χον­τας τς πα­λάν­τζες κρε­μα­σμέ­νες στ πί­σω μέ­ρος τους, ­ν μα­νά­βης, πο κρα­το­σε συ­νή­θως τ ζ­ο ­π μπρο­στ, ­πό τά γκέ­μια, φώ­να­ζε μ βρα­χ ψι­λ, λ­λ μα­κρό­συρ­τη φω­ν, « μα­να­α­α­ά­βη­η­ης........ ψα­ρα­α­α­α­α­α­α­ς». ­κό­μα κα τς βρο­χε­ρς τς μέ­ρες τος συ­ναν­το­σες μ τ᾿ ­δι­ά­βρο­χα κα τς γα­λό­τσες ν κυ­νη­γον τ με­ρο­κά­μα­το. Κι ­τρε­χε τ νε­ρ στ᾿ α­λά­κια τν παι­δε­μέ­νων τους προ­σώ­πων, πο ν τ κοι­το­σες θ  δι­έ­κρι­νες τ με­λαγ­χο­λί­α το τί­μιου βι­ο­πα­λαι­στή, πο ­ψα­χνε ν βρε τρό­πους ν θρέ­ψει φα­μί­λια, ν παν­τρέ­ψει κο­ρί­τσια, ν σπου­δά­σει παι­δι... Σή­με­ρα πο σε­ρια­ν σ᾿ α­τος τούς δρό­μους καμ­μι φο­ρ, ­ταν βρε­θ στ Βό­λο, α­τ πο νοσταλ­γ, μα­ζ μ κά­ποι­α λ­λα ν ξα­να­δ, ε­ναι κενα  τ ­ξα­φα­νι­σμέ­να σή­με­ρα τα­πει­ν κά­ρα μ τ κου­ρα­σμέ­να γα­ϊ­δου­ρά­κια κα τούς παι­δε­μέ­νους τος μα­νά­βη­δες. Δυ­στυ­χς, ­ξα­φα­νί­στη­καν, ­πως τό­σα λ­λα...

να λλο σημάδι πό κενα τ χρόνια, πο στέκει μέσα μου παραμέριστο, εναι ο μουσικς πο κουγα, ταν κάποιες παρέες περνοσαν τς νύχτες ξω πό τ σπίτι. Θυμμαι, λοιπν, τ τραγούδι το Μάνου Χατζιδάκι «Τ σύννεφο φερε βροχή», πο εχε πρωτοβγε, πως πίσης κι να τραγούδι το Καζαντζίδη «ν εν᾿ μοίρα μου καταραμένη…». Τ δεύτερο, μάλιστα, τ κουγα κι λλες φορς, ταν τ βράδυα, μετ τ φροντιστήριο γι τν κμάθιση τς ξένης γλώσσας (γγλικ) -πόσο καλ δασκάλα ταν Βαρουξ- περνοσα π᾿ ξω πό τν ταβέρνα « Σκάλα το Μιλάνου», πο ταν τότε πέναντι πό τν γιο Νικόλαο κα μάζευε ρκετος φιλόμουσους κα γλεντζέδες…

Τ Γυ­μνά­σιο πο πή­γαι­να ­ταν τ Δεύ­τε­ρο, μ Γυ­μνα­σιά­ρχη τν α­στη­ρ, λλ᾿ ­πί­μο­να θαυ­μά­σιο, ς  Δά­σκα­λο κα ς ν­θρω­πο, μα­κα­ρι­στ σή­με­ρα, τν Δη­μή­τριο Ο­κο­νο­μί­δη.

Τ Σχο­λε­ο α­τ στε­γά­ζον­ταν τό­τε σ ξύ­λι­να πα­ρα­πήγ­μα­τα, χω­ρς θέρ­μαν­ση, στν περιοχ το «Τσιμπούκη». Φυ­σι­κ κα­νέ­νας μας δν πα­ρα­πο­νι­ό­ταν, ­στω κι ν μ βρο­χς χι­ό­νια κά­να­με μά­θη­μα, πε­ρι­μέ­νον­τας τν ­ρα το δι­α­λείμα­τος ν τρί­ψου­με τ χέ­ρια μας ν βγο­με ν πά­ρου­με κου­λού­ρι κα τυ­ρ, λ­λ κα καμ­μι τυ­ρό­πι­τα ζε­στ, π᾿ ­κε­νες τς νό­στι­μες τυ­ρό­πι­τες το πα­λιο το Βό­λου, πο τς ­φερ­ναν σι­μ μας, ­ξω στ χω­μα­τό­δρο­μο, πο ταν κοντ στν α­λ το Σχο­λεί­ου, ­κε­νοι ο πλα­νό­διοι πω­λη­τς μ τ κα­ρο­τσά­κια τους, πο τ᾿ ­νέ­βα­ζαν  μ πο­λ κό­πο, ­φο ­πρε­πε ν πο­δη­λα­τί­σουν, ­θών­τας τ ­χη­μά τους ς τ ­κε. ­ταν δ τ ­χη­μα α­τ μι ξύ­λι­νη με­ταλ­λι­κ κα­τα­σκευ­ ­πο­τυ­πώ­δους βι­τρί­νας, πο στ πί­σω μέ­ρος ε­χε προ­σαρ­μο­στε σέ­λα κα ρό­δα κι­νή­σε­ως ­νς πο­δη­λά­του. Μα­ζ μ τος τυ­ρο­πι­τά­δες πα­ρου­σι­ά­ζον­ταν κα ο κου­λουρ­τζ­δες μ τ ­ρα­α τρα­γα­ν σου­σα­μέ­νια κου­λού­ρια κα τ φτε­ν τ φε­τού­λα κα­σέ­ρι, πο τν πλή­ρω­νες ξε­χω­ρι­στ. Καμ­μι φο­ρ πα­ρου­σι­ά­ζον­ταν κα κά­ποι­ος σου­βλα­τζς μ τ ξε­ρο­ψη­μέ­να ψω­μι πά­νω στ σχά­ρα ­που ψή­νον­ταν τ σου­βλά­κια, τ πο­α στ συ­νέ­χεια χα­ράσ­σον­ταν στ μέση γι ν μπε τ σου­βλά­κι, πο ταν τρί­α-τέσ­σε­ρα κομ­ματ­κια χοι­ρι­νό, πε­ρα­σμέ­να σ με­ταλ­λι­κ σο­βλα. Λί­γοι μως προ­τι­μο­σαν τ σου­βλά­κι ­πό μς τος μα­θη­τς, για­τ ­ταν ­κρι­β κα τ βα­λάν­τιο ­λων ­μν τν μα­θη­τν τς πε­ρι­φέ­ρειας ­ταν πε­νι­χρ ­ως ­νύ­παρ­κτο. ­τσι βο­λευ­ό­μα­σταν μ κου­λού­ρι, σκέ­το τς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρς λί­γο ψω­μ ­πό τ σπί­τι, λλ κα μ ατ πο στέλνανε ο δικοί μας πό τ χωρι, πως ξερς μουσταλευρις μ μύγδαλα, μουστοκούλουρα, κ..

π. Κ.Ν. Καλλιανός
Σκόπελος, Χεμνας 2004

Σημείωση: Στη φωτογραφία παρουσιάζεται τ Δ/Π. « Κύκνος», πο γι ρκετ χρόνια συνέδεε τ νησι μ τ Βόλο κα τ Χαλκίδα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

No comments: